Μόνο μέχρι τον Δεκέμβρη του 2022 η ενεργειακή κρίση, σύμφωνα με έρευνα του Climate Solutions Lab (CSL) του Πανεπιστημίου Μπράουν (ΗΠΑ), εκτιμάται ότι η ΕΕ και το Ηνωμένο Βασίλειο «μάτωσαν» με πάνω από 1 τρισ. ευρώ για να εξασφαλίσουν βρώμικα καύσιμα.
Οι δαπάνες έκτακτης ανάγκης των κυβερνήσεων περιλαμβάνουν κόστος για νέα απαιτούμενη υποδομή, ανώτατα όρια τιμών ενέργειας, προγράμματα διάσωσης για επιχειρήσεις κοινής ωφελείας, πακέτα διάσωσης επιχειρήσεων, επιδοτήσεις μεταφοράς και άλλα έξοδα.
Ταυτόχρονα, οι νέες επενδύσεις σε αιολικά πάρκα μειώθηκαν κατά περισσότερο από 40% το 2022 σε σύγκριση με το 2021, όπως και οι νέες παραγγελίες ανεμογεννητριών.
Παρά τις βαρύγδουπες ανακοινώσεις της ΕΕ για ταχεία μετάβαση στην καθαρή ενέργεια, οι ηγέτες της Ευρώπης δεν κάνουν αρκετά για να ξεφύγουν από την εξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα, σύμφωνα με την έρευνα που δημοσιεύτηκε τον Αύγουστο το 2023.
Ειδικότερα, οι ερευνητές εκτιμούν η Ευρώπη δαπάνησε επιπλέον 517 με 831 δισ. ευρώ σε καύσιμα, λόγω των υψηλότερων τιμών την περίοδο από 1 Οκτωβρίου 2021 έως 31 Δεκεμβρίου 2022, με τη καλύτερη εκτίμηση των 643 δισ. ευρώ. Σημειώνεται ότι οι εκτιμήσεις κόστους ξεκινούν τον Οκτώβριο του 2021, επειδή η Ρωσία άρχισε να χειραγωγεί τις ευρωπαϊκές αγορές και να παρακρατεί τις εξαγωγές ενέργειας πριν από τον πόλεμο.
Επιπλέον, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις δεσμεύτηκαν για περαιτέρω δημοσιονομικές δαπάνες 908 δισ. ευρώ για υποδομές και πολιτικές που σχετίζονται με την ενέργεια.
Συνεπώς, το συνολικό κόστος είναι πάνω από 1 τρισ. και αναμένεται να αυξηθεί με τη πάροδο του χρόνου, λόγω των συνεχιζόμενων επιπτώσεων στην αγορά και των πολιτικών που ακολουθούνται.
Συγκεκριμένα, η έλλειψη ορυκτών καυσίμων που προκλήθηκε από τον πόλεμο ανεβάζει τις τιμές όχι μόνο για τις ρωσικές εισαγωγές, αλλά και για όλα τα ορυκτά καύσιμα στην Ευρώπη (και σε ορισμένα μέρη αλλού στον κόσμο).
Οι Ευρωπαίοι αιφνιδιάστηκαν… και πάλι
Η νέα έρευνα, για πρώτη ίσως φορά, ποσοτικοποιεί την αξία της ενεργειακής ασφάλειας, καθώς σχετίζεται με ένα επαναλαμβανόμενο πρόβλημα στις αγορές ορυκτών καυσίμων: γεωπολιτικές διακυμάνσεις τιμών ή διακοπές από πολέμους ή άλλα περιστατικά. Αυτή η ποσοτικοποίηση του ενεργειακού κόστους είναι εξαιρετικά σημαντική, διότι οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής, οι επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας ενέργειας και οι εταιρείες μερικές φορές αποτυγχάνουν να αντιληφθούν πλήρως τους κινδύνους που σχετίζονται με τα ορυκτά καύσιμα στις εκτιμήσεις κόστους, στις επενδυτικές αποφάσεις ή στον ενεργειακό σχεδιασμό.
Οι ερευνητές επισημαίνουν την αδυναμία των ιθυνόντων να εντοπίσουν τα πλεονεκτήματα των ΑΠΕ για την κατοχύρωση της ενεργειακής ασφάλειας.
Για παράδειγμα, όταν η Γερμανία αναγκάστηκε να διασώσει μια από τις σημαντικότερες επιχειρήσεις κοινής ωφελείας της ενέργειας (Uniper), με κόστος 25 δις. ευρώ λόγω της ξαφνικής εκτίναξης των τιμών των ορυκτών καυσίμων, ο Γερμανός υπουργός Οικονομίας Ρόμπερτ Χάμπεκ ισχυρίστηκε ότι η διάσωση ήταν απαραίτητη λόγω της «ενεργειακής λειψυδρίας που έχει δημιουργήσει τεχνητά η Ρωσία» και ότι «δεν ήταν το είδος της συνηθισμένης διακύμανσης που μπορεί να αφομοιώσει η αγορά».
Το πρόβλημα με αυτή την άποψη, σύμφωνα με την μελέτη του Climate Solutions Lab, είναι ότι αντιμετωπίζει τα γεωπολιτικά σοκ στις τιμές των ορυκτών καυσίμων ως έκτακτα και, επομένως, δεν συνυπολογίζονται στις πολιτικές ή επενδυτικές αποφάσεις.
Στην πραγματικότητα, τα γεωπολιτικά σοκ στις τιμές του πετρελαίου και του φυσικού αερίου συμβαίνουν απρόβλεπτα αλλά τακτικά. Αυτό καταδεικνύεται από έναν σωρό παραδείγματα, όπως η πετρελαϊκή κρίση του 1973, η Ιρανική Επανάσταση του 1978-79, ο Πόλεμος Ιράν-Ιράκ τη δεκαετία του 1980, ο πόλεμος του Κόλπου 1990-91, η αντιμετώπιση του Ισλαμικού Κράτους 2011-2014 και οι διαμάχες Ρωσίας-Ουκρανίας για το φυσικό αέριο το 2006, 2008-2009, 2014-15).
Αυτά τα γεγονότα όχι μόνο δημιουργούν αστάθεια στις τιμές, λένε οι ειδικοί, αλλά επιβάλλουν επίσης δημόσιο κόστος καθώς οι κυβερνήσεις πρέπει ξαφνικά να εξασφαλίσουν αποθέματα, να δημιουργήσουν υποδομές ή να παράσχουν επιδοτήσεις και πακέτα διάσωσης σε οικονομικά συμφέροντα που επηρεάζονται από τις διαταραχές.
Αντίθετα, η ΑΠΕ, σε αντίθεση με τα ορυκτά καύσιμα όπως το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, είναι ασφαλής από πολιτικές αναταραχές επειδή η φύση παρέχει το βασικό «καύσιμο» του ανέμου και της ηλιοφάνειας, λέει η έρευνα.
Οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι που εστιάζονται στο κόστος για μεμονωμένες επιχειρήσεις, οι εθνικές ενεργειακές πολιτικές θα πρέπει να καλύπτονται από το πλήρες κοινωνικό κόστος των γεωπολιτικών διαταραχών, το οποίο περιλαμβάνει τις κρατικές δαπάνες που έχουν σχεδιαστεί για να μετριάσουν τον αντίκτυπο τέτοιων διαταραχών. Έτσι οι κυβερνήσεις θα είχαν πολύ περισσότερο χρόνο για να ανταποκριθούν σε ένα εμπορικό εμπάργκο ή άλλο περιορισμό πρόσβασης από ό,τι θα είχαν σε μια συγκρίσιμη έλλειψη ορυκτών καυσίμων.
Προηγούμενες διαταραχές του εφοδιασμού δείχνουν τα όρια της προσπάθειας χειραγώγησης των αγορών με αυτόν τον τρόπο. Για παράδειγμα, το 2010, όταν η κινεζική κυβέρνηση επέβαλε μια δίμηνη διακοπή στις εξαγωγές μετάλλων σπάνιων γαιών στην Ιαπωνία, οι τιμές αυξήθηκαν για λίγο και στη συνέχεια επέστρεψαν σε σχεδόν φυσιολογικά επίπεδα ακόμη και πριν η Κίνα άρει το εμπάργκο, εν μέρει λόγω της έναρξης νέας παραγωγής στον Καναδά, τη Νότια Αφρική και το Καζακστάν.
Υποχώρηση πράσινων πολιτικών
Η έρευνα του Πανεπιστημίου το Μπράουν δείχνει ότι οι έκτακτες κρατικές δαπάνες της Ευρώπης που σχετίζονται με την ενεργειακή κρίση (908 δις. ευρώ) αντιπροσωπεύουν το 57% του εκτιμώμενου επενδυτικού κόστους που απαιτείται για την ταχεία μετάβαση ολόκληρης της Ευρώπης στη καθαρή ενέγεια, το οποίο θα εξοικονομούσε 530 δισ. ευρώ σε καύσιμα με χαμηλότερο κόστος έως το 2035.
Αν και η Ευρώπη θα μπορούσε να κινηθεί προς μια σχεδόν 100% καθαρή ενέργεια έως το 2035, πολλές χώρες εξακολουθούν να εξαρτώνται μέσω μακροπρόθεσμων συμβάσεων ορυκτών καυσίμων, ειδικά για τις εισαγωγές φυσικού αερίου.
Στο Ην. Βασίλειο, για παράδειγμα, η Centrica υπέγραψε σύμβαση 8 δισ. για εισαγωγές υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) από τις ΗΠΑ.
Ομοίως, η Γερμανία, το Βέλγιο και άλλες χώρες έχουν κανονίσει μακροπρόθεσμες συμβάσεις LNG. Καθώς πολλές οικογένειες και επιχειρήσεις εξακολουθούν να εξαρτώνται από τα ορυκτά καύσιμα, είναι λογικό για τους ηγέτες να εξασφαλίσουν προμήθειες για τα επόμενα χρόνια.
Ωστόσο, η έρευνα επισημαίνει ότι οι συμβάσεις και οι επενδύσεις θα πρέπει να συνάδουν με μια ταχεία μετάβαση από τα ορυκτά καύσιμα την επόμενη δεκαετία. Αντίθετα, νέες επενδύσεις σε αιολικά πάρκα και νέες παραγγελίες ανεμογεννητριών μειώθηκαν στην Ευρώπη κατά περισσότερο από 40% το 2022 σε σύγκριση με το 2021.
Επιπλέον, πολλές από τις μεγάλες αιολικές εταιρείες της Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένων των Vestas και Siemens, ανέφεραν οικονομικές απώλειες.
Μερικά από τα εμπόδια στις ΑΠΕ είναι τα προβλήματα της εφοδιαστικής αλυσίδας που σχετίζονται με τη πανδημία, αλλά η ευρωπαϊκή ενεργειακή πολιτική -συμπεριλαμβανομένων των υψηλότερων φόρων στις ηλεκτρογεννήτριες- έπαιξε επίσης ρόλο, επισημαίνει η μελέτη.
Γενικότερα, το κόστος των ορυκτών καυσίμων του πολέμου επιβάρυνε τα δημόσια οικονομικά. Το υπερβολικό κόστος των ορυκτών καυσίμων της Ευρώπης μόνο λόγω των υψηλών τιμών είναι περισσότερο από 10 φορές μεγαλύτερο από τη βοήθεια της Ευρώπης στην Ουκρανία, συμπεριλαμβανομένης της στρατιωτικής, ανθρωπιστικής και οικονομικής βοήθειας, που μερικές φορές αναφέρονται ως το «κόστος του πολέμου».