Όπως ήταν αναμενόμενο – σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των αγορών – η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα κατά την τελευταία της συνεδρίαση στις 27 Ιουλίου, αποφάσισε να αυξήσει τα επιτόκιά της κατά 25 μονάδες βάσης.
Ωστόσο, όπως προκύπτει από τα πρακτικά που δόθηκαν σήμερα στη δημοσιότητα, η απόφαση αν και «ομόφωνη» στο τέλος δεν ελήφθη αβίαστα: γεράκια και περιστέρια διατύπωσαν διαφορετικές απόψεις, με τους πρώτους να προκρίνουν περαιτέρω σύσφιγξη και τους δεύτερους να ρίχνουν στο τραπέζι το ενδεχόμενο «παύσης στις αυξήσεις» μέχρι να υπάρξουν περισσότερα στοιχεία για την πορεία του πληθωρισμού και της ανάπτυξης.
Αίσθηση προκαλεί επίσης ότι, όπως αναφέρεται στα πρακτικά, συμφωνήθηκε ένα είδος «άτυπης ομερτά»: ειδικότερα συμφωνήθηκε ότι μέχρι την επόμενη συνεδρίαση του Σεπτεμβρίου, το «διοικητικό συμβούλιο δεν θα έπρεπε ούτε να υπαινίσσεται περαιτέρω αυξήσεις των επιτοκίων ούτε να σηματοδοτήσει ότι θα διακόψει τις αυξήσεις, ούτε ότι έχει φτάσει στο ανώτατο επιτόκιο».
Αφού άκουσαν τις εισηγήσεις της Ιζαμπέλ Σνάμπελ και του Φιλιπ Λέιν τα μέλη της ΕΚΤ συμφώνησαν ότι η παγκόσμια οικονομία έχει χάσει τη δυναμική της. Έγινε μάλιστα, ιδιαίτερη αναφορά στην κινεζική οικονομία, και τέθηκε το ερώτημα το κατά πόσον η κινεζική επιβράδυνση μπορεί να επηρεάσει τις προοπτικές της ζώνης του ευρώ.
Υποστηρίχθηκε επίσης ευρέως ότι η Κίνα δεν είναι η μόνη πηγή αδυναμίας στην παγκόσμια ζήτηση, με τις χρηματοπιστωτικές αγορές να φαίνεται να τιμολογούν με σχετικά υψηλή πιθανότητα ύφεσης στις Ηνωμένες Πολιτείες, τον μεγαλύτερο εμπορικό εταίρο της ζώνης του ευρώ.
Όσον αφορά την οικονομική δραστηριότητα στη ζώνη του ευρώ, τα μέλη συμφώνησαν με τον κ. Λέιν, ότι οι βραχυπρόθεσμες οικονομικές προοπτικές για τη ζώνη του ευρώ έχουν επιδεινωθεί, σε μεγάλο βαθμό λόγω της ασθενέστερης εγχώριας ζήτησης.
Πληθωρισμός
Ο υψηλός πληθωρισμός και οι αυστηρότεροι όροι χρηματοδότησης περιόρισαν τις δαπάνες. Αυτό επηρέασε ιδιαίτερα τη μεταποιητική παραγωγή, η οποία επίσης συγκρατήθηκε από την ασθενή εξωτερική ζήτηση. Οι επενδύσεις σε κατοικίες και επιχειρήσεις έδειχναν επίσης σημάδια αδυναμίας. Οι υπηρεσίες παρέμειναν πιο ανθεκτικές, ειδικά σε υποτομείς έντασης επαφών όπως ο τουρισμός, αλλά η δυναμική του κλάδου επιβραδύνθηκε συνολικά. Η οικονομία αναμενόταν να παραμείνει αδύναμη βραχυπρόθεσμα. Με την πάροδο του χρόνου, η πτώση του πληθωρισμού, η αύξηση των εισοδημάτων και η βελτίωση των συνθηκών προσφοράς αναμένεται να στηρίξουν την ανάκαμψη.
Οι «ευθύνες» της ΕΚΤ
Όπως αναφέρουν τα πρακτικά, κατά την τελευταία συνεδρίαση της ΕΚΤ τέθηκε επίσης το ερώτημα σχετικά με τον βαθμό στον οποίο η επιδείνωση των βραχυπρόθεσμων προοπτικών ανάπτυξης σχετίζεται με τη σύσφιγξη της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ.
Από τη μία πλευρά, υποστηρίχθηκε ότι η επιδείνωση των προοπτικών έδειξε ότι η νομισματική μετάδοση λειτουργούσε και ότι οι αυξήσεις των επιτοκίων έκαναν τη δουλειά που επιδιώκουν. Από την άλλη πλευρά, όμως κάποιοι υπενθύμισαν ότι οι τυπικές καθυστερήσεις μετάδοσης και οι εκτιμήσεις του προσωπικού της ΕΚΤ υποδηλώνουν ότι ο αντίκτυπος στο ΑΕΠ είναι ακόμη υπό εξέλιξη και θα φανεί το επόμενο έτος.
Στο πλαίσιο αυτό, θεωρήθηκε ότι ήταν σημαντικό να αναζητηθούν περαιτέρω στοιχεία σχετικά με το εάν η τελευταία επιδείνωση των προοπτικών ανάπτυξης αντανακλούσε τον αντίκτυπο των μέτρων νομισματικής πολιτικής ή θα μπορούσε επίσης να οφείλεται σε επιπτώσεις της μετακύλισης προηγούμενων κραδασμών ή μακροχρόνιων διαρθρωτικών ζητημάτων.
Αντιφατικά μηνύματα
Τα μέλη συζήτησαν εκτενώς τα αντιφατικά μηνύματα που προέρχονται από τους τομείς της βιομηχανίας και των υπηρεσιών. Ενώ τα τελευταία στοιχεία έρευνας για τη βιομηχανία υποδεικνύουν ύφεση της δραστηριότητας, τα στοιχεία για τις υπηρεσίες εξακολουθούν να ευθυγραμμίζονται με τη θετική ανάπτυξη. Επιπλέον, το καταναλωτικό κλίμα συνέχισε να βελτιώνεται, παρά τη νομισματική σύσφιγξη της ΕΚΤ και τον υψηλό πληθωρισμό. Επισημάνθηκε ότι η σχετική ανθεκτικότητα των υπηρεσιών οφειλόταν, σε μεγάλο βαθμό, στην εποχική δραστηριότητα στις επιχειρήσεις ψυχαγωγικών ταξιδιών και καταλυμάτων και, επομένως, θα μπορούσε να αλλάξει κατά το υπόλοιπο του έτους.
Ενεργειακή κρίση
Όσον αφορά τις δημοσιονομικές πολιτικές, τα μέλη συμφώνησαν ότι, καθώς η ενεργειακή κρίση εξασθενεί, οι κυβερνήσεις θα πρέπει να ανακαλέσουν τα σχετικά μέτρα στήριξης αμέσως και με συντονισμένο τρόπο. Αυτό ήταν απαραίτητο για να αποφευχθεί η αύξηση των μεσοπρόθεσμων πληθωριστικών πιέσεων, οι οποίες διαφορετικά θα απαιτούσαν μια ισχυρότερη απάντηση στη νομισματική πολιτική. Η πρόσφατη δήλωση του Eurogroup σχετικά με τη δημοσιονομική στάση της ζώνης του ευρώ ήταν συνεπής με αυτήν την εκτίμηση. Οι δημοσιονομικές πολιτικές θα πρέπει να σχεδιαστούν για να καταστήσουν την οικονομία της ζώνης του ευρώ πιο παραγωγική και να μειώσουν σταδιακά το υψηλό δημόσιο χρέος. Οι πολιτικές για την ενίσχυση της ικανότητας εφοδιασμού της ζώνης του ευρώ θα μπορούσαν να συμβάλουν στη μείωση των πιέσεων στις τιμές μεσοπρόθεσμα, υποστηρίζοντας παράλληλα την πράσινη μετάβαση, η οποία προωθήθηκε επίσης από το πρόγραμμα NGEU.
Θέση νομισματικής πολιτικής και προβληματισμοί
Όσον αφορά την κατεύθυνση που θα πρέπει να ακολουθήσει η νομισματική πολιτική, τα μέλη εκτίμησαν ότι οι συνθήκες χρηματοδότησης έχουν γίνει γενικά πιο αυστηρές από τη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου στις 14-15 Ιουνίου, με τις προηγούμενες αυξήσεις των επιτοκίων πολιτικής να εξακολουθούν να μεταδίδονται έντονα στις συνθήκες χρηματοδότησης σε όλους τους τομείς.
Επισημάνθηκε επίσης ότι η ανατίμηση του ευρώ συνέβαλε στη σύσφιγξη των χρηματοοικονομικών συνθηκών, ενώ τα περιουσιακά στοιχεία κινδύνου, συμπεριλαμβανομένων των ιδίων κεφαλαίων, ήταν συνολικά ανθεκτικά στη νομισματική σύσφιξη και στην επιδείνωση των προοπτικών, όπως και οι διαφορές εταιρικών και κρατικών ομολόγων.
Στα πρακτικά τονίζεται επίσης ότι άλλα μέτρα νομισματικής πολιτικής, όπως οι πράξεις TLTRO III που ωριμάζουν και η υποβάθμιση του χαρτοφυλακίου APP, εκτιμάται ότι ενίσχυσαν τη σύσφιγξη της νομισματικής πολιτικής που προέκυψε από την αύξηση των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ.
Ξεκινώντας με τις προοπτικές για τον πληθωρισμό, τα μέλη γενικά συμφώνησαν ότι οι εξελίξεις ήταν σε γενικές γραμμές σύμφωνες με τις προβλέψεις του προσωπικού του Ευρωσυστήματος του Ιουνίου. Αντίθετα, οι δείκτες για την πραγματική οικονομία σηματοδοτούσαν ασθενέστερη αύξηση του ΑΕΠ από την προβλεπόμενη. Σημειώθηκε ότι ο μετρούμενος πληθωρισμός είχε μειωθεί γρήγορα, αν και από υψηλά επίπεδα.
Οι αποφάσεις
Σε αυτό το πλαίσιο, όλα τα μέλη υποστήριξαν την αύξηση του επιτοκίου κατά 25 μονάδες βάσης που πρότεινε ο κ. Λέιν, αν και αρχικά εκφράστηκε από κάποιους η άποψη ότι θα πρέπει τα μην αυξηθούν τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ εν όψει κινδύνων μετάδοσης μεγαλύτερης από την αναμενόμενη.
Έμφαση δόθηκε στην αξία της τήρησης μιας προσέγγισης που εξαρτάται από τα δεδομένα, «συνάντηση προς συνάντηση» σε ένα αβέβαιο περιβάλλον, καθώς οι αγορές «θα έδιναν ιδιαίτερη προσοχή στις οδηγίες του Διοικητικού Συμβουλίου για τη μελλοντική πορεία των επιτοκίων».
Ειδικότερα, επικράτησε ευρεία συμφωνία ότι, πριν από τη σύνοδό του τον Σεπτέμβριο, το Διοικητικό Συμβούλιο δεν θα έπρεπε ούτε να υπαινίσσεται περαιτέρω αυξήσεις των επιτοκίων ούτε να σηματοδοτήσει ότι θα διακόψει τις αυξήσεις, ούτε ότι έχει φτάσει στο ανώτατο επιτόκιο. Τονίστηκε ότι οποιαδήποτε περαιτέρω αυστηροποίηση θα πρέπει να αξιολογηθεί με βάση νεότερα δεδομένα.
Οι διαφωνίες
Από τη μία πλευρά, υποστηρίχθηκε ότι τα επιτόκια έπρεπε να καλύψουν περισσότερο έδαφος για να επαναφέρουν τον πληθωρισμό στον στόχο, ιδίως εάν ο πληθωρισμός δεν υποχωρούσε τόσο γρήγορα όσο αναμενόταν. Μια περαιτέρω αύξηση των επιτοκίων τον Σεπτέμβριο θα ήταν απαραίτητη εάν δεν υπήρχαν πειστικά στοιχεία ότι η επίδραση της σωρευτικής σύσφιγξης ήταν αρκετά ισχυρή ώστε να μειώσει τον υποκείμενο πληθωρισμό κατά τρόπο που να συνάδει με την έγκαιρη επιστροφή του μετρικού πληθωρισμού στο στόχο του 2%.
Σε αυτό το πλαίσιο, υποστηρίχθηκε ότι η πλήρης επαναφορά του πληθωρισμού στον στόχο από μέτρια αλλά επίμονα υψηλά επίπεδα θα μπορούσε να αποδειχθεί δύσκολη.
Από την άλλη πλευρά, υποστηρίχθηκε ότι ήταν πολύ πιθανό οι προβλέψεις του προσωπικού της ΕΚΤ του Σεπτεμβρίου να αναθεωρήσουν την πορεία του πληθωρισμού αρκετά προς τα κάτω προς το 2%, χωρίς να απαιτείται νέα αύξηση των επιτοκίων τον Σεπτέμβριο.