Ο Απρίλης (Aprile) δεν είναι από τις πιο γνωστές στην Ελλάδα ταινίες του Νάνι Μορέτι. Σε μια από τις πιο χαρακτηριστικές σκηνές ο ήρωας αυτής της ταινίας του 1998, που τον ερμηνεύει ο ίδιος ο Μορέτι, όπως κάνει συχνά στις ταινίες του, παρακολουθεί μια πολιτική συζήτηση στην τηλεόραση στην οποία συμμετέχουν ανάμεσα σε άλλους, ο Μπερλουσκόνι και ο Μάσιμο Ντ’Αλέμα τότε ηγέτης της Ιταλικής Αριστεράς.
Ο ήρωας της ταινίας βλέπει τον Ντ’Αλέμα να μην αντιδρά σε όσα λέει με το χαρακτηριστικό του θράσος ο Μπερλουσκόνι και αρχίζει να του φωνάζει. «Ντ’Αλέμα αντίδρασε! Ντ’Αλέμα πες κάτι αριστερό. Αντίδρασε! Πες κάτι και ας μην είναι αριστερό. Πες κάτι!»
Με αυτόν τον τρόπο ο Μορέτι αποτυπώνει την αγωνία σε εκείνη τη φάση των Αριστερών ψηφοφόρων της γενιάς του, που έρχονταν από τον ριζοσπαστισμό προηγούμενων περιόδων και την ισχυρή παρουσία του ΙΚΚ και τώρα έβλεπαν τους διάδοχους σχηματισμούς να μετατοπίζονται όλο και πιο μακριά από τις παραδόσεις της Ιταλικής Αριστεράς απέναντι στον ανερχόμενο μπερλουσκονισμό.
Δεν ξέρω εάν οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ αντιδρούν με τον ίδιο τρόπο όταν ακούν τώρα τις/τους υποψηφίους για την προεδρία του ΣΥΡΙΖΑ. Εγώ πάντως παρακολουθώντας όσο μπορώ τη συζήτηση το έχω αισθανθεί πολλές φορές.
Και βεβαίως δεν αναφέρομαι στο εάν δηλώνουν αριστερές/οί. Αυτό το κάνουν. Δηλαδή, διεκδικούν την αναφορά στην αριστερή ταυτότητα.
Όμως, όταν έρχεται η ώρα της πολιτικής, του περιεχομένου, της στρατηγικής τα πράγματα είναι κάπως πιο δύσκολα. Εκεί περισσεύει μια ιδιότυπη γενικολογία και μια απουσία ενός συνεκτικού προγράμματος που να ορίζει γιατί αυτό συνιστά αριστερή πολιτική και όχι απλώς μια κάπως πιο προοδευτική εκδοχή του υπάρχοντος. Μια σύγχρονη κεντροαριστερά, ό,τι και εάν μπορεί να σημαίνει αυτό.
Μάλιστα, ήταν η Έφη Αχτσιόγλου που προσπάθησε να απομακρυνθεί πρώτη από την απλή διεκδίκηση της εκπροσώπησης των αριστερών πολιτών, στοιχείο ακόμη πιο σαφές στην υποψηφιότητα Κασσελάκη που παρότι επίσης διεκδικεί να μιλάει για την «Αριστερά» στην πραγματικότητα είναι σαφές ότι αυτό που προτείνει είναι μια ελληνική εκδοχή του Δημοκρατικού Κόμματος, έστω και με λίγο διαφορετική ρητορική.
Σε τελική ανάλυση, εδώ και καιρό αυτό που εάν λεγόταν κάποτε θα αποτελούσε αιτία αναθέματος, δηλαδή ότι ο ΣΥΡΙΖΑ διεκδικεί να είναι η «προοδευτική παράταξη», πλέον θεωρείται αυτονόητο και αποδεκτό από όλες τις πτέρυγες.
Δηλαδή, είναι ως εάν να μην θυμούνται ότι ο ΣΥΡΙΖΑ της πορείας προς την εξουσία υποστήριζε ότι μπορούσε στην Ελλάδα να εκπροσωπηθεί μια δυνάμει λαϊκή πλειοψηφία από μια μη σοσιαλδημοκρατική αριστερά. Δηλαδή, η αριστερά να έχει τις εκπροσωπήσεις που από τη δεκαετία του 1960 είχε η κεντροαριστερά.
Σε αυτό το έδαφος που διάφορες υποτίθεται διαχωριστικές γραμμές θεωρούνται πια μάλλον ξεπερασμένες και όπου το προγραμματικό κομμάτι περιορίζεται απλώς στη διεκδίκηση μιας ήπιας αναδιανομής και λίγο πιο αναβαθμισμένου ρόλου του κράτους, μαζί φυσικά με την αυτονόητη έμφαση στην πράσινη μετάβαση, χωρίς εξαγγελία μεγάλων συγκρούσεων ή ρήξεων και με πλήρη αποδοχή του ευρωπαϊκού πλαισίου, δεν είναι παράλογο που έχουμε και μια στροφή προς μια ιδιότυπη «μεταπολιτική» πρακτική. Δηλαδή, την ιδιότυπη υποκατάσταση της πολιτικής από την επικοινωνία και την εικόνα.
Μόνο που εάν δούμε τα πράγματα λίγο πιο προσεκτικά, θα δούμε ότι στην «μεταπολιτική» δεν μπήκε ο ΣΥΡΙΖΑ τώρα με τη διαδικασία επιλογής προέδρου. Μπήκε το 2015 όταν συνειδητά αποφάσισε ότι δεν υπάρχει αριστερή πολιτική αλλά μόνο αριστερή «ταυτότητα».
Γιατί αυτό που είπε ο Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ το 2015 ήταν ότι δεν υπάρχει περιθώριο για άσκηση διαφορετικής πολιτικής, ότι η πολιτική είναι μία και μνημονιακή, όμως είναι προτιμότερο να είναι αριστεροί αυτοί που θα την εφαρμόσουν. Δεν είπε ότι γίνεται ένας συμβιβασμός, που θα επιτρέψει π.χ. τη συγκέντρωση δυνάμεων και μια νέα προσπάθεια για κοινωνική αλλαγή. Είπε ότι το μνημόνιο είναι η μόνη πολιτική που μπορεί να εφαρμοστεί και είναι καλύτερο να την εφαρμόσει ένα αριστερό κόμμα.
Τότε ήταν που δοκιμάστηκε αυτός ο διαχωρισμός. Πλέον, η αριστερή αναφορά δεν αφορούσε την πολιτική, αλλά την ιδεολογία. Μόνο που η ιδεολογία που δεν γίνεται ανάλογη πράξη, γίνεται απλή «ταυτότητα». Και η απλή «ταυτότητα» που δεν έχει σχέση με κάποια συγκεκριμένη πολιτική, είναι εύλογο να καταλήγει στην εικόνα και την επικοινωνία.
Είναι αυτή η άρνηση της πολιτικής που οδήγησε σε μια διαδικασία διαδοχής στον ΣΥΡΙΖΑ όπου εξακολουθεί να υπάρχει εκκωφαντική σιωπή για τα αίτια της ήττας και περίσσεια προβολής μιας εικόνας. Ναι, ο Κασσελάκης δείχνει να διεκδικεί να είναι ο έλληνας Μακρόν, ελαφρώς πιο «αριστερόστροφος». Αλλά και η Έφη Αχτσιόγλου δεν διεκδίκησε εξαρχής να είναι η ελληνίδα Σάνα Μάριν;