Στον επιχειρηματικό κόσμο ήταν γνωστός ως ο ιδιοκτήτης του πολυκαταστήματος Harrods, στον ποδοσφαιρικό ως ο πρόεδρος που επί «θητείας» του η Φούλαμ εξασφάλισε την άνοδο στην Premier League μετά από 33 χρόνια. Για όλους όμως ήταν ο πατέρας του Ντόντι Αλ Φαγέντ, του αγαπημένου της πριγκίπισσας Νταϊάνα.
Ο Μοχάμεντ Αλ Φαγέντ έφυγε από τη ζωή πλήρης ημερών την Πέμπτη (31/8) το βράδυ ενώ, όπως αναφέρει η Daily Mail, η κηδεία του τελέστηκε στο London Central Mosque στο Regents Park την Παρασκευή (1/9).
O δισεκατομμυριούχος άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία 94 ετών, ακριβώς 26 χρόνια από την ημέρα του τραγικού τροχαίου στο Παρίσι, στο οποίο σκοτώθηκαν ο μεγαλύτερος γιος του, Ντόντι, και η Νταϊάνα.
Από την Αίγυπτο… στο Λονδίνο
Γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου το 1929 και ήταν ο μεγαλύτερος γιος ενός δασκάλου δημοτικού σχολείου. Με τα αδέρφια του, Αλί και Σαλάχ, ίδρυσαν μια ναυτιλιακή εταιρεία στη χώρα τους πριν μεταφέρουν την έδρα της στην Ιταλία και ανοίξουν γραφεία στο Λονδίνο.
Έτσι μετακόμισε στο Ηνωμένο Βασίλειο και στα μέσα της δεκαετίας του 1960 γνώρισε τον σεΐχη Ρασίντ Μπιν Σαΐντ Αλ Μακτούμ, με τον οποίο συνεργάστηκαν για την μεταμόρφωση του Ντουμπάι. Ο Φαγέντ εισήγαγε στο εμιράτο βρετανικές εταιρείες όπως η Costain Group, η Bernard Sunley & Sons και η Taylor Woodrow για να εκτελέσουν κατασκευαστικά έργα.
Επίσης, το 1966 έγινε σύμβουλος ενός εκ των πλουσιότερων ανθρώπων στον κόσμο, του σουλτάνου του Μπρουνέι.
Αφού εντάχθηκε για λίγο στο διοικητικό συμβούλιο του ομίλου εξόρυξης Lonrho, το 1979 αγόρασε το ξενοδοχείο The Ritz στο Παρίσι για 30 εκατομμύρια δολάρια ενώ ακολούθησε, το 1985, η αγορά του ομίλου House of Fraser, που είχε το πολυκατάστημα-ορόσημο Harrods.
Με την υπογραφή του οι επιτυχίες της Φούλαμ
Οι επιχειρηματικές δραστηριότητες του Αιγύπτιου κροίσου επεκτάθηκαν και στον χώρο του ποδοσφαίρου. Το 1997 αγόρασε τη Φούλαμ, καταβάλλοντας 6,25 εκατομμύρια λίρες. Με αυτόν στο «τιμόνι» οι Cottagers επέστρεψαν στην Premier League.
Η πρώτη του υπόσχεση στους φιλάθλους του συλλόγου, που εκείνη την εποχή αγωνιζόταν στην League One, ήταν ότι σε πέντε χρόνια από την ανάληψη των καθηκόντων του, η ομάδα θα αγωνιζόταν στην κορυφαία κατηγορία του αγγλικού ποδοσφαίρου. Τελικά αυτός τα κατάφερε στα τέσσερα.
Η πρώτη χρονιά στα «μεγάλα σαλόνια» ήταν ικανοποιητική με τη Φούλαμ να τερματίζει στην 13η θέση όμως, μετά το «Κρέιβεν Κότατζ» χρειαζόταν ανακατασκευή και η ομάδα μετακόμισε στο «Λόφτους Ρόουντ» της ΚΠΡ.
Η προσωρινή αλλαγή έδρας δεν την επηρέασε. Ο Αλ Φαγέντ στήριζε με κάθε τρόπο την ομάδα και έδειχνε πως ανέλαβε τα ηνία της γιατί πραγματικά ήθελε να την ανεβάσει επίπεδο και να γράψει ιστορία.
Όντας πλέον μόνιμη «κάτοικος» Premier League, η Φούλαμ τη σεζόν 2009-2010 έφτασε μέχρι τον τελικό του Europa League όπου ηττήθηκε από την Ατλέτικο Μαδρίτης. Για να φτάσει ως εκεί όμως επικράτησε της Γιουβέντους, της Σαχτάρ, της Βασιλείας και του Αμβούργου. Μάλιστα, ο προπονητής της, Ρόι Χότζον, ψηφίστηκε προπονητής της χρονιάς. Τον Ιούλιο του 2013 ανακοινώθηκε ότι ο Μοχάμεντ Αλ Φαγέντ πούλησε τον σύλλογο στον δισεκατομμυριούχο Σαχίντ Καν.
Τρία χρόνια νωρίτερα, πούλησε και το Harrods στην Qatar Holdings έναντι 1,5 δισεκατομμυρίου λιρών. Σε συνέντευξή του αποκάλυψε ότι προχώρησε στην πώλησή τους επειδή υπήρχε διαμάχη σχετικά με τα μερίσματα και τα συνταξιοδοτικά ταμεία. «Είμαι εδώ κάθε μέρα και δεν μπορώ να πάρω το κέρδος μου γιατί πρέπει να πάρω άδεια. Λέω είναι σωστό αυτό; Είναι αυτό λογικό; Κάποιος σαν εμένα; Διευθύνω μια επιχείρηση και πρέπει να πάρω την άδεια των διαχειριστών για να πάρω το κέρδος μου», είχε δηλώσει τότε στον Τύπο της εποχής.
Σημειώνεται ότι για το 2023, η περιουσία του εκτιμάται σε 2 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ, κατατάσσοντας τον πλούτο του στο νούμερο 1.493 στον κόσμο.
Η υπόθεση «cash-for-questions»
Το όνομα του Μοχάμεντ Αλ Φαγέντ, το 1994, ενεπλάκη στην υπόθεση «cash-for-questions», ένα πολιτικό σκάνδαλο.
Αφού ο επιχειρηματίας έκανε αίτηση για αγγλικό διαβατήριο και η κυβέρνηση των Συντηρητικών την απέρριψε ισχυριζόμενη πως «για να πάρει κάποιος τη βρετανική υπηκοότητα πρέπει να είναι άνω των 18 ετών και να έχει καλό χαρακτήρα», ο Αιγύπτιος κροίσος θέλησε να «πάρει το αίμα του πίσω».
Τι έκανε; Πλήρωσε δυο βουλευτές, τους Νιλ Χάμιλτον και Τιμ Σμιθ να κάνουν επίκαιρες ερωτήσεις -με 2.000 λίρες τη φορά- στο Κοινοβούλιο για το Harrods, βάζοντας τα λεφτά μέσα σε προσημειωμένους φακέλους.
Όταν οι δύο τους δεν δήλωσαν στη φορολογική δήλωση τα χρήματα που είχαν πάρει, ο Αλ Φαγέντ έδωσε την ιστορία στον Τύπο πυροδοτώντας ένα σκάνδαλο και κλονίζοντας την αξιοπιστία της βρετανικής κυβέρνησης. Ο Σμιθ παραιτήθηκε αμέσως ενώ ο Χάμιλτον κατέθεσε αγωγή για συκοφαντική δυσφήμιση και δύο χρόνια αργότερα την απέσυρε.
Ο σάλος που ξέσπασε οδήγησε τον τότε πρωθυπουργό Τζον Μέιτζορ να συστήσει την Επιτροπή Νόλαν, για να επανεξετάσει το ζήτημα των προτύπων στον δημόσιο βίο.
Ο Αιγύπτιος δεν σταμάτησε όμως εκεί. Αποκάλυψε ότι ο υπουργός Τζόναθεν Άιτκεν έμεινε δωρεάν στο ξενοδοχείο The Ritz, στο Παρίσι την ίδια εποχή με μια ομάδα εμπόρων όπλων από τη Σαουδική Αραβία. Αργότερα, ο υπουργός φυλακίστηκε για ψευδορκία και διαστρέβλωση της δικαιοσύνης.
Μετά από όλα αυτά, ο Φαγέντ δεν ήταν καθόλου αρεστός στη βρετανική κοινωνία. Ποτέ δεν έλαβε την βρετανική υπηκοότητα και απείλησε να μετακομίσει στη Γαλλία, η οποία του απένειμε την υψηλότερη πολιτική διάκριση, τη Λεγεώνα της Τιμής.
Η συμπάθεια στην Νταϊάνα και ο θρήνος για τον γιο του
O δισεκατομμυριούχος επιχειρηματίας είχε μια βαθιά επιθυμία να γίνει αποδεκτός από τους κοινωνικούς κύκλους που αντιλαμβανόταν ως καθιερωμένους και κατεστημένους.
Ως ιδιοκτήτης του Harrods και συμμετέχοντας σε φιλανθρωπικές οργανώσεις υψηλού προφίλ γνώρισε τη βασιλική οικογένεια και την πριγκίπισσα Νταϊάνα. Ήταν αυτός που το καλοκαίρι του 1997 κάλεσε την πριγκίπισσα της Ουαλίας να κάνει διακοπές στο γιοτ του, στο νότιο τμήμα της Γαλλίας.
Εκεί, η Νταϊάνα γνώρισε τον γιο του, Ντόντι, καλύτερα και ήρθαν πιο κοντά. Λίγο καιρό μετά ξεκίνησαν οι φήμες για τη νέα της σχέση με τον παραγωγών ταινιών.
Το ειδύλλιό τους σύντομα έγινε εξώφυλλο σε όλα τα βρετανικά tabloids και προκάλεσε μεγάλη ανησυχία στο παλάτι.
Το βράδυ πριν το τροχαίο δυστύχημα στο τούνελ Ποντ ντ’ Αλμά στο Παρίσι, Ντόντι και Νταϊάνα διέμεναν στο Ritz. Οι παπαράτσι είχαν περικυκλώσει το ξενοδοχείο και έτσι το ζευγάρι με την συνοδεία του σκέφτηκε να φύγει από τη δεύτερη είσοδο.
Μαζί με τον οδηγό Χένρι Πολ και τον σωματοφύλακα Ρις Τζόουνς, επιβιβάστηκαν στη μαύρη Mercedes S28 για την τελευταία, μοιραία τους διαδρομή.
Στο άκουσμα του θανάτου τους ο κόσμος «πάγωσε». Η φιγούρα του Μοχάμεντ δίπλα στο φέρετρο να θρηνεί τον πρωτότοκο γιο του είχε συγκλονίσει τότε τα πλήθη της Βρετανίας και όχι μόνο. Ο Ντόντι θάφτηκε σε νεκροταφείο του Λονδίνου, αλλά αργότερα μεταφέρθηκε στην έπαυλη του πατέρα του, ο οποίος δεν ξεπέρασε ποτέ τον χαμό του. Λέγεται δε ότι το διαμέρισμα του Ντόντι παραμένει μέχρι σήμερα το ίδιο όπως και τη στιγμή του θανάτου του.
Ποτέ δεν πίστεψε ότι ο γιος του «έφυγε» με αυτόν τον τρόπο και αγωνίστηκε επί σειρά ετών για να αποδείξει ότι ο θάνατος του ζευγαριού ήταν στην πραγματικότητα δολοφονία από τις βρετανικές υπηρεσίες ασφαλείας.
Ενώπιον του δικαστηρίου το 2008 κατέθεσε ότι η πριγκίπισσα Νταϊάνα γνώριζε πως ο σύζυγος της βασίλισσας Ελισάβετ και ο πρίγκιπας Κάρολος ήθελαν «να την ξεφορτωθούν». Μίλησε μάλιστα με βαριά λόγια για τον πρίγκιπα Φίλιππο, χαρακτηρίζοντάς τον «ναζί» και «ρατσιστή».
Είπε επίσης ότι ένα σημείωμα που η Νταϊάνα είχε καταθέσει στον δικηγόρο του διαζυγίου της αποτελεί στοιχείο ότι κάποιοι ήθελαν να την δολοφονήσουν.
«Η Νταϊάνα μου είχε πει ότι ήταν έγκυος. Είμαι ο μόνος άνθρωπος στον οποίο το είπε», συμπλήρωσε και πίεσε για τη διεξαγωγή έρευνας σχετικά με το δυστύχημα ενώ φεύγοντας από το δικαστήριο μουρμούρισε στους δημοσιογράφους πως «το πιο σημαντικό είναι ότι είναι φόνος».
Η γαλλική αστυνομία έκλεισε την υπόθεση έχοντας καταλήξει στο συμπέρασμα ότι επρόκειτο για ατύχημα, το οποίο προκλήθηκε εν μέρει από υπερβολική ταχύτητα επειδή τους κυνηγούσαν οι παπαράτσι και από το υψηλό επίπεδο αλκοόλ στο αίμα του οδηγού, Χένρι Πολ.
Ο Μοχάμεντ Αλ Φαγιέντ εκτός από τον Ντόντι, που είχε αποκτήσει με την πρώτη του σύζυγο, την Σαμίρα Κασόγκι, είχε άλλα τέσσερα παιδιά από τον δεύτερο γάμο του με το πρώην μοντέλο Χέινι Βάτεν.