Πρέπει να σου πω, συμπολίτη και συμπολίτισσά μου, ότι σε καταλαβαίνω. Σε είδα την Κυριακή στη Θεσσαλονίκη με τα πανό και τους σταυρούς σου, σε άκουσα να επαναστατείς ενάντια στην ηλεκτρονική σκλαβιά, και σε συμπονώ. Το νέο αυτό κακό που σε βρήκε δεν είναι και λίγο. Και πιστεύω πως το είχες προβλέψει – την είχες μυριστεί τη βρωμιά, ε; Μα δεν προσπάθησαν να μας κάνουν δικούς τους και τότε με τα εμβόλια; Εντάξει, εκεί ευτυχώς αντισταθήκαμε και νικήσαμε (όσοι επιζήσαμε), στις φλέβες μας δεν τρέχουν τα δηλητήριά τους, το DNA μας παραμένει αναλλοίωτο. Δεν μεταλλαχτήκαμε εμείς, απόδειξη ότι έχουμε ακόμα τις κεραίες μας οξυμμένες και σε επιφυλακή και είμαστε πάντα ετοιμοπόλεμοι. Αλλά τώρα με τις ταυτότητες τα πράγματα δυσκολεύουν: πώς να τις αποφύγεις; Μπορείς να κάνεις και τίποτα σε αυτή τη χώρα χωρίς ταυτότητα;
Σε συμπονώ και σε καταλαβαίνω. Το μάτι του Μεγάλου Αδελφού θα πέσει πάνω σου, θα καρφωθεί, θα γαντζωθεί και θα γίνεις κτήμα του. Ολη σου η ζωή, η περιουσία σου, μη σου πω και οι σκέψεις σου, δεν θα σου ανήκουν πια. Τέρμα. Από τη στιγμή που θα πάρεις το τσιπάκι, τελείωσε: παγιδεύτηκες κάτω από τους προβολείς του τυραννικού και μοχθηρού αυτού κράτους που σου την έχει στημένη. Τίποτα δεν θα μπορείς να κάνεις χωρίς να το βλέπει κι εκείνο. Θα τα ξέρει όλα.
Καθημερινά σε σκέφτομαι. Το κράτος θα ξέρει όλα όσα κάνεις! Θα ξέρει όταν πετάς στον κάδο ανακύκλωσης ό,τι σκουπίδι σού βρίσκεται· όταν ρίχνεις το απορρυπαντικό από το σφουγγάρισμα στο δεντράκι που φύτεψε ο γείτονας και καθημερινά αναρωτιέται, ο ανόητος, γιατί μαραίνεται· όταν καθαρίζεις τη γειτονιά από τα ψωριάρικα αδέσποτα βάζοντας φόλα, αργά τη νύχτα, στις κροκέτες που τους αφήνουν εκείνες οι μουρλές φιλόζωες· όταν πηγαίνεις στην γκαρσονιέρα που κανένας δεν ξέρει πως νοικιάζεις ή σε εκείνο το ξενοδοχείο με το κρυφό πάρκινγκ για να μη φαίνονται τα αυτοκίνητα από τον δρόμο· όταν μουρμουρίζεις απαλά στους πελάτες σου την τιμή με απόδειξη και την τιμή χωρίς – και πάντα εισπράττεις τη δεύτερη, εννοείται.
Οταν σερβίρεις το ποτό-μπόμπα και από την πίσω πόρτα του μαγαζιού σου μπαινοβγαίνει ο ντίλερ και σου δίνει το ποσοστό σου· όταν πας με την παρέα σου την ίδια βραδινή τσάρκα στην ίδια γειτονιά που πάντα καταλήγει στην ίδια διασκέδαση, να κυνηγάτε δηλαδή και να χτυπάτε τους μετανάστες και τους άστεγους που μαζεύονται εκεί (οι κλοτσιές στους κοιμισμένους στο πεζοδρόμιο είναι το καλύτερο)· όταν προσεύχεσαι στον Θεό σου κάνοντας το σταυρό σου τρεις φορές με το κεφάλι σου ευλαβικά σκυφτό, με πίστη και κυρίως απέραντη ευγνωμοσύνη που αυτός ο Θεός, πάντως, δεν παρακολουθεί και δεν βλέπει και δεν ξέρει όσα κάνεις.
Ω, είναι πολλά που δεν θέλεις το κράτος να ξέρει, και δικαίως. Ενώ οι άλλοι, οι εμβολιασμένοι, οι προσκυνημένοι, οι υποταγμένοι, οι ανυποψίαστοι, τι να φοβηθούν; Τι έχουν να κρύψουν αυτοί από τις ανιαρές τους ζωές; Ποιο κράτος ενδιαφέρεται να παρακολουθεί το επαναλαμβανόμενο οκτάωρό τους με την ίδια καθημερινή διαδρομή, ποια μυστική υπηρεσία κάνει υπερωρίες για να ελέγχει τις αμοιβές που δηλώνουν, τις οικογένειες που δεν κακοποιούν, τις καθημερινότητες που προκαλούν τα πιο βαθιά χασμουρητά; Ναι, σε καταλαβαίνω. Και ποιος δεν σε καταλαβαίνει. Και να σου πω και το πιο τρελό απ’ όλα; Υπάρχουν και κάποιοι που ΔΕΝ πιστεύουν πως υπάρχουν τσιπάκια που θα μας παρακολουθούν και που εύχονται, ειλικρινά εύχονται, να υπήρχαν. Εχοντας εσένα, ναι, εσένα, κατά νου.