Με ένα εξαιρετικά περίεργο θέαμα ήρθαν πρόσφατα Πολωνοί επιστήμονες του Πανεπιστημίου Nicolaus Copernicus, κατά την ανασκαφή ενός ασήμαντου μαζικού νεκροταφείου στην άκρη του χωριού Pień, κοντά στη πόλη Μπιντκότζ: Ανακάλυψαν τα λείψανα αυτού που έχει ευρέως περιγραφεί στα πολωνικά ΜΜΕ ως «παιδί βαμπίρ».
Το πτώμα, που πιστεύεται ότι ήταν περίπου 6 ετών, θάφτηκε κάπου τον 17ο αιώνα… μπρούμυτα, με ένα τριγωνικό σιδερένιο λουκέτο κάτω από το αριστερό του πόδι, σε μια πιθανή προσπάθεια να δέσουν το παιδί στον τάφο στη περίπτωση που… ανασταινόταν και στοίχειωνε την οικογένεια και τους γείτονές του.
«Το λουκέτο θα ήταν κλειδωμένο μέχρι το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού», είπε στους New York Times ο επικεφαλής αρχαιολόγος δρ. Dariusz Poliński. Λίγο μετά τη ταφή, ο τάφος βεβηλώθηκε και αφαιρέθηκαν όλα τα οστά εκτός από αυτά των κάτω ποδιών.
«Το παιδί ήταν ενταφιασμένο σε πρηνή θέση, έτσι ώστε αν επέστρεφε από τους νεκρούς και προσπαθούσε να ανέβει, να παραμείνει με το πρόσωπο στο έδαφος», είπε ο δρ Poliński. «Από όσο γνωρίζουμε, αυτό είναι το μόνο παράδειγμα τέτοιας παιδικής ταφής στην Ευρώπη».
Λίγα μέτρα από τον παιδικό τάφο βρέθηκε σε ένα μνήμα ο σκελετός μιας γυναίκας με ένα λουκέτο στο δάχτυλο του ποδιού και ένα σιδερένιο δρεπάνι στο λαιμό της. «Το δρεπάνι προοριζόταν να κόψει το κεφάλι της γυναίκας σε περίπτωση που προσπαθήσει να σηκωθεί», είπε ο Δρ Poliński.
Μια πράσινη κηλίδα στο στόμα της έδειξε με χημική ανάλυση ότι δεν ήταν από νόμισμα, αλλά από κάτι πιο περίπλοκο. Το υπόλειμμα έφερε ίχνη από χρυσό, υπερμαγγανικό κάλιο και χαλκό, τα οποία ο δρ Poliński πιστεύει ότι μπορεί να είχαν αφεθεί από ένα φίλτρο που κατασκευάστηκε για τη θεραπεία των παθήσεων της.
Η αιτία του θανάτου της γυναίκας είναι ασαφής, αλλά ό,τι κι αν ήταν πρέπει να τρομοκρατούσε αυτούς που την έθαψαν.
Τα λείψανα άλλων τριών παιδιών βρέθηκαν σε ένα λάκκο κοντά στον τάφο του παιδιού. Στον λάκκο υπήρχε ένα θραύσμα γνάθου με πράσινο λεκέ, το οποίο ο δρ Poliński υπέθεσε ότι έμεινε από ένα χάλκινο νόμισμα που τοποθετήθηκε στο στόμα, μια αρχαία και κοινή πρακτική ταφής.
Δεν πρόκειται ακριβώς για βρικόλακες
Τα μνήματα αυτά βρέθηκαν σε πρόχειρο νεκροταφείο για φτωχούς που ανακαλύφθηκε πριν από 18 χρόνια. Ο δρ. Poliński το αποκάλεσε νεκροταφείο για «εγκαταλελειμμένες ψυχές που αποκλείονται από την κοινωνία». Δεν ήταν μέρος εκκλησίας ή, όπως δείχνουν τα ιστορικά τοπικά αρχεία, σε καθαγιασμένο έδαφος. Μέχρι στιγμής, περίπου 100 τάφοι έχουν αποκαλυφθεί στην τοποθεσία.
Εξηγώντας ο ιστορικός στο University College του Λονδίνου Μάρτιν Ράντι για τη περίεργη κατάσταση των λειψάνων, είπε πως δεν πρόκειται για περιπτώσεις που θεωρήθηκαν βρικόλακες. Οι βρικόλακες, σημείωσε, είναι ένας συγκεκριμένος τύπος αναστημένων.
Τα χαρακτηριστικά τους ορίστηκαν για πρώτη φορά τη δεκαετία του 1720 από Αυστριακούς αξιωματούχους των Αψβούργων, οι οποίοι συνάντησαν ύποπτους βρικόλακες στη σημερινή βόρεια Σερβία και συνέταξαν αναφορές που κατέληξαν στα ιατρικά περιοδικά της εποχής.
«Ήταν ξεκάθαρο ότι, σύμφωνα με τον δημοφιλή τοπικό μύθο, το βαμπίρ είχε τρία χαρακτηριστικά: Ήταν αναστημένος, γλεντούσε με τους ζωντανούς και ήταν μολυσματικός», είπε ο Ράντι. Ο αυστριακός ορισμός διαμόρφωσε τη λογοτεχνική μυθολογία των βαμπίρ.
Οι πολωνικοί μύθοι και η Αντιμεταρρύθμιση
Οι πολωνικοί θρύλοι όμως έχουν δύο άλλους τύπους αναστημένων. Οι upiór, που αργότερα αντικαταστάθηκαν από τα «wampir», και είναι παρόμοιο με τον κινηματογραφικό Dracula.
Σύμφωνα με τον λαογράφο στο Λος Άντζελες Αλ Ριντενούρ που επικαλούνται οι New York Times, η strzyga έμοιαζε περισσότερο με μάγισσα «δηλαδή, με τη παλιά παραμυθένια έννοια, ένα κακόβουλο γυναικείο πνεύμα ή δαίμονας που κυνηγά τους ανθρώπους, μπορεί να τους φάει ή να πιεί το αίμα τους». Στο Pień, οι ντόπιοι μερικές φορές αναφέρουν τη γυναίκα με το δρεπάνι ως strzyga, ένα φάντασμα που γεννιέται συνήθως με δύο ψυχές. «Η μοχθηρή ψυχή δεν μπορεί να βρει ανάπαυση στον τάφο, έτσι σηκώνεται και προκαλεί τον όλεθρο», είπε ο Ριντενούρ.
Επισήμανε τη ταραχώδη φύση της Αντιμεταρρύθμισης στην Πολωνία που επέτρεψε να επιμείνουν οι παγανιστικές πεποιθήσεις προς τους νεκρούς. «Σε αντίδραση στους Προτεστάντες, η Καθολική Εκκλησία ανέδειξε το δράμα και το συναίσθημα, όπως μπορείτε να δείτε στην τέχνη του μπαρόκ, όπως σε πίνακες memento mori [καλλιτεχνικό ή συμβολικό τροπάριο που λειτουργεί ως υπενθύμιση του αναπόφευκτου του θανάτου]», είπε.
Τα κηρύγματα έγιναν πιο φλογερά και πυροδοτούσαν τον φόβο για τον διάβολο και τους δαίμονες, που μεταφράστηκε σε φόβο για εκδίκηση και ανάσταση των νεκρών.
Προς το τέλος του Μεσαίωνα, η τοποθέτηση λουκέτων στους τάφους έγινε κάτι σαν παράδοση στη Κεντρική Ευρώπη, ιδιαίτερα στη Πολωνία, όπου έχουν βρεθεί μηχανισμοί κλειδαριάς στους τάφους τριών περίπου νεκροπόλεων για τους Εβραίους Ασκενάζι. Σε ένα εβραϊκό νεκροταφείο του 16ου αιώνα στο Λούμπλιν, σιδερένιες κλειδαριές τοποθετήθηκαν σε σάβανα, γύρω από το κεφάλι του νεκρού ή, ελλείψει φέρετρου, σε μια σανίδα που κάλυπτε το πτώμα.
Γιατί έτρεμαν τη γυναίκα και το παιδί
Εφόσον οι επιστήμονες αμφιβάλουν ότι η γυναίκα και το παιδί ήταν Εβραίοι, άραγε γιατί θάφτηκαν πριν 400 χρόνια με αυτόν τον αποτρόπαιο τρόπο;
Ίσως η αιτία να ήταν κάποιο κοινωνικό στίγμα, όπως το να είσαι αβάπτιστος ή να πεθάνεις από αυτοκτονία, να υιοθετήσεις περίεργη συμπεριφορά στη ζωή σου ή είχες την κακή τύχη να πεθάνεις πρώτος από πανδημία, είπε New York Times η ανθρωπολόγος στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Αλαμπάμα Lesley Gregoricka.
«Καθώς η Πολωνία επηρεάστηκε ελάχιστα από λοιμούς όπως Μαύρη Πανώλη, άλλες επιδημίες όπως η χολέρα θα μπορούσαν να ευθύνονται», είπε η δρ Lesley Gregoricka. «Αυτό θα μπορούσε να εξηγήσει γιατί μερικές φορές τα παιδιά στοχοποιούνταν ως πιθανοί αναστημένοι».
Στη δίνη μιας μαινόμενης πανδημίας ή κάποιας μάστιγας, μερικές φορές αναζητούνταν νεκροταφεία για έναν «πρώτο ασθενή». Ολόκληρες κοινότητες θα συμμετείχαν στη δραστηριότητα.
«Μερικοί από τους ντόπιους συμμετείχαν στο να μάθουν ποιος έφταιγε [ξενιστής] για τους θανάτους, ενώ άλλοι, κυρίως ενήλικοι άνδρες, μερικές φορές συνοδευόμενοι από ιερέα, συμμετείχαν στο σκάψιμο του τάφου του νεκρού και στην αναζήτηση του ένοχου», λέει η ερευνήτρια είπε στο Ινστιτούτο Αρχαιολογίας και Εθνολογίας της Πολωνικής Ακαδημίας Επιστημών στο Λοτζ Kalina Skóra.
Για τον εντοπισμό ενός αναστημένου, η έλλειψη αποσύνθεσης του σώματος ήταν, κυριολεκτικά, φως φανάρι. «Λίγες εβδομάδες ή μήνες μετά τον θάνατο, το σώμα ήταν ακόμα «φρέσκο»», λέει η Skóra. «Πολύ συχνά ο τάφος του πρώτου ατόμου που πέθαινε -του φερόμενου ως «δράστη»- σκάβονταν και, για να μην προκαλέσει περαιτέρω θανάτους, τον έβαζαν μπρούμυτα, τον αποκεφάλιζαν, κόβοντας τα μέλη του».
Λουκέτα, δρεπάνια και άλλα αντικείμενα από σίδηρο, ένα μέταλλο που λέγεται ότι έχει αντιδαιμονικές δυνάμεις, κρύβονταν στον τάφο προληπτικά. Εάν αυτό δεν δεν «έπιανε» ξεθάβονταν το πτώμα καίγονταν και οι στάχτες σκορπίζονταν ή βυθίζονταν.