Εκτεταμένες καταστροφές στην πρωτογενή παραγωγή της Θεσσαλίας άφησαν πίσω τους οι πλημμύρες από την καταιγίδα Daniel. Σύμφωνα με εκτιμήσεις οι πλημμύρες που προκλήθηκαν από την θεομηνία είχαν ως αποτέλεσμα να «καλυφθούν» με νερό και λάσπη σχεδόν 750.000 στρέμματα, κυρίως σε πεδινές περιοχές.
Ακόμη, σύμφωνα με δήλωση του Δημήτρη Μπιλάλη στο ΑΠΕ, «πολλές από αυτές τις περιοχές όμως δεν είναι καλλιεργήσιμη γη, είναι βιομηχανικές εκτάσεις, αστικές κ.α.». Οι εκτάσεις που έχουν υποστεί κάποιου είδους ζημία ανέρχονται 600.000-650.000 στρέμματα και αφορούν καλλιέργειες όπως είναι το βαμβάκι, η βιομηχανική ντομάτα, το καλαμπόκι, η μηδική κ.α..
Το μέλλον της ζωικής παραγωγής
Μεγάλο πλήγμα δέχθηκε και η ζωική παραγωγή της Θεσσαλίας, όπου πολλοί κτηνοτρόφοι έχουν δει το ζωικό τους κεφάλαιο να έχει καταστραφεί ολοσχερώς. Σύμφωνα με τα στοιχεία από τον ΕΛΓΑ, μέχρι την Παρασκευή το απόγευμα οι δηλωμένες απώλειες σε αιγοπρόβατα ανέρχονται σε 67.041, στα βοειδή σε 5.698, στα μελισσοσμήνη σε 47.666, στους χοίρους σε 20.097 και στα πτηνά σε 126.416. Μέχρι το ίδιο διάστημα οι αρμόδιες υπηρεσίες είχαν συλλέξει και διαχειριστεί (σ.σ. υγειονομική ταφή ή καύση) 29.786 νεκρά αιγοπρόβατα, 16.105 χοίρους, 72 βοοειδή και 49.300 πτηνά.
Όπως ανέφεραν στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων υψηλόβαθμα στελέχη του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, «το μεγαλύτερο πρόβλημα σε όλη αυτή τη διαδικασία είναι η προσέγγιση των σημείων όπου βρίσκονται τα νεκρά ζώα, μιας και οι δρόμοι που οδηγούν στις περισσότερες κτηνοτροφικές εγκαταστάσεις έχουν καταστραφεί, ενώ το περιβάλλον όπου γίνονται οι επιχειρήσεις είναι συνεχώς μεταβαλλόμενες, μιας και η στάθμη του νερού παρουσιάζει διακυμάνσεις από περιοχή σε περιοχή».
Σε συνεχή επαφή με το ΥΠΑΑΤ βρίσκονται οι κτηνοτρόφοι
Το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης είχε από το 2020 Εθνικό Σχέδιο Διαχείρισης νεκρών ζώων. «Πάνω σε αυτό βασιστήκαμε, συνεπικουρούμενοι από πάρα πολλά ιδιωτικά σκαφτικά μηχανήματα, υπό την καθοδήγηση των κτηνιάτρων της Περιφέρειας Θεσσαλίας, οι οποίοι και διαχειρίζονται την κρίση» ανέφεραν και προσθέτοντας πως «από το κέντρο επιχειρήσεων στη Λάρισα, καθημερινά αξιολογείται σε ποιες κτηνοτροφικές μονάδες μπορούμε να επιχειρήσουμε και να συντονίσουμε τα συνεργεία και τα μηχανήματα έργου για να γίνεται με ασφαλή υγειονομικό τρόπο η συγκομιδή των νεκρών ζώων, τα οποία στη συνέχεια θα οδηγηθούν για είτε σε κλιβάνους είτε σε ταφή, πάντα τηρουμένων των απαραίτητων υγειονομικών πρωτοκόλλων».
Όλα τα στελέχη της κτηνιατρικής υπηρεσίας και του ΥΠΑΑΤ που βρίσκονται από την πρώτη ημέρα στην περιοχή είναι σε συνεχή επαφή με τους κτηνοτρόφους, προκειμένου να συντονίζονται τα συνεργεία συλλογής των νεκρών ζώων. Πριν από λίγες ημέρες στη διαδικασία εκτός από την εταιρεία διαχείρισης των νεκρών ζώων έχουν εμπλακεί και 40 στελέχη του Στρατού, τα οποία υπό την καθοδήγηση των κτηνιάτρων της Π.Ε. Θεσσαλίας, επιχειρούν κατά κύριο λόγο σε περιαστικές περιοχές, συλλέγοντας τα εναπομείναντα νεκρά ζώα.
Όπως δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Μπιλάλης «η ζωική παραγωγή θα αργήσει να επανέλθει στους προηγούμενους ρυθμούς της μιας και για να γίνει αυτό θα πρέπει να υπάρχει παραγωγή ζωοτροφών. Επίσης, πολλές σταβλικές εγκαταστάσεις έχουν πάθει σοβαρές ζημιές και θα πρέπει να δοθούν εκ νέου άδειες προκειμένου να ξεκινήσει ξανά η κατασκευή τους».
Πάνω από το 70% της βαμβακοκαλλιέργειας έχει υποστεί καταστροφές
Σχεδόν το 70% στη βαμβακοκαλλιέργεια της Θεσσαλίας εκτιμάται ότι έχει υποστεί καταστροφές από τη θεομηνία «Ντάνιελ», με την παραγωγή στη περιοχή να αναμένεται μειωμένη τουλάχιστον κατά 50-60%, κάτι που συνολικά θα επηρεάσει την παραγωγή της χώρας κατά 15-20%. Σύμφωνα με στοιχεία, από τα 2,5 εκατομμύρια στέμματα που καλλιεργούνται σε όλη τη χώρα, τα 800.000 στρέμματα περίπου (32%) βρίσκονται στη Θεσσαλία.
Από τα 800 χιλ. στρέμματα, 410 χιλ. στρέμματα περίπου καλλιεργούνται στην περιφερειακή ενότητα Καρδίτσας, 270 χιλ. στρέμματα στη Λάρισα, 93 χιλ. στρέμματα στην περιφερειακή ενότητα Τρικάλων και 37 χιλ. στρέμματα περίπου στη Μαγνησία.
Στη Θεσσαλία λειτουργούν περίπου 20 εκκοκκιστήρια μεγάλος αριθμός των οποίων έχουν υποστεί μεγάλες ζημιές στις υποδομές και στον εξοπλισμό. Όπως είπε στο ΑΠΕ ο κ. Νταράουσε «ίσως να υπάρχει και μεγάλη απώλεια σε αποθηκευμένο εκκοκκισμένο βαμβάκι της προηγούμενης εκκοκκιστικής περιόδου. Το φαινόμενο αυτό ίσως να είναι πιο έντονο στα εκκοκκιστήρια του Νομού Καρδίτσας που έχει το μεγαλύτερο αριθμό εκκοκκιστηρίων».
Δύσκολη η επόμενη χρονιά
Το νερό που είχε ως αποτέλεσμα να πλημμυρίσει ο θεσσαλικός κάμπος, πέρα από τις καταστροφές σε καλλιέργειες, δημιούργησε και επιπλέον ζητήματα. Πολλοί είναι οι παραγωγοί που έχουν δει τα αγροτικά τους μηχανήματα αλλά και το γεωργικό τους εξοπλισμό, τα συστήματα ποτίσματος, τα αποθηκευμένα αγροεφόδια να έχουν πάθει ενδεχομένως και ανεπανόρθωτες ζημιές.
«Θα χρειαστεί αρκετός χρόνος για να φέρουν τα χωράφια σε ομαλή κατάσταση. Δεν γνωρίζουμε αν ο χρόνος που απομένει θα είναι αρκετός, για να προετοιμάσουν τα χωράφια, για τις χειμερινές καλλιέργειας, όπως το κριθάρι και το σιτάρι, ως μια απαίτηση της νέας ΚΑΠ για εναλλαγή καλλιεργειών», τόνισε ο κ. Νταράουσε.
Για να γίνουν όλα αυτά όπως επισημαίνει ο ίδιος «απαιτείται χρόνος και χρήμα, σχέδια και διαδικασίες, κυρίως για την αποκατάσταση των ζημιών σε υποδομές και γεωργικό εξοπλισμό που είναι απαραίτητα για τις προετοιμασίες των χωραφιών για την επόμενη καλλιεργητική περίοδο και να ξαναφέρουν τα πράματα σε μια κανονικότητα».
Σοβαρές απώλειες σε γεωργικό εξοπλισμό
Οι αγρότες εκτός από τις απώλειες που υπέστησαν οι παραγωγές τους είδαν και τον γεωργικό τους εξοπλισμό να έχει πληγεί. Κατεστραμμένοι γεωργικοί ελκυστήρες, θεριζοαλωνιστικές μηχανές, καρούλια και λάστιχα ποτίσματος αλλά και αγωγοί, έχουν «θαφτεί» κάτω από τόνους λάσπης.
«Πολλά τρακτέρ έχουν υποστεί ζημιές και χρειάζονται άμεσα επισκευή προκειμένου να μπορέσουμε να προλάβουμε τη φετινή συγκομιδή αλλά και να «προετοιμάσουμε» τα χωράφια για την επόμενη καλλιεργητική χρονιά» ανέφερε ο καθηγητή του Γεωπονικού.
Επίσης, κάποιες ποσότητες σιτηρών έχουν καταστραφεί μιας και βρίσκονταν αποθηκευμένες σε σιλό, μιας και «παραδοσιακά» διοχετευόταν στην αγορά τον Σεπτέμβριο όταν και συνήθως ανεβαίνει η τιμή τους.
Οδικό δίκτυο
Το αγροτικό οδικό δίκτυο δεν θα μπορούσε να έχει μείνει αλώβητο μιας και πολλοί δρόμοι βρέθηκαν κάτω από το νερό, καλυπτόμενοι από φερτά υλικά και μπάζα. Σύμφωνα με τον καθηγητή και διευθυντή του εργαστηρίου Γεωργίας στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών κ. Μπιλάκη εκεί εντοπίζεται και το μεγαλύτερο πρόβλημα «γιατί για να συγκομίσεις την παραγωγή σου θα πρέπει να μπορείς να πας στο χωράφι».
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτό της Ζαγοράς, όπου ο τοπικός συνεταιρισμός που παράγει τα ομώνυμα μήλα, τις προηγούμενες ημέρες απεύθυνε έκκληση στις αρχές να προχωρήσουν στο άνοιγμα νέων δρόμων καθώς είναι παντελώς κατεστραμμένο «το εσωτερικό αγροτικό οδικό δίκτυο και αυτό αποτελεί κομβικότατο ζήτημα ενόψει περιόδου συγκομιδής μήλων αλλά και καστάνων», όπως αναφέρει σε ανακοίνωσή του. Πέρα από την συγκομιδή της σοδειάς θα πρέπει να γίνει και η καταγραφή των ζημιών που έχουν πάθει τα δένδρα και οι καλλιέργειες γενικώς.
Τα εδάφη
Αρκετή κουβέντα έγινε το προηγούμενο διάστημα περί υποβάθμισης της ποιότητας των εδαφών εξαιτίας της μεταφοράς φερτών υλικών. Σύμφωνα με τις ενημερώσεις του ΕΛΓΟ -ΔΗΜΗΤΡΑ οι εκτάσεις που έχουν απλά πλημμυριστεί θα μπορέσουν να καλλιεργηθούν άμεσα μετά την αποστράγγισή τους, ενώ εκείνες που αναμείχθηκαν με φερτά υλικά (ιδιαίτερα σε επίπεδες ζώνες) θα είναι καλλιεργήσιμες υπό προϋποθέσεις.
Προς αυτή την κατεύθυνση, ο ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ έχει δεσμευθεί να προσφέρει τις απαραίτητες επιστημονικές λύσεις που θα συμβάλλουν στη βιώσιμη ανάπτυξη της περιοχής. «Τα εδάφη σε επικλινείς περιοχές όπου το νερό έφυγε με δύναμη, παρέσυρε μαζί του και μεγάλο κομμάτι από γόνιμα εδάφη, υποβαθμίζοντας έτσι την ποιότητά του, όμως εκεί δεν υπήρχαν καλλιέργειες» είπε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Μπιλάλης και πρόσθεσε «στις πεδινές εκτάσεις δεν είναι θέμα αυτό της γονιμότητας.
Το ζήτημα είναι να γίνει η άμεση απομάκρυνση των φερτών υλικών (πέτρες, ξύλα κ.α.). Πολλά από τα χωράφια έχουν δεχθεί μεγάλες ποσότητες χώματος αλλά δεν είναι κάτι το οποίο μας ανησυχεί. Αντιθέτως, θα συμβάλει στην αύξηση της γονιμότητας παρά στην υποβάθμισή τους».
«Fake news» ότι θα αυξηθούν τα τρόφιμα
Ιδιαίτερο ντόρο προκάλεσαν το προηγούμενο διάστημα αναφορές ότι έχουν ήδη προκληθεί ανατιμήσεις πανελλαδικά στα λαχανικά. «Ο καθένας μπορεί να κάνει ότι θέλει» υπογραμμίζει ο κ. Μπιλάλης και εξηγεί «κύριο προϊόν είναι το σιτάρι. Τα χωράφια είχαν ήδη συγκομιστεί, ενώ αν προκλήθηκαν κάποιες ζημιές αυτές εντοπίζονται σε σιλό που είχαν αποθηκευμένες ποσότητες, οι οποίες φτάνουν το πολύ σε μερικές χιλιάδες τόνους. Η τιμή του σιταριού είναι παγκοσμιοποιημένη».
Λίγες αυξήσεις ενδέχεται να προκαλέσουν στα μήλα Ζαγοράς τα προβλήματα με το οδικό δίκτυο, ενώ σε ότι αφορά στα κηπευτικά που φτάνουν στην Αττική, αυτά συνήθως έρχονται από την Θήβα κ.α. Γιατί να αυξηθούν;» σημείωσε. Σε ό,τι αφορά στο ελληνικό κρέας εκτιμάται ότι θα παρατηρηθεί μια αύξηση καθώς «έχουν προκληθεί μεγάλες ζημιές σε ζωοτροφικές μονάδες αλλά και οι ζωοτροφές, που έχουν ως αποτέλεσμα να αυξηθεί το κόστος παραγωγής».
Για το ίδιο θέμα εξέδωσε ανακοίνωση και το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων στην οποία υπογράμμισε ότι οποιαδήποτε αύξηση τιμών στα οπωροκηπευτικά θεωρείται αδιανόητη. Σύμφωνα με στοιχεία από τα πληροφοριακά συστήματα του ΕΛΓΑ, το σύνολο της παραγωγής οπωροκηπευτικών προϊόντων στη χώρα είναι 371.000 στρέμματα, εκ των οποίων το 7,5% ή τα 28.000 στρέμματα καλλιεργούνται στην περιοχή της Θεσσαλίας και ελάχιστα από αυτά έχουν πληγεί.
«Κάθε αύξηση σε τιμές οπωροκηπευτικών, μόνο ως ξεκάθαρη αισχροκέρδεια σε βάρος των καταναλωτών, μπορεί να χαρακτηρισθεί. Και ως τέτοια θα αντιμετωπισθεί από την κυβέρνηση» υπογράμμισε το ΥΠΑΑΤ.
Με πληροφορίες από ΑΠΕ – ΜΠΕ