Όσες και όσοι περίμεναν ότι η διαδικασία εκλογής νέου προέδρου στον ΣΥΡΙΖΑ θα ήταν μια αφορμή για ουσιαστική συζήτηση, πραγματική αυτοκριτική και ανανέωση του τρόπου σκέψης και δράσης του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης διαψεύστηκαν με τρόπο μάλλον οδυνηρό.
Αυτό που είδαν ήταν μια παρωδία πολιτικής συζήτησης όπου επικοινωνιακά τρικ χωρίς κανένα ουσιαστικό περιεχόμενο υποκατέστησαν τις ιδεολογικές αρχές και τις πολιτικές θέσεις.
Από τον τρόπο που εμφανίστηκε από το πουθενά η υποψηφιότητα Κασσελάκη ως «πολιτικού Μεσσία», έως την επιλογή της Έφης Αχτσιόγλου να κάνει προεκλογική εκστρατεία με βασική υπόκωφη επωδό τη διαβεβαίωση ότι δεν είναι αριστερή και από την επιλογή Τσακαλώτου απλώς να εκπροσωπήσει μια τάση έως το ίδιο το γεγονός ότι υπήρξε υποψηφιότητα Τζουμάκα, όλα αυτά απλώς συνθέτουν το παζλ – και το θέαμα ενός κόμματος σε κρίση, ενός κόμματος χωρίς μέλλον, ενός κόμματος -και αυτό είναι πολύ πιο σοβαρό και κρίσιμο- για το οποίο γεννάται ερώτημα εάν πρέπει να έχει μέλλον.
Υπάρχει λόγος που συμβαίνει αυτό και ένα κόμμα που κάποτε αποτέλεσε μια από τις μεγαλύτερες εκπλήξεις (και ελπίδες) της πολιτικής ζωής βρίσκεται σε αυτή την κατάσταση.
Έχει να κάνει με τη βασική «αρρώστια» του ΣΥΡΙΖΑ, τον ιό της κυβερνησιμότητας που τον κατατρώει εδώ και καιρό. Τη λογική ότι το μόνο που πρέπει να απασχολεί τον ΣΥΡΙΖΑ είναι το πώς θα επιστρέψει στην εξουσία.
Δεν υπαινίσσομαι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πρέπει να είναι ένα αριστερό κόμμα εξουσίας.
Λέω ότι για να κερδίσει ξανά την εξουσία, πρέπει να μην σκέφτεται μόνο αυτή. Να μην είναι το κύριο μέλημά του. Να μην απασχολεί τα μέλη του πώς θα αποκτήσουν τον «αντι-Μητσοτάκη».
Γιατί μετά καταλήγει στον διαγωνισμό κενολογίας που κατάντησε να είναι η προεκλογική εκστρατεία για την εκλογή προέδρου.
Αυτό που χρειαζόταν ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν ουσιαστική συζήτηση, διαμόρφωση θέσεων, προσπάθεια να καταλάβει τι άλλαξε στην ελληνική κοινωνία από το 2015 μέχρι σήμερα, να απαντήσει σε προκλήσεις πρωτόγνωρες όπως τα ζητήματα επιβίωσης που φέρνει η κλιματική αλλαγή.
Χρειαζόταν ακόμη όχι απλώς να «αποκτήσει δεσμούς με την κοινωνία», αλλά να της ξαναδώσει το ερέθισμα, την έμπνευση και το λόγο για (κάνει ξανά την κοινωνία έτοιμη) να στραφεί προς την Αριστερά, δηλαδή να την κάνει πιο σκεπτόμενη, πιο αλληλέγγυα, λιγότερο κανιβαλική.
Χρειαζόταν να αποκτήσει όχι πρόεδρο, αλλά τις δομές εκείνες πάνω στις οποίες θα μπορούσε να στηριχτεί μια πραγματική και αποτελεσματική ηγεσία.
Το γεγονός ότι όλες οι τάσεις συμφώνησαν να κάνουν τα ακριβώς αντίθετα, δείχνει και το βάθος του προβλήματος.
Δείχνει ότι στην πραγματικότητα ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα βγει πιο ισχυρός από τη διαδικασία εκλογής. Δεν θα βγει πιο ενωμένος. Και δεν θα βγει ικανός να διεκδικήσει την εξουσία.
Και το γεγονός ότι θα αισθάνονται την ίδια στιγμή ότι το ΠΑΣΟΚ θα «κλείνει» τη διαφορά, απλώς θα κάνει τα πράγματα χειρότερα. Γιατί θα τους ωθεί να κάνουν τα ίδια λάθη (και χειρότερα) στο όνομα της «κυβερνησιμότητας».
Όλα αυτά παραπέμπουν στη στενάχωρη σκέψη ότι η επανίδρυση της αριστερής «προοδευτικής παράταξης» σε μια στιγμή που αυτή είναι περισσότερο αναγκαία παρά ποτέ, θα αργήσει.
Πράγμα που σημαίνει ότι όσοι αντιλαμβάνονται την ευθύνη που τους αναλογεί, πρέπει να την αναλάβουν κιόλας.