Αν κάποιος πριν παραιτηθεί ο Αλέξης Τσίπρας από την προεδρία του ΣΥΡΙΖΑ σκεφτόταν τον επόμενο/η πρόεδρο του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης σίγουρα το όνομα της Έφης Αχτσιόγλου θα ήταν το πρώτο που θα του ερχόταν στο μυαλό του.
Από νεαρή ηλικία στα βαθιά της πολιτικής σκηνής, λάτρης των κανόνων και των δομών, μια πολιτικός με λόγο και αίσθημα, η Έφη Αχτσιόγλου, εδώ και δύο μήνες επιδιώκει να γίνει η πρώτη γυναίκα αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης στην Ελλάδα.
Γεννημένη στα Γιαννιτσά, η Έφη Αχτσιόγλου μεγάλωσε σε μια οικογένεια που η πολιτική ήταν στο καθημερινό τραπέζι. Οι γονείς της -γνωστοί στη μικρή τοπική κοινωνία- της έδωσαν όλα τα εφόδια για να εισαχθεί στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ, κάτι που κατάφερε το 2002. Λίγο πριν πάρει το πτυχίο της, συμμετείχε στο Δίκτυο Αυτόνομων Ριζοσπαστικών Αριστερών Σχημάτων, που στήριζε ο τότε Συνασπισμός.
Αποφοίτησε με άριστα από το προπτυχιακό και το μεταπτυχιακό της, και εκπόνησε διδακτορική διατριβή με επιβλέποντα τον καθηγητή Νομικής ΑΠΘ και γνωστό εργατολόγο της πόλης Άρι Καζάκο. Όπως τόνισε στο πρόσφατο παρελθόν ο ίδιος, η Έφη Αχτσιόγλου ήταν μέσα στους δέκα καλύτερους φοιτητές που είχε ποτέ διδάξει. «Είναι ικανότατη νομικός με αναλυτική και συνθετική σκέψη, με νομική οξύνοια», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Κατά τη διάρκεια της παραμονής στη Θεσσαλονίκη ήταν μέλος του συντονιστικού της Οργάνωσης Μελών Τούμπας, περιοχή στην οποία έμενε- εξού και η φίλαθλη… προτίμησή της στον ΠΑΟΚ. Αξίζει να σημειωθεί ότι έφτασε ένα βήμα πριν την υποψηφιότητα για τη δημαρχία Θεσσαλονίκης με τη στήριξη του ΣΥΡΙΖΑ το 2014, όμως, τελικώς, προκρίθηκε η υποψηφιότητα του ιστορικού στελέχους της Αριστεράς, Τριαντάφυλλου Μηταφίδη.
Με την πόλη συνεχίζει μέχρι και σήμερα να έχει στενούς δεσμούς. Ο αδελφός της, Πάνος, που εργάζεται ως κριτικός κινηματογράφου, μένει στη Θεσσαλονίκη. Εκτός αυτού οι δεσμοί είναι και πολιτικοί, καθώς αρκετά στελέχη του κόμματος, πρωτοστατούντος του γραμματέα της ΝΕ Α’ Θεσσαλονίκης Κώστα Αμπατζά, διατηρούν φιλικές σχέσεις μαζί της και φυσικά στηρίζουν την υποψηφιότητά της.
Η κάθοδος στην Αθήνα, η υπουργοποίηση και η υποψηφιότητα
Καταρτισμένη -τόσο στον πολιτικό όσο και στον οικονομικό τομέα- η Έφη Αχτσιόγλου το φθινόπωρο του 2015 ανέλαβε επικεφαλής της διαπραγμάτευσης με τους -τότε- Θεσμούς, σχετικά με την αγορά εργασίας και κοινωνικής ασφάλισης. Νωρίτερα, όμως, ήταν ήδη υποψήφια στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του Ιανουαρίου και του Σεπτεμβρίου του 2015.
Ακολούθως, ανέλαβε υπουργός Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης στις 5 Νοεμβρίου του 2016, θέση στην οποία παρέμεινε έως τις 9 Ιουλίου του 2019. Λειτουργούσε και λειτουργεί με τη λογική των «μικρών νικών» που μπορούν να επιτευχθούν, δηλαδή, «το πώς μπορείς σήμερα να πετύχεις μικρές νίκες που να σου εξασφαλίζουν στο υλικό επίπεδο κάτι περιορισμένο αλλά κυρίως στο ιδεολογικό επίπεδο την προοπτική ότι κάτι μπορεί να αλλάξει», όπως έχει αναφέρει η ίδια σε εκδήλωση με αφορμή την ταινία «Ο θάνατος του εμποράκου».
Η υπουργοποίησή της στα μόλις 31 χρόνια της φανέρωσε και την εμπιστοσύνη του Αλέξη Τσίπρα στο πρόσωπό της. Η ίδια έχει εκφραστεί θερμά για τον ιστορικό ηγέτη του ΣΥΡΙΖΑ. «Έχουμε την πλούσια παρακαταθήκη του Αλέξη Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ, που απέδειξαν ότι η Αριστερά μπορεί να εκφράσει την κοινωνική πλειοψηφία και να αναλάβει την ευθύνη της διακυβέρνησης», υπογράμμισε σε πρόσφατη συνέντευξή της.
Όμως, χαρακτηριστική στιγμή της υπουργίας της που μνημονεύεται έως και σήμερα, ήταν κάτι που δεν επέλεξε η ίδια. Στις 9 Ιανουαρίου του 2018 μέλη του ΠΑΜΕ έκαναν «ντου» στο γραφείο της τότε υπουργού Εργασίας, σπάζοντας την πόρτα και αναποδογυρίζοντας ένα τραπέζι. Όμως η κ. Αχτσιόγλου αποδέχθηκε τη διαμαρτυρία, αποφεύγοντας τις αντιπαραθέσεις, χωρίς να οξύνει τους τόνους.
Η θητεία της συνδέθηκε με την επέκταση των συλλογικών συμβάσεων, την αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 11% και 27% για τους νέους εργαζόμενους, με την κατάργηση του υποκατώτου μισθού και τη δημιουργία του ΟΠΕΚΑ. Σημαδεύτηκε όμως, συγκεντρώνοντας πυρά και από τον συνδικαλιστικό νόμο που πέρασε επί υπουργίας της, που χαρακτηρίστηκε ως «απεργοκτόνος».
Στις εκλογές του 2019 τοποθετήθηκε στη δεύτερη θέση του Επικρατείας του ΣΥΡΙΖΑ, εξελέγη βουλεύτρια και διετέλεσε τομεάρχης Οικονομικών της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Στις διπλές εθνικές εκλογές του 2023, εκλέχθηκε πρώτη σε σταυρούς βουλεύτρια στον Δυτικό Τομέα Αθηνών.
Όταν ο Άλεξης Τσίπρας παραιτήθηκε και έκανε στην άκρη ώστε «να περάσει το νέο κύμα του ΣΥΡΙΖΑ», η Έφη Αχτσιόγλου δήλωσε παρούσα στη μάχη των εσωκομματικών εκλογών.
Στις 12 Ιουλίου από το περιστύλιο του Ωδείου Αθηνών τόνισε πως η υποψήφιότητά της δεν αφορά μόνο τον ΣΥΡΙΖΑ, αφορά την Ελλάδα, την Αριστερά και τα κινήματα της νέας εποχής. Όπως θα έλεγε ένας από τους αγαπημένους της συγγραφείς, ο Εντουάρ Λουί, η υποψηφιότητά της πρόκειται στο «εάν έχω δικαίωμα να έχω σώμα, εάν έχω το δικαίωμα να υπάρχω σε αυτήν την κοινωνία».
Όμως, παρότι έως και τις 29 Αυγούστου ήταν το ακλόνητο φαβορί για την ηγεσία, η υποψηφιότητα του Στέφανου Κασσελάκη άλλαξε τα δεδομένα. Πολλοί θεωρούν ότι σε εκείνο ακριβώς το σημείο η καμπάνια της Έφης Αχτσιόγλου εμφάνισε αδυναμίες. Κάπως έτσι, ενώ πήγαινε… σβηστά στην προεδρία, βρέθηκε να είναι σχεδόν 9 μονάδες πίσω από έναν σχεδόν… ουρανοκατέβατο πολιτικό.
Την Κυριακή 17 Σεπτεμβρίου, μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων, βγήκε για πρώτη φορά επιθετικά ενάντια στην υποψηφιότητα Κασσελάκη. «Η αξιωματική αντιπολίτευση δεν μπορεί να πορεύεται στα θολά νερά των εύκολων λύσεων», ανέφερε χαρακτηριστικά, όμως, είναι γεγονός, ότι θα πρέπει να δώσει έναν σκληρό αγώνα -στο στενό χρονικό πλαίσιο των έξι ημερών- ώστε να ανατρέψει τη σε βάρος της κατάσταση…