Mια θυσία που δεν έπρεπε να γίνει: δέκα χρόνια πριν, το βράδυ της 17ης Σεπτεμβρίου (ξημερώματα 18), ο Παύλος Φύσσας έπεφτε νεκρός από το μαχαίρι του Γιώργου Ρουπακιά και η Ελλάδα ερχόταν αντιμέτωπη με τις επιπτώσεις των πολιτικών της επιλογών.
Είχαν περάσει λίγες μόνο μέρες από την επίθεση στα μέλη του ΠΑΜΕ, 8 μήνες από τη δολοφονία του Σαχζάτ Λουκμάν και ένας χρόνος από τη δολοφονική επίθεση στο σπίτι δύο αιγύπτιων ψαράδων στο Πέραμα.
Κανείς όμως δεν θα είχε ασχοληθεί αν εκείνο το βράδυ στο Κερατσίνι ο Φύσσας δεν ξεψυχούσε στα χέρια των φίλων του. Αν δεν ήταν έλληνας πολίτης, αν οι γονείς του δεν θρηνούσαν στα ελληνικά, καμία συνείδηση δεν θα είχε ταρακουνηθεί.
Από την Αλκιβιάδου στη Βουλή
Η δολοφονία του Φύσσα έσπασε για τα καλά το ακροδεξιό αφήγημα που είχε φέρει τη Χρυσή Αυγή στη Βουλή. Η άνοδός της ταυτίστηκε με την οικονομική κρίση και με την είσοδο της χώρας στα Μνημόνια. Έχοντας βρει πρώτα χώρο στις υποβαθμισμένες γειτονιές της Αθήνας, η Χρυσή Αυγή έκανε όνομα με τον μύθο πως τα «παλικάρια» με τις μαύρες μπλούζες περνούσαν ηλικιωμένους από τον δρόμο, άκουγαν τα παράπονά τους και υποκαθιστούσαν την Αστυνομία σε ώρα ανάγκης.
Στην πραγματικότητα, η οδός Αλκιβιάδου έγινε ένα από τα πρώτα σημεία συνάντησης μιας εγκληματικής οργάνωσης που επιδιδόταν σε πογκρόμ εναντίον μεταναστών κάτω από τη μύτη ή ακόμα και με την ανοχή των Αρχών, που συνειδητοποίησαν τι ακριβώς συνέβαινε όχι όταν η Χρυσή Αυγή έβγαλε δημοτικό σύμβουλο στην Αθήνα στις εκλογές του 2010, αλλά όταν το 2012, ύστερα από ένα καλοκαίρι συνύπαρξης στις πλατείες των Αγανακτισμένων, όπου η οργή και ο θυμός δεν έβλεπαν ούτε χρώμα ούτε ιδεολογία, το μόρφωμα απέκτησε και κοινοβουλευτική εκπροσώπηση. Οι «μούντζες» προς το κοινοβούλιο κανονικοποίησαν τις πεποιθήσεις περί μπουρδελοποιημένης δημοκρατίας και οι χρυσαυγίτες το εκμεταλλεύτηκαν. Ενδεικτικό της βιαιότητας της εποχής είναι η επίθεση στη Λιάνα Κανέλλη σε ζωντανή τηλεοπτική μετάδοση. Μερικές εβδομάδες μετά, ο θύτης Ηλίας Κασιδιάρης ήταν ξανά βουλευτής. «Μας είπανε Ναζί, μία, δύο, δέκα. Δεν μας είπανε όμως ποτέ κλέφτες. Αυτά τα χέρια μπορεί καμιά φορά να χαιρετάνε ναζιστικά, αλλά είναι καθαρά χέρια. Δεν είναι βρώμικα, δεν έχουν κλέψει», έλεγε εκείνον τον Οκτώβριο ο Νίκος Μιχαλολιάκος. Εναν χρόνο αργότερα, ακολούθησε επίθεση στον τότε δήμαρχο Αθηναίων Γιώργο Καμίνη, που έβαλε «στοπ» στα συσσίτια μίσους «μόνο για Ελληνες».
Η δολοφονία Φύσσα κινητοποίησε την πολιτεία και τη Δικαιοσύνη, με τον Νίκο Δένδια – τότε υπουργό Δημόσιας Τάξης – να φέρνει τον φάκελο της Χρυσής Αυγής στη Δικαιοσύνη. Οι συνομιλίες Κασιδιάρη – Μπαλτάκου, η αξιοποίηση του «όχι» των χρυσαυγιτών για πρόωρες εκλογές το 2015, με αφορμή την ψηφοφορία για Πρόεδρο της Δημοκρατίας, και η συνύπαρξη στις πλατείες εναντίον της Συμφωνίας των Πρεσπών αποτέλεσαν σημεία αναφοράς για τη μη ενιαία θεσμική στάση του δημοκρατικού τόξου κατά του νεοναζιστικού μορφώματος. Η ίδια ασυμφωνία παρατηρήθηκε μόλις πριν από λίγους μήνες, όταν επιχειρήθηκε να βρεθεί θεσμική φόρμουλα για την απαγόρευση προσώπων που ηγούνται εγκληματικής οργάνωσης να συμμετάσχουν, ως τυπική ή πραγματική ηγεσία, στις εκλογές.
«Παύλο µου, νικήσαµε» (;)
Τα τελευταία δέκα χρόνια, δύο φορές πιστέψαμε πως ξεμπερδέψαμε οριστικά με τον ακροδεξιό κίνδυνο: την πρώτη φορά το 2019, όταν η Χρυσή Αυγή απέτυχε να μπει στη Βουλή, και τη δεύτερη τον Οκτώβριο του 2020, όταν χιλιάδες κόσμου έξω από τα δικαστήρια πανηγύρισαν την ενοχή του Ρουπακιά και την πρωτόδικη καταδίκη της ηγεσίας της Χρυσής Αυγής. Αποδείχτηκε πως η αισιοδοξία ήταν υπέρμετρη: εκείνο το «Παύλο μου, νικήσαμε» της Μάγδας Φύσσα έχει ακόμα μείνει μισό, όσο συνεχίζεται η μάχη στο Εφετείο. Και παράλληλα ένας εκ των πρωταγωνιστών, ο ίδιος που παραμένει έγκλειστος στις φυλακές Δομοκού, κατάφερε βάλει τον δούρειο ίππο των «Σπαρτιατών» στη Βουλή, αλλά ετοιμάζεται να μετρηθεί και ο ίδιος, μέσα από τη φυλακή, στην κούρσα για τον Δήμο της Αθήνας.
Ηχηρό καµπανάκι
Στην Ελλάδα της κρίσης, η Χρυσή Αυγή έγινε ο καθρέφτης μιας κοινωνίας που άλλαζε προς το χειρότερο. Μπορεί οι εποχές να έχουν αλλάξει, όμως η Ακροδεξιά συνεχίζει να βασίζεται στα κατώτερα ένστικτα των πολιτών: βρέθηκε πρώτη παρούσα στους αντιεμβολιαστές, μπαίνει μπροστά στη μάχη απέναντι στις νέες ταυτότητες, δηλώνει έτοιμη για οποιαδήποτε αντίδραση απέναντι στην πολιτεία – όχι σε ένα κόμμα, σε όλα. Εχοντας μάθει από τα λάθη τους, οι «Σπαρτιάτες», δεν προκαλούν όπως οι χρυσαυγίτες, φορούν γραβάτες και περιγράφουν ιδεολογικά τον εθνικισμό ως ιδεολογική ταυτότητα, η οποία δεν διώκεται στη δημοκρατία. Η κοινοβουλευτική τους παρουσία είναι το ίδιο ηχηρό καμπανάκι με την έξη στη βία που διεισδύει και πάλι στην ελληνική κοινωνία: γυναικοκτονίες, ακροδεξιά βία στη Σταυρούπολη της Θεσσαλονίκης, πογκρόμ μεταναστών στην Κύπρο, ο Αλκης Καμπανός και η ιστορία του 36χρονου Αντώνη που σπρώχτηκε στη θάλασσα γιατί «έμοιαζε Πακιστανός».
Υπάρχουν ψηφοφόροι που ψήφισαν για πρώτη φορά πριν από δύο μήνες και δεν θυμούνται τον Φύσσα. Ακόμα και στην επέτειο του θανάτου του υπενθυμίζει τι διακυβεύεται.