Στις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις αναφέρθηκε κατά τη διάρκεια της ομιλίας του ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος στο συνέδριο που διοργανώνει η ΓΣΕΒΕΕ και το Επαγγελματικό Επιμελητήριο Αθηνών με θέμα: «Οι προκλήσεις των μικρών επιχειρήσεων σε ένα μεταβαλλόμενο οικονομικό περιβάλλον».
Παράλληλα, ο Γιάννης Στουρνάρας στην ομιλία του με θέμα: «Ο ρόλος των μικρομεσαίων Επιχειρήσεων (ΜμΕ) στην Ελληνική Οικονομία» κατέθεσε και προτάσεις με τις οποίες «οι ΜμΕ που αποτελούν την κύρια βάση της οικονομίας, τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο» θα μπορούσαν να καταστούν βιώσιμες και να υπερκεράσουν τις δυσκολίες τις οποίες αντιμετωπίζουν.
Οι προκλήσεις του μικρομεσαίου επιχειρείν
Όπως τόνισε ο Γιάννης Σουρνάρας, από τις αρχές του 2020, λόγω της πανδημίας του Covid-19, αλλά και στη συνέχεια λόγω της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, οι ΜμΕ έχουν αντιμετωπίσει πρωτοφανή οικονομική αβεβαιότητα. Επιπλέον, το 2021-2022, οι ΜμΕ αντιμετώπισαν δυσκολίες στην πρόσληψη νέου προσωπικού για να ανταποκριθούν σε μια απροσδόκητα ισχυρή ανάκαμψη της ζήτησης, ενώ οι ρυθμοί πληθωρισμού αυξήθηκαν δραστικά, ιδιαίτερα το 2022, προκαλώντας επίσης αυξήσεις στα επιτόκια, γεγονός που με τη σειρά του μειώνει την πρόσβαση στη χρηματοδότηση. Το αυξημένο ενεργειακό κόστος και οι αυξημένες τιμές των πρώτων υλών ασκούν επιπλέον πίεση στις επιχειρήσεις.
Η αύξηση του κόστους των ΜμΕ αυξάνει την πιθανότητα να αντιμετωπίσουν μεγαλύτερες καθυστερήσεις στην εξόφληση των τιμολογίων τους, οι οποίες, σε συνδυασμό με τις δυσκολίες πρόσβασης στη χρηματοδότηση και τα αυξημένα επιτόκια, μπορούν να οδηγήσουν σε περισσότερες χρεοκοπίες. Ταυτόχρονα, η αύξηση των επιτοκίων για την αντιμετώπιση της ανόδου του πληθωρισμού περιορίζει τις προσδοκίες υλοποίησης νέων επενδύσεων κυρίως από τις ΜμΕ. Σύμφωνα με μελέτη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η αύξηση κατά μία ποσοστιαία μονάδα στα επιτόκια διαπιστώθηκε ότι μειώνει την πιθανότητα οι ΜμΕ να αναφέρουν θετικές επενδυτικές προσδοκίες κατά 0,83 ποσοστιαίες μονάδες σε σύγκριση με 0,65 για τις μεγάλες επιχειρήσεις.
Παράλληλα με την αντιμετώπιση εξαιρετικά ακραίων οικονομικών συνθηκών τα τελευταία δύο χρόνια, οι ελληνικές ΜμΕ αντιμετωπίζουν πρόσθετες σημαντικές προκλήσεις, οι οποίες σχετίζονται και με τα δομικά χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας αλλά και την αναγκαιότητα της πράσινης και ψηφιακής μετάβασης.
- Τα αυξημένα κόστη ενέργειας και οι ελλείψεις σε τεχνογνωσία, εξειδίκευση και κατάρτιση προσωπικού είναι πολύ πιο ορατά στις ελληνικές ΜMΕ, λόγω του πολύ μικρού μεγέθους τους. Εξαιτίας του μικρού μεγέθους τους, οι ελληνικές ΜMΕ είναι λιγότερο πιθανό να εμπλέκονται στο διεθνές εμπόριο ως εξαγωγείς. Σύμφωνα με έρευνα της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΙΒ 2022) οι μεγάλες επιχειρήσεις είναι πιθανότερο να είναι ταυτόχρονα εξαγωγείς και εισαγωγείς σε σχέση με τις ΜMΕ (65% έναντι 44%).
- H γραφειοκρατία, η υψηλή φορολόγηση και γενικότερα το επιχειρηματικό περιβάλλον και οι ρυθμιστικοί περιορισμοί είναι σημαντικό εμπόδιο για το 54% των επιχειρήσεων έναντι 28% στην ΕΕ.
- Η ψηφιοποίηση των ΜMΕ υπολείπεται του ευρωπαϊκού μέσου όρου με βάση τον δείκτη DESI, με το 39% των ΜμΕ έναντι 55% στην ΕΕ να έχουν ένα βασικό επίπεδο ψηφιοποίησης και το 17% έναντι του 34% στην ΕΕ χρησιμοποιούν υπηρεσίες υπολογιστικού νέφους (cloud). Σύμφωνα με έρευνα του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης (ΕΚΤ 2022) οι μεγάλες επιχειρήσεις αποδίδουν μεγαλύτερη σημασία στον ψηφιακό μετασχηματισμό, ειδικότερα το 54,4% των μεγάλων επιχειρήσεων έναντι μόλις του 39,9% των ΜμΕ θεωρούν ότι ο ψηφιακός μετασχηματισμός είναι πολύ σημαντική στρατηγική ανάπτυξης των δραστηριοτήτων τους. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι μικροί επιχειρηματίες δεν επενδύουν εύκολα σε projects στα οποία δεν είναι εξοικειωμένοι, γεγονός που συνδέεται με την έλλειψη ψηφιακών δεξιοτήτων των στελεχών και εργαζομένων των ΜMΕ. Παράλληλα, ως αποτέλεσμα της έλλειψης ψηφιακών δεξιοτήτων, είναι πολύ ευάλωτες στις κυβερνοαπειλές. Επίσης οι ΜμΕ αντιμετωπίζουν δυσκολίες όσον αφορά την προστασία των επενδύσεων τους στον τομέα της έρευνας και της ανάπτυξης λόγω έλλειψης πληροφόρησης για τη σχετική εθνική και ευρωπαϊκή νομοθεσία.
- Η ταχύτητα μετάβασης προς την πράσινη οικονομία μέσα από τις αποφάσεις που υιοθετούνται σε ευρωπαϊκό επίπεδο (πχ για την ηλεκτροκίνηση) περιορίζει τη δυνατότητα προσαρμογής αρκετών ΜMΕ στην οικονομία (πχ. τα συνεργεία αυτοκινήτων). Το πρόβλημα επιτείνεται λόγω του μικρού μεγέθους των ελληνικών επιχειρήσεων και της έλλειψης οικονομιών κλίμακας ώστε να υλοποιήσουν τις απαιτούμενες επενδύσεις αλλά και την πρόσληψη του κατάλληλα εξειδικευμένου προσωπικού. Σύμφωνα με έρευνα της ΕΙΒ (2022) οι μεγάλες επιχειρήσεις είναι πιο πιθανό σε σχέση με τις ΜMΕ να έχουν υλοποιήσει επενδύσεις ή μέτρα αντιμετώπισης του κινδύνου καταστροφής λόγω της κλιματικής αλλαγής, περιορισμού των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και ενεργειακής αποδοτικότητας. Οι προτεινόμενες εθνικές και ευρωπαϊκές λύσεις, εστιάζουν κατά κύριο λόγο στην αξιοποίηση ευρωπαϊκών προγραμμάτων για τη μερική επιδότηση δράσεων πράσινης επιχειρηματικότητας. Ωστόσο, προϋπόθεση για την υλοποίηση αυτών των δράσεων είναι η ύπαρξη κάποιων ελάχιστων ιδίων κεφαλαίων, η ενημέρωση για τα διαθέσιμα ευρωπαϊκά προγράμματα, αλλά και η ύπαρξη του κατάλληλου προσωπικού που θα διαχειριστούν τα εν λόγω προγράμματα.
- Επιπλέον, οι ελληνικές επιχειρήσεις χαρακτηρίζονται από χαμηλό δυναμισμό καθώς ο ρυθμός με τον οποίο ανοίγουν και κλείνουν επιχειρήσεις είναι χαμηλός, ιδιαίτερα στους κλάδους υπηρεσιών στέγασης και εστίασης, στους οποίους το μερίδιο των ΜμΕ είναι ιδιαίτερα υψηλό. Αυτό σχετίζεται και με το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος των νεοσύστατων επιχειρήσεων εξακολουθούν να ιδρύονται για καθαρά βιοποριστικούς λόγους στο πλαίσιο έλλειψης εναλλακτικών επιλογών και για λόγους συνέχισης της οικονομικής παράδοσης και όχι προκειμένου να εκμεταλλευτούν μια ευκαιρία, καινοτομία ή με στόχο την αναζήτηση κέρδους. Ως αποτέλεσμα το μερίδιο των ΜMΕ που παράγουν οι ίδιες καινοτομία και που υιοθετούν καινοτομίες-τεχνολογίες από το εξωτερικό για να διατηρήσουν την θέση τους στην αγορά στην ελληνική βιομηχανία διαμορφώνεται σε 43% έναντι 50,4% στην ΕΕ. Ο χαμηλότερος δυναμισμός, συνήθως, αντανακλά περιορισμένη καινοτομία, χαμηλή παραγωγικότητα και υποτονική αύξηση της απασχόλησης.
- Οι ελληνικές επιχειρήσεις χρησιμοποιούν εσωτερικά κεφάλαια για τη χρηματοδότηση επενδύσεων σε μεγαλύτερο βαθμό από ότι οι ευρωπαϊκές (75% έναντι 65% – ΕΙΒ, 2022). Το φαινόμενο αυτό είναι πιο έντονο στις ΜμΕ (81%) σε σχέση με τις μεγάλες επιχειρήσεις (70%). Επίσης, σύμφωνα με την ίδια έρευνα, το μερίδιο των επιχειρήσεων που αντιμετωπίζουν χρηματοδοτικούς περιορισμούς διαμορφώνεται σε 16% στην Ελλάδα έναντι 6,2% στην ΕΕ, ενώ ειδικά στις ΜMΕ το ποσοστό αυτό αυξάνεται σε 19,1%. Παρά την βελτίωση στη διαθεσιμότητα εξωτερικής χρηματοδότησης κατά τα 2022 σύμφωνα με την έρευνα SAFE που διεξάγεται από την ΕΕ και την ΕΚΤ, οι ελληνικές ΜμΕ υπολείπονται του ευρωπαϊκού μέσου όρου στην πρόσβαση σε χρηματοδότηση, ενώ το πρόβλημα είναι ιδιαίτερα έντονο στις κατηγορίες των πολύ μικρών και μικρών επιχειρήσεων. Το πρόβλημα αφορά τόσο τον όγκο της χρηματοδότησης, δεδομένης της δυσχέρειας των ΜμΕ να έχουν πρόσβαση σε εναλλακτική χρηματοδότηση πλην της τραπεζικής, όσο και το κόστος χρηματοδότησης, καθώς η άνοδος των επιτοκίων νομισματικής πολιτικής αλλά και ο υψηλότερος δείκτης ΜΕΔ που καταγράφεται στο δανειακό χαρτοφυλάκιο των μικρομεσαίων επιχειρήσεων συνεπάγεται αυξημένα κόστη δανεισμού. Η πρόσβαση σε χρηματοδότηση είναι εξαιρετικά σημαντική για τις ΜμΕ, τόσο για τη συνέχιση της λειτουργίας τους όσο και για την υλοποίηση επενδύσεων σε τομείς όπως η έρευνα και ανάπτυξη, η καινοτομία, η ανάπτυξη δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού και ο πράσινος και ο ψηφιακός μετασχηματισμός, καθώς και η ανάληψη εξαγωγικής δραστηριότητας. Δεδομένου ότι το κόστος ανάληψης αυτών των δράσεων είναι πάρα πολύ υψηλό για μια μικρή επιχείρηση, είναι καθοριστική η πρόσβασή της σε πηγές εξωτερικής χρηματοδότησης είτε από το τραπεζικό σύστημα είτε από την αγορά κεφαλαίου. Ωστόσο, σε όλα τα στάδια της ανάπτυξης, οι μικρές επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν μεγαλύτερες δυσκολίες χρηματοδότησης απ’ ό,τι οι μεγάλες επιχειρήσεις.
Προτάσεις για εθνικές και ευρωπαϊκές πολιτικές στήριξης των ΜμΕ
Στη συνέχεια ο επικεφαλής της ΤτΕ αναφέρθηκε στις παρεμβάσεις στήριξης των ΜμΕ για τις οποίες ο ίδιος θεωρεί ότι θα πρέπει να υλοποιηθούν σε τέσσερις βασικούς τομείς.
1. Διευκόλυνση της πρόσβασης σε χρηματοδότηση
- Αξιοποίηση των εθνικών και ευρωπαϊκών χρηματοδοτικών εργαλείων για την ενίσχυση της τραπεζική χρηματοδότησης των ΜμΕ
Σύμφωνα με στοιχεία της ΤτΕ οι μεγάλες επιχειρήσεις συνεχίζουν να υπερτερούν ως προς το ύψος των δανειακών πόρων που αντλούν από το τραπεζικό σύστημα, τάση που παρατηρείται και σε πολλές χώρες διεθνώς. Συνεπώς, η τραπεζική χρηματοδότηση των ΜμΕ θα μπορούσε να ενισχυθεί με περαιτέρω αξιοποίηση των εθνικών και ευρωπαϊκών χρηματοδοτικών εργαλείων. Τα τελευταία έτη, η συμβολή των χρηματοδοτικών εργαλείων εγχώριων και διεθνών αναπτυξιακών φορέων, όπως η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ), η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης (EBRD) και η Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα (ΕΑΤ), στην πιστωτική επέκταση των ΜμΕ υπήρξε σημαντική. Ειδικότερα, την τριετία 2020-2022 περίπου το ήμισυ των τραπεζικών δανείων προς ΜμΕ υποστηρίχθηκε από ευρωπαϊκά ή κρατικά προγράμματα στήριξης, αναλογία πολύ υψηλότερη από την αντίστοιχη για το σύνολο των επιχειρήσεων. Το πρώτο εξάμηνο του 2023 οι εκταμιεύσεις επιχειρηματικών δανείων προς ΜμΕ που συνδέονται με χρηματοδοτικά εργαλεία ανήλθαν περίπου σε 600 εκατ. ευρώ και αντιπροσώπευαν σχεδόν το 1/4 των νέων δανείων καθορισμένης διάρκειας προς ΜμΕ έναντι μόλις 10% για το σύνολο των επιχειρήσεων.
- Διαφοροποίηση των πηγών χρηματοδότησης
Η διαφοροποίηση των πηγών χρηματοδότησης με αξιοποίηση των κεφαλαιαγορών, καθώς και μετοχικών σχημάτων Venture Capital (που επενδύουν σε νέες επιχειρήσεις υψηλής τεχνολογίας) και Private Equity (που επενδύουν σε επιχειρήσεις μη εισηγμένες στο χρηματιστήριο), η συμμετοχική χρηματοδότηση (crowdfunding), η λειτουργία των επιχειρηματικών αγγέλων (business angels), και οι επιταχυντές των νεοφυών επιχειρήσεων (startup accelerators) είναι απαραίτητη προϋπόθεση ώστε να ξεπεραστούν οι δυσκολίες πρόσβασης στην χρηματοδότηση. Ωστόσο, όπως έχει επισημανθεί και στην Έκθεση Πισσαρίδη (2020), απαιτείται βελτίωση της ποιότητας των λογιστικών καταστάσεων και συνολικά της εταιρικής διακυβέρνησης ώστε να ξεπεραστούν προβλήματα ασύμμετρης πληροφόρησης που εμποδίζουν την είσοδο δυνητικά ενδιαφερόμενων επενδυτών.
Επιπλέον, η διεύρυνση της χρηματοδότησης με την υποστήριξη των μικροπιστώσεων πρέπει να επιταχυνθεί.
- Αξιοποίηση και καλύτερος συντονισμός των διαθέσιμων ευρωπαϊκών πόρων
Δεδομένης της ανόδου των επιτοκίων οι επιχειρηματίες θα πρέπει επίσης να αξιοποιήσουν τους διαθέσιμους πόρους από τα ευρωπαϊκά προγράμματα. Στο πλαίσιο αυτό, οι εγχώριες επιχειρήσεις υποβοηθούνται ήδη από τα χαμηλότοκα δάνεια που χορηγούνται στο πλαίσιο του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (Recovery and Resilience Facility – RRF). Υπενθυμίζεται ότι το ελάχιστο επιτόκιο χορήγησης δανείων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (TAA) για προς τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις παραμένει σε 0,35%, ενώ για τις υπόλοιπές επιχειρήσεις από τις 24 Οκτωβρίου του 2022 διαμορφώθηκε σε 1%. Οι ιδιαίτερα επωφελείς όροι χρηματοδότησης αντανακλώνται στη ζήτηση των ΜμΕ για τα εν λόγω δάνεια καθώς έως τις αρχές Ιουνίου από το συνολικό αριθμό των επενδυτικών σχεδίων που είχαν υποβληθεί στο δανειακό σκέλος του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας Ελλάδα 2.0 ποσοστό 61% (260 από τα 425) είχε κατατεθεί από πολύ μικρές, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (ΜμΕ). Προς την ίδια κατεύθυνση, στα συμπεράσματα πρόσφατης έρευνας συγκυρίας της ΕτΕ, αναφέρεται ότι το ήμισυ των ΜμΕ με ενεργά επενδυτικά σχέδια στοχεύει ή ήδη αξιοποιεί πόρους του ΤΑΑ.
Πέρα από τους πόρους του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας πρέπει να αξιοποιηθούν οι πόροι των ευρωπαϊκών διαρθρωτικών ταμείων και το InvestEU, το οποίο αποσκοπεί στην κινητοποίηση ιδιωτικών πόρων για την τόνωση των ιδιωτικών επενδύσεων. Ταυτόχρονα, όμως, θα πρέπει να εξετασθούν πρόσθετες δράσεις ενίσχυσης των ΜμΕ μεσω του REPowerEU, του EU Green Industry Plan και του προτεινόμενου από την Επιτροπή European Sovereignty Fund για την ενίσχυση της βιομηχανίας.
Δεδομένου όμως ότι πολλές φορές οι ευρωπαϊκοί πόροι που κατευθύνονται στις ΜμΕ είναι κατακερματισμένοι, απαιτείται η θεσμοθέτηση Εθνικής Στρατηγικής για τις Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις και την Επιχειρηματικότητα (αντίστοιχη με την Εθνική Βιομηχανική Στρατηγική), στο πλαίσιο της οποίας θα πρέπει να εντάσσονται και οι επενδυτικές προτεραιότητες του ΕΣΠΑ και του Εθνικού Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Κάτι τέτοιο θα επιτρέψει τον καλύτερο συντονισμό των συγχρηματοδοτούμενων δράσεων κατά το στάδιο του σχεδιασμού πολιτικής επιτυγχάνοντας την μεγιστοποίηση του αποτελέσματος των συγχρηματοδοτούμενων ευρωπαϊκών προγραμμάτων. Επισημαίνεται, ότι η αξιολόγηση του αντίκτυπου των προγραμμάτων δημόσιας στήριξης, αποτελεί το κλειδί για την τελειοποίηση του σχεδιασμού τους και την αξιολόγηση της απόδοσής τους.
2. Βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, περιορισμός του διοικητικού φόρτου, βελτίωση της πρόσβασης στην αγορά και εξασφάλιση ίσων όρων ανταγωνισμού
Η συμμόρφωση με κανονισμούς, πρότυπα και διοικητικές διατυπώσεις επηρεάζει τις ΜμΕ περισσότερο από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις λόγω των περιορισμένων οικονομικών και ανθρώπινων πόρων τους. Όπως έχει αναδείξει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, κατά μέσο όρο, μια μεγάλη εταιρεία δαπανά 1 ευρώ ανά εργαζόμενο για να συμμορφωθεί με το ρυθμιστικό πλαίσιο, μια μεσαία επιχείρηση ξοδεύει περίπου 4 ευρώ και μια μικρή επιχείρηση δαπανά έως και 10 ευρώ.
Συνεπώς θα πρέπει να δοθεί έμφαση στη μείωση της γραφειοκρατίας με περιορισμό των υποχρεώσεων υποβολής αναφορών και δεδομένων, στην αξιολόγηση των νομοθετικών προτάσεων όσον αφορά τις πιθανές επιπτώσεις στις ΜμΕ και συνολικά στην καλύτερη νομοθέτηση ώστε να περιοριστεί ο διοικητικός φόρτος. Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να εξεταστούν και καινοτόμες λύσεις μέσω «προστατευόμενου κανονιστικού περιβάλλοντος» (regulatory sandbox). Αυτό παρέχει επικαιροποιημένες πληροφορίες στις ρυθμιστικές και εποπτικές αρχές, καθώς και πείρα σε σχέση με τις νέες τεχνολογίες, ενώ παράλληλα καθιστούν εφικτή την εφαρμογή πειραματικών δράσεων σε επίπεδο πολιτικής. Σημειώνεται ότι ορισμένα κράτη μέλη έχουν ήδη πειραματιστεί με αυτήν την μέθοδο όσον αφορά τις καινοτόμες χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες.
3. Διευκόλυνση της πράσινης και ψηφιακής μετάβασης, της κοινωνικής επιχειρηματικότητας και της πρόσβασης σε εξειδικευμένο προσωπικό
Πολλές ΜμΕ αντιμετωπίζουν σημαντικές δυσκολίες κατά τη μετάβασή τους σε πιο βιώσιμα επιχειρηματικά μοντέλα. Το ένα τρίτο των ΜμΕ στην ΕΕ αναφέρουν ότι χρειάζεται να διεκπεραιώσουν πολύπλοκες διοικητικές και νομικές διαδικασίες στην προσπάθειά τους να καταστήσουν την επιχείρησή τους πιο αποδοτική ως προς τη χρήση των πόρων. Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω απαιτούνται παρεμβάσεις:
- Υποστήριξης των ΜμΕ, με οργανωμένη και συστηματική ενημέρωση και κατάρτιση προκειμένου να κατανοήσουν τους περιβαλλοντικούς κινδύνους και να ενσωματώσουν τη λογική και τους κανόνες της εταιρικής βιωσιμότητας και διαφάνειας.
- Βελτίωσης του θεσμικού και νομικού πλαισίου, με στόχο την προώθηση της πράσινης οικονομίας και της πράσινης επιχειρηματικότητας.
- Οικονομικής στήριξης, τα μέτρα μπορούν να περιλαμβάνουν επιδοτήσεις, φοροελαφρύνσεις, μοριοδοτήσεις για μικρές επιχειρήσεις καθώς και βελτίωση της σύνδεσης των ΜμΕ με το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Η ανάπτυξη εργαλείων βιώσιμης χρηματοδότησης που θα ανταποκρίνονται στις ανάγκες και τις ιδιαιτερότητες των ΜμΕ είναι αναγκαία προϋπόθεση για τη δίκαιη πράσινη μετάβαση αλλά και την βιώσιμη και συμπεριληπτική ανάπτυξη.
Δημόσιοι πόροι θα πρέπει, επίσης, να κατευθυνθούν προς την ενίσχυση της χρήσης ψηφιακών τεχνολογιών, όπως η τεχνολογία blockchain και η τεχνητή νοημοσύνη, το υπολογιστικό νέφος και η υπολογιστική υψηλών επιδόσεων, καθώς μπορεί να προσφέρουν σημαντικές ευκαιρίες στις ΜμΕ για να βελτιώσουν την αποδοτικότητα των διαδικασιών παραγωγής και την ικανότητα καινοτομίας όσον αφορά τα προϊόντα και τα επιχειρηματικά μοντέλα και να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητά τους αλλά και να συμβάλει μεγέθυνσή τους. Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει επίσης να δοθεί έμφαση σε προγράμματα Ε&Α μεταξύ πανεπιστημίων, δημόσιων ερευνητικών φορέων και ιδιωτικών επιχειρήσεων, αλλά και διευκόλυνση της διάχυσης της γνώσης από τον πανεπιστημιακό στον επιχειρηματικό τομέα. Ταυτόχρονα απαιτούνται μέτρα που θα προστατεύσουν τις επενδύσεις των ΜμΕ στον τομέα της έρευνας και της ανάπτυξης. Στο πλαίσιο αυτό απαιτείται η απλούστευση των διαδικασιών καταχώρισης της διανοητικής ιδιοκτησίας, η διευκόλυνση της πρόσβασης σε στρατηγικές συμβουλές για θέματα διανοητικής ιδιοκτησίας και η απλούστευση της χρήσης της διανοητικής ιδιοκτησίας ως μοχλού για την απόκτηση πρόσβασης σε χρηματοδότηση.
4. Καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών
Mε την πανδημία και το πλέον αυξανόμενο κόστος ενέργειας και πρώτων υλών, ο αριθμός των τιμολογίων που πληρώνονται καθυστερημένα αυξάνεται σημαντικά. Παρά τη σχετική οδηγία της ΕΕ, λιγότερο από το 40% των πληρωμών στην ΕΕ – είτε από δημόσιες αρχές είτε από επιχειρήσεις – πραγματοποιούνται εντός της συμβατικής προθεσμίας. Οι καθυστερήσεις πληρωμών θέτουν σε κίνδυνο τη ρευστότητα των ΜμΕ και μερικές φορές την ύπαρξή τους. Επιπλέον, οι καθυστερήσεις πληρωμών εμποδίζουν τις ΜμΕ να επενδύσουν, να προωθήσουν τον πράσινο και ψηφιακό μετασχηματισμό τους και να προσλάβουν περισσότερους υπαλλήλους. Συνεπώς, απαιτείται ένα ισχυρότερο πλαίσιο το οποίο θα αξιοποιεί και ψηφιακά εργαλεία και το οποίο ενδεχομένως θα μπορούσε να περιλαμβάνει τον καθορισμό ανώτατων ορίων καθυστερήσεων για τις πληρωμές μεταξύ επιχειρήσεων, όπως για τον δημόσιο τομέα, θέσπιση ισχυρότερης επιβολή κυρώσεων και υποχρεώσεις παρακολούθησης, παρέχοντας στις ΜμΕ αποτελεσματικά εργαλεία επίλυσης διαφορών και εναλλακτικών μηχανισμών διαμεσολάβησης, προλαμβάνοντας τις καταχρήσεις και τις αθέμιτες πρακτικές.