Tο ρολόι έδειχνε σχεδόν 3 το μεσημέρι στις 7 Σεπτεμβρίου 1999, όταν μέσα σε 15 δευτερόλεπτα η σεισμολογική ιστορία της Ελλάδας θα άλλαζε για πάντα.
Ο σεισμός της Πάρνηθας με μέγεθος 5,9 Ρίχτερ θα γινόταν, με τρόπο βίαιο και δραματικό, σημείο αναφοράς για τη χώρα, καθώς αποτέλεσε τον φονικότερο σεισμό των τελευταίων 70 ετών στην επικράτεια. Σήμερα, 24 χρόνια μετά την τραγική εκείνη ημέρα, προβληματισμό προκαλεί η «σεισμική άπνοια» που επικρατεί επί σχεδόν μία διετία στη χώρα.
Από τον Οκτώβριο του 2021 μέχρι σήμερα, στην Ελλάδα δεν έχει εκδηλωθεί ούτε ένας σεισμός ίσος ή μεγαλύτερος των 6 Ρίχτερ, ενώ συνέβησαν μόλις δύο σεισμικές δονήσεις άνω των 5,5 Ρίχτερ. Για λόγους σύγκρισης αρκεί να σημειωθεί ότι την αμέσως προηγούμενη διετία, δηλαδή την περίοδο 2019-2021, στη χώρα είχαν εκδηλωθεί έξι σεισμοί μεγέθους από 6 έως 7 Ρίχτερ.
Φάση σεισμικής έξαρσης
Οι σεισμολόγοι επισημαίνουν πως επειδή η σεισμική δράση διακρίνεται σε κύκλους το επόμενο χρονικό διάστημα ο ελλαδικός χώρος θα εισέλθει σε φάση σεισμικής έξαρσης, με αρκετούς ισχυρούς σεισμούς να εκδηλώνονται στα όριά του. Επισημαίνουν, παράλληλα, πως δεν χρειάζεται πανικός αλλά αξιοποίηση αυτής της «ησυχίας» από την πολιτεία και τα αρμόδια όργανά της ώστε να εξασφαλιστεί η σεισμική θωράκιση της χώρας.
Το γεγονός επεσήμανε σε ανάρτησή του και ο διευθυντής του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου, σεισμολόγος Ακης Τσελέντης, αναφέροντας σχετικά: «Είναι γεγονός ότι τους τελευταίους μήνες παρατηρούμε μια ύφεση στη σεισμικότητα του ελλαδικού χώρου. Η Ελλάδα είναι μια εξαιρετικά σεισμογενής χώρα, η σεισμική ενέργεια που συνεχώς συσσωρεύεται κάποια στιγμή θα εκτονωθεί. Εύχομαι να είναι σε θαλάσσιο χώρο, όπως συνήθως γίνεται, μακριά από αστικά κέντρα…».
Γιατί, όμως, ο Εγκέλαδος κοιμάται;
Όπως εξηγεί ο δρ Γεράσιμος Παπαδόπουλος, μέλος του Συμβουλίου Διοίκησης του Ελληνικού Μεσογειακού Πανεπιστημίου, «όταν για κάποιο χρονικό διάστημα απελευθερώνεται μεγάλη ποσότητα σεισμικής ενέργειας σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο, στη συνέχεια το σύστημα εισέρχεται σε φάση συσσώρευσης ενέργειας. Άλλωστε, η σεισμική δράση στην Ελλάδα και στις άλλες σεισμογόνες περιοχές του πλανήτη δεν είναι γραμμική. Δηλαδή, δεν παραμένει σταθερή στον χρόνο και στον χώρο. Αντίθετα, παρουσιάζει συνεχείς χωροχρονικές μεταβολές, οι οποίες, σε ορισμένη περιοχή, εμφανίζονται ως διαδοχικές φάσεις σεισμικής έξαρσης και σεισμικής ύφεσης».
Καμπανάκι για δράσεις πρόληψης
Πράγματι η διετία που ξεκίνησε τον Νοέμβριο του 2019 και ολοκληρώθηκε τον Δεκέμβριο του 2021 χαρακτηρίστηκε από σεισμική έξαρση. Σύμφωνα με στοιχεία του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών, κατά τη διάρκειά της καταγράφηκαν πέντε ισχυροί σεισμοί με μεγέθη από 6,0 έως 7,0 μετρημένα στην κλίμακα του μεγέθους σεισμικής ροπής που αποτελεί σύγχρονη μετεξέλιξη της κλασικής κλίμακας του Ρίχτερ: στις 27/11/2019 με μέγεθος 6 στα δυτικά της Κρήτης, στις 2/5/2020 με μέγεθος 6,6 βόρεια της Ιεράπετρας, στις 30/10/2020 με μέγεθος 7 στη Σάμο, όπου παρατηρήθηκε τοπικό, ισχυρό τσουνάμι και έχασαν τη ζωή τους δύο παιδιά όταν καταπλακώθηκαν από τοίχο, ο πολύ βλαβερός σεισμός που εκδηλώθηκε στον Τύρναβο στις 3/3/2021 και ο σεισμός με μέγεθος 6,3 στις 12/10/2021 στη θαλάσσια περιοχή ανατολικά της Ζάκρου στην Κρήτη.
Την ίδια περίοδο σημειώθηκαν 11 σεισμοί με μεγέθη 5,5 έως 5,9 Ρίχτερ, μεταξύ των οποίων ο καταστροφικός σεισμός στο Αρκαλοχώρι τον Σεπτέμβριο του 2021, που προκάλεσε ένα θύμα και τον οποίο το Γεωδυναμικό Ινστιτούτο εκτίμησε στα 5,9 Ρίχτερ, ενώ τα ξένα ινστιτούτα στα 6 Ρίχτερ.
«Παρότι δεν μπορούμε να διακρίνουμε αυστηρή περιοδικότητα σε αυτό το φαινόμενο, βάσει των στοιχείων που έχουμε στη διάθεσή μας, μπορούμε πλέον να πούμε ότι ερχόμαστε πιο κοντά στον επόμενο ισχυρό σεισμό μεγέθους 6 ρίχτηκε και άνω», λέει στα ΝΕΑ ο δρ Παπαδόπουλος. «Εξετάζοντας τα σεισμολογικά δεδομένα πολλών δεκαετιών, διαπιστώνουμε ότι στην Ελλάδα συμβαίνει κατά μέσο όρο ένας σεισμός της τάξεως των 6 Ρίχτερ τον χρόνο. Κάποιες φορές υπάρχει υπέρβαση αυτού του μέσου όρου και κάποιες άλλες υποτίμηση. Ομως από στατιστική άποψη αυτός ο μέσος όρος ικανοποιείται. Αρα, αναμένουμε στο προσεχές μέλλον περίοδο έξαρσης. Και αυτό είναι κάτι που θα πρέπει να λειτουργήσει ως καμπανάκι για δράσεις πρόληψης και προετοιμασίας», τονίζει.