Θα μπορούσε να είναι μια ιστορία θρίλερ με πρωταγωνίστρια μια τρελή γιατρό αποφασισμένη να ελέγξει απόλυτα τις σεξουαλικές ορμές των μικρών παιδιών. Στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα καλά κρυμμένο μυστικό της Αυστρίας, που πρόσφατα είδε το φως της δημοσιότητας και τα θύματα του είναι αποφασισμένα να το επικοινωνήσουν παντού για να μην συμβεί ποτέ ξανά σε κανέναν.
Μια νύχτα του Μαρτίου το 2021 η Ίβι Μέιζες, μια φωτορεπόρτερ από την Ουάσιγκτον, άνοιξε τον φορητό υπολογιστή της και με τρεμάμενα χέρια έγραψε στη μηχανή αναζήτησης της Google τη διεύθυνση μιας βίλας στο Ίνσμπρουκ της Αυστρίας, αφηγείται η ίδια στο New Yorker.
Για δεκαετίες ολόκληρες η Ίβι, σήμερα 55 ετών, στοιχειωνόταν από αναμνήσεις της συγκεκριμένης οικίας, στην οποία έζησε έγκλειστη για πολλούς μήνες όταν ήταν 8 ετών. Μπορούσε ακόμα να φέρει πολύ εύκολα στο μυαλό της το εξωτερικό της σε απαλό κίτρινο χρώμα και να θυμηθεί τη στριφογυριστή σκάλα στο κέντρο της με κάθε λεπτομέρεια, αλλά όσα συνέβησαν εκεί μέσα δεν αποκάλυψε ποτέ ούτε στον ψυχοθεραπευτή, στον οποίο πιστώνει, όπως λέει, τη σωτηρία της.
«Βitte, Löffel» (παρακαλώ, κουτάλι), «bitte, Gabel» (παρακαλώ, πιρούνι)
Το βράδυ, που την σήκωσαν από το κρεβάτι της θετής οικογένειας της σε μια κοντινή κοιλάδα των Άλπεων, παραμένει ανεξίτηλο στη μνήμη της, όπως και τα δεκάδες παιδιά με τα οποία υποχρεώθηκε να συμβιώσει από τη μία μέρα στην άλλη υπό την επιτήρηση ενηλίκων με ιατρικές ρόμπες που τους έδιναν σε τακτικά χρονικά διαστήματα χάπια και τους έκαναν ενέσεις. «Βitte, Löffel» (παρακαλώ, κουτάλι), «bitte, Gabel» (παρακαλώ, πιρούνι), είναι δύο φράσεις που ακόμη της προκαλούν ανατριχίλα και όταν πρέπει να τις πει η ίδια, αφού είναι συνδεδεμένες με το λιτό φαγητό σε περίπου στρατιωτικές συνθήκες που έτρωγε μετά το σχολείο και πριν πέσει για ύπνο, εκεί παρατημένη στη βίλα στα βουνά του Τυρόλου.
Πως πίεζε κάθε βράδυ τα χέρια της στα πλευρά της και έλεγε στον εαυτό της ξανά και ξανά ότι δεν έπρεπε να βρέξει το κρεβάτι της, γιατί είχε μάθει πια καλά τι θα ακολουθούσε, σκέφτεται σήμερα. Οι άνθρωποι με τις ρόμπες θα έμπαιναν μέσα στο δωμάτιο, θα την ξυπνούσαν και θα την έσερναν μέχρι το μπάνιο, όπου θα την ανάγκαζαν να πλυθεί ολόκληρη με κρύο νερό, πριν την αφήσουν να μείνει όρθια όλη τη νύχτα στη γωνία με κλειστά τα φώτα.
When she was eight years old, Evy Mages was taken to a mysterious Austrian villa, where she was humiliated and surveilled for months. Decades later, she became determined to uncover what, exactly, had happened. https://t.co/DM23LiZQCP
— The New Yorker (@NewYorker) September 26, 2023
Η Ίβι δεν ήξερε, ούτε καταλάβαινε τι ακριβώς συνέβαινε μέσα στη βίλα, ένιωθε όμως ότι δεν ήταν τίποτα καλό. Γι’ αυτό και όταν την φώναζαν να πει τι όνειρο είδε το προηγούμενο βράδυ, απέφευγε να πει την αλήθεια. Κάποιες φορές το κόλπο έπιανε, άλλες την οδηγούσαν στην απομόνωση ούτως ή άλλως μέχρι να βρει κάτι να τους πει κι ορισμένες η ένεση ήταν μονόδρομος.
Η αβάσταχτη ντροπή μιας δύσκολης νιότης
Μέσα σε όλα, και πάνω από όλα τα παραπάνω, η Ίβι δεν μπορεί ακόμη και σήμερα να ξεπεράσει την αβάσταχτη ντροπή που ένιωθε όλη την ώρα, καθώς συμβίωνε με ένα σωρό άλλα παιδιά στο ίδιο δωμάτιο αλλά δεν τους επιτρεπόταν να μιλούν μεταξύ τους, λέει η ίδια στο αμερικανικό περιοδικό. Μια κίτρινη βούλα έδειχνε ποιο ήταν το κρεβάτι της και μέχρι σήμερα κάνει μεγάλο αγώνα για να πειστεί ότι είναι απλά ένα χρώμα σαν όλα τα άλλα, γι’ αυτό και αγοράζει πεισματικά ήλιους για το σπίτι της, σε μια προσπάθεια να το αποσυνδέσει από το παρελθόν της.
Η Ίβι στα 20 της μετακόμισε στη Νέα Υόρκη και έπιασε δουλειά στη Daily News. Εκεί γνώρισε τον πρώην σύζυγο της και απέκτησε μαζί του 3 παιδιά. Όταν πια έφτασε στη μέση ηλικία, και αφού είχε αποκτήσει καλούς φίλους και ουσιώδεις σχέσεις με καθένα από τα παιδιά της, κατάλαβε ότι είχε έρθει η ώρα να γυρίσει το κλειδί στην πόρτα της βίλας, που είχε δώσει όρκο ότι δεν θα επισκεπτόταν ποτέ ξανά.
Αυτό που ανακάλυψε τη σόκαρε περισσότερο από ότι περίμενε, εκείνη ένα παιδί μια γυναίκας χωρίς σύζυγο και με πολλά ψυχολογικά προβλήματα, που σύντομα την άφησε σε ένα ίδρυμα με ανεπιθύμητα παιδιά, από όπου έβγαινε για να ζήσει με ανάδοχες οικογένειες ή για να επιστρέψει στη μητέρα της, που την κακοποιούσ,ε πριν την αφήσει και πάλι ξανά σε ξένα χέρια.
«Στο όνομα της Τάξης»
Όπως έμαθε, η βίλα ήταν πράγματι ένα ψυχιατρικό κέντρο, επιβεβαιώνοντας τις υποψίες της, τη διοίκηση του οποίου είχε αναλάβει η δρ. Μαρία Νόβακ Βόγκλ,, ψυχολόγος από το πανεπιστήμιο του Ίνσμπουργκ, με αποστολή να «συναιτίσει» τα δύσκολα παιδιά. Το βιβλίο του ιστορικού Χορστ Σρέιμπερ, «Στο όνομα της Τάξης», έριξε μεγαλύτερο φως στα όσα έζησε και φοβόταν το μεγαλύτερο μέρος της παιδικής της ηλικίας, αφού έχοντας πάρει συνεντεύξεις από πολλούς οικοτροφούς του, εγκαλούσε την κυβέρνηση της Αυστρίας να ζητήσει συγνώμη για όσα επέτρεψε να γίνονται στους χώρους της και να δώσει αποζημίωση σε όσους εξαναγκάστηκαν να ζήσουν εκεί από μερικούς μήνες μέχρι αρκετά χρόνια.
Γιατί το ψυχιατρικό ίδρυμα, που αποκαλείται φυλακή στο προαναφερόμενο βιβλίο και σε όλα τα άρθρα που ακολούθησαν, ήταν στην πραγματικότητα μια κλινική δοκιμών για τη διαχείριση των σεξουαλικών ορμών των μικρών παιδιών και την τρόπο τινά ανακατεύθυνση της σεξουαλικής τους ταυτότητας.
Συγκεκριμένα η Νόβακ Βογκλ έκανε στα παιδιά, που πέρασαν από τα χέρια της, ενέσεις με epiphysan, μια ουσία που λαμβάνεται από τους αδένες των βοοειδών και οι κτηνίατροι χρησιμοποιούν για να μειώσουν τον οίστρο σε φοράδες και αγελάδες. Στόχος της γιατρού-τέρας να βεβαιώσει ότι τα παιδιά αυτά θα είχαν χαμηλές σεξουαλικές ορμές, δεν θα αυνανίζονταν, άρα και θα ήταν περισσότερο διαχειρίσιμα από όποιον είχε εξουσία πάνω τους. Ο Σρέιμπερ στο βιβλίο του είχε γράψει ότι η Νόβακ Βογκλ πίστευε ότι «έκανε σταυροφορία εναντίον του αυνανισμού και της έξαψης».
Καλά κρυμμένο μυστικό
Για την ιστορία η κλινική αυτή στην Αυστρία βρισκόταν σε λειτουργία από το 1954 έως το 1987. Τα στοιχεία δείχνουν ότι από τους χώρους του πέρασαν 3.600 παιδιά, τα περισσότερα ηλικίας 7 με 15 ετών, πριν η Νόβακ Βογκλ, που είχε στενές σχέσεις με το σύστημα μέριμνας παιδιών τη χώρας, αποφασίσει εκείνη που έπρεπε να συνεχίσουν, σε ανάδοχες οικογένειες ή αναμορφωτήρια, όπου ουσιαστικά προσέφεραν τσάμπα εργασία.
Σήμερα η Ίβι, που γνωρίστηκε τόσα χρόνια μετά με ανθρώπους με τους οποίους έζησε τόσο κοντά, αλλά τόσο μακριά μέσα στον ίδιο χώρο σε ένα κλίμα φόβου και ντροπής στα πιο ευαίσθητα χρόνια της, δηλώνει ότι «ποτέ δεν πίστεψα ότι θα υπάρξει επίλογος σε αυτή την ιστορία».
Και φυσικά θα πάρει την αποζημίωση που θα αρχίσει σύντομα να δίνει το ομόσπονδο κρατίδιο του Τυρόλου στα θύματα, όχι τόσο για τα χρήματα, όσο για να γίνει γνωστή αυτή η ιστορία στα πέρατα της γης και να μην επαναληφθεί ξανά πουθενά στον κόσμο.