Στις 28 ή 29 Σεπτεμβρίου (21η – 22η ημέρα του Βοηδρομιώνος κατά το αττικό ημερολόγιο) του έτους 480 π.Χ. διεξήχθη μία από τις σημαντικότερες μάχες, σε στεριά και θάλασσα, στην αρχαιοελληνική ιστορία: η Ναυμαχία της Σαλαμίνας.
Όπως σημειώνουν ιστορικοί και πολιτικοί αναλυτές εδώ και αιώνες, η Ναυμαχία της Σαλαμίνας απότελεσε μία ύψιστης σημασίας στιγμή που θα έκρινε την τύχη του ευρωπαϊκού πολιτισμού και την καθολική επικράτηση ή μη των Περσών και κατ’ επέκταση της Ανατολής στον ευρωπαϊκό χώρο.
Η σημαντικότητα της ναυμαχίας
Η αρχαιολόγος Βέννα Χατζημιχάλη γράφει στο «ΒΗΜΑ» της 20ης Μαΐου 1962 για τη σπουδαία σημασία αυτής της πολεμικής αναμέτρησης.
«Εδώ κρίθηκε η τύχη της ανθρωπότητας πάνω στη θάλασσα, στοιχείο αβέβαιο συχνά εχθρικό. Έλειψε το χώμα που ποτίζει με το αίμα του ο στρατιώτης υπερασπίζοντάς το βήμα προς βήμα. Μετά οι αποφάσεις πάρθηκαν με μεγάλη δυσκολία, έγιναν αλλεπάλληλα συμβούλια χωρίς αποτέλεσμα, οι στρατηγοί έβγαζαν λόγους και συζήταγαν ανακατεμένοι με τους πρόσφυγες αμάχους της Αττικής, γέροντες, γυναίκες, παιδιά, μέσα σε μια ατμόσφαιρα απελπισίας και καταδίκης, ατενίζοντας πέρα κατά την Αθήνα την Ακρόπολη μέσα στις φλόγες.
»Μέσα σ’ αυτή τη σύγχυση σώζει την κατάσταση η αττική εξυπνάδα, όχι του ανθρώπου του καθήκοντος, αλλά του «πολυμήχανου», αντάξιου απογόνου του ομηρικού Οδυσσέα, του Θεμιστοκλή – ενός πανέξυπνου, φανατικού, αισιόδοξου».
Σημαντικό ρόλο στα όσα γνωρίζουμε σήμερα για τη Ναυμαχία της Σαλαμίνας έχει παίξει το «ψήφισμα του Θεμιστοκλή» που μεταφέρθηκε ως τις μέρες μας, μέσω ενός αντιγράφου του πάνω σε ενεπίγραφη στήλη.
Το «ψήφισμα του Θεμιστοκλή»
Σύμφωνα με το ελληνικό Επιγραφικό Μουσείο «πρόκειται για αρχαίο αντίγραφο του περίφημου ΄ψηφίσματος του Θεμιστοκλή΄, που εκδόθηκε λίγο πριν από τη ναυμαχία και ήταν γνωστό μόνο από αναφορές του σε αρχαίους συγγραφείς. Σώζονται οι 48 ανώτερες γραμμές του κειμένου, που είναι χαραγμένο στοιχηδόν και έχει την τυπική μορφή του ψηφίσματος».
Όπως αναφέρει το Επιγραφικό Μουσείο «σύμφωνα με το κείμενο, η βουλή και ο δήμος της πόλης των Αθηνών αποφάσισαν, έπειτα από εισήγηση του Θεμιστοκλή, την εκκένωση της πόλης, την οποία εμπιστεύθηκαν στην προστάτιδά της, θεά Αθηνά. Το σχέδιο του Θεμιστοκλή προέβλεπε ότι τα γυναικόπαιδα θα μεταφέρονταν στην Τροιζήνα (σ.σ. βορειοανατολική Πελοπόννησο) και οι γέροι στη Σαλαμίνα, στην Αθήνα θα έμεναν μόνο οι ταμίες και οι ιέρειες των θεών, ενώ όλοι οι άνδρες στρατεύσιμης ηλικίας θα επάνδρωναν τις διακόσιες τριήρεις, που είχαν ετοιμασθεί για τη μάχη»
Η επιγραφή αυτή, που ονομάστηκε και «ψήφισμα της Τροιζήνας», βρέθηκε να χρησιμοποιείται ως σκαλοπάτι σε κατοικία στην περιοχή της Τροιζήνας, ήρθε στο φως το 1959 και απασχόλησε ιδιαίτερα την αρχαιολογική επιστήμη, προκαλώντας διχογνωμία σχετικά με το πότε αποφασίστηκε από τους Αθηναίους να εκκενώσουν την πόλη τους, με τους Πέρσες να προελαύνουν προς νότο, μετά την επικράτησή τους στις Θερμοπύλες.
Γράφει στο «ΒΗΜΑ» το 1962 η Χατζημιχάλη: «Πολλά γράφτηκαν τελευταία και για το περίφημο ψήφισμα της Τροιζήνας και τον ρόλο του Θεμιστοκλή στην προετοιμασία της ναυμαχίας. Οι επιστήμονες δεν συμφωνούν για την αυθεντικότητα του κειμένου και στην πλειοψηφία τους πιστεύουν πώς είναι κατοπινό και αλλαγμένο αντίγραφο του πραγματικού ψηφίσματος του 480. Επομένως η ναυμαχία δεν ετοιμάστηκε καιρό πριν από τον Θεμιστοκλή αλλά τα πράγματα έγιναν όπως τα παρουσιάζει ο Ηρόδοτος. Ο δαιμόνιος Αθηναίος φρόντισε να εκκενωθούν οι άμαχοι και να συγκεντρωθούν τα πλοία μέσα στις τελευταίες μέρες»
Όποτε πάντως και αν πάρθηκε η απόφαση, οι τελευταίες ημέρες πριν από τη σύγκρουση Ελλήνων και Πέρσων εκτιλύχθηκαν δραματικά.
Η κάθοδος του Ξέρξη
«Μετά τις Θερμοπύλες και την συντριπτική ήττα των Ελλήνων, ο Ξέρξης αποφασίζει να εκμεταλλευτεί την επιτυχία του όσο πιο γρήγορα γίνεται. (…) Κατεβαίνει προς την Αττική θυμωμένος για την αντίσταση που βρήκε στις Θερμοπύλες και καταστρέφει ό,τι βρίσκει μπροστά του. Στα όρια της Αττικής φτάνει με το στρατό του δυνατώτερος παρά ποτέ, χάρις στους στρατιώτες που μαζεύει στο δρόμο του και κυρίως χάρις στο βοιωτικό ιππικό»
«Μετά τις Θερμοπύλες οι Σπαρτιάτες χωρίς να δώσουν άλλη μάχη κάπου στην Κωπαϊδα όπως έλπιζαν οι Αθηναίοι, τράβηξαν για τον Ισθμό, αφήνοντας ακάλυπτη την Αττική.
»Έπρεπε επομένως να αναθεωρηθεί το στρατηγικό σχέδιο των συμμάχων και να βρεθούν δύο νέα καίρια σημεία για να στηριχθεί η υπεράσπιση και η άμυνα. Στην ξηρά διάλεξαν τον Ισθμό, στη θάλασσα τη Σαλαμίνα. Αυτό το σχέδιο σήμαινε, φυσικά εγκατάλειψη της Αττικής, πράγμα που πέτυχε ο Θεμιστοκλής κι οι συνεργάτες του πείθοντας κυρίως και την Τροιζήνα»
Η επιλογή του Θεμιστοκλή να δοθεί στα νερά της Σαλαμίνας η κρισιμότερη ως τότε μάχη στην ιστορία των Ελλήνων δεν ήταν τυχαία καθώς η στενότητα χώρου μετέτρεπε τα πλεονεκτήματα του πολυάριθμου περσικού στόλου σε αδυναμίες.
«Εν τω μεταξύ ο περσικός στόλος αγκυροβολεί στο Φάληρο και αρχίζουν οι συσκέψεις των ναυάρχων τους, Όλοι συμφωνούν να γίνει αμέσως η επίθεση γιατί πλησιάζει το φθινόπωρο και μόνο η Αρτεμισία , η βασίλισσα των Δωριέων της Ασίας, ζητάει να αναβάλουν τις επιχειρήσεις»
Το τέχνασμα του Θεμιστοκλή
Οι Πέρσες ναύαρχοι αδυνατούσαν να δουν την παγίδα που τους είχε στήσει ο Θεμιστοκλής και πίστευαν ότι θα είχαν μπροστά τους μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να εγκλωβίσουν και εν συνεχεία να καταστρέψουν τον ελληνικό στόλο.
«Οι Έλληνες όμως είναι ακόμα αναποφάσιστοι και περνούν στιγμές αγωνίας. Συζητούν, ξανασυζητούν κα μόνο μετά την κατάληψη της Αθήνας από τον Ξέρξη φαίνεται να χάνουν τελειωτικά το ηθικό τους και να ετοιμάζονται οι περισσότεροι για οριστική οπισθοχώρηση»
Η συμμαχία των Ελλήνων χωρίζεται στα δύο: Οι Αθηναίοι και άλλες πόλεις – κράτη στηρίζουν την άποψη του Θεμιστοκλή η μεγάλη ναυτική μάχη να δοθεί στη Σαλαμίνα, ενώ οι Πελοποννήσιοι επιθυμούν η ναυμαχία να γίνει στον Ισθμό της Κορίνθου.
Ακριβώς τότε ο Θεμιστοκλής «ξεδιπλώνει» τα ηγετικά του χαρακτηριστικά, τη μεταδοτικότητά του και την ευστροφία του.
«Τότε βγάζει ο Θεμιστοκλής τον περίφημο λόγο του και μιλάει για τις πόλεις που θα θυσιαστούν αν τις εγκαταλείψουν οι σύμμαχοι, συγκινεί τους ναυάρχους και πείθει τον Ευρυβιάδη (σ.σ. ναύαρχος των Σπαρτιατών) να δώσει τη ναυμαχία στα νερά της Σαλαμίνας»
Αφού έπεισε τους συμπατριώτες του, ο Θεμιστοκλής θα έπρεπε να τραβήξει τους Πέρσες στην παγίδα του. Με αυτόν τον σκοπό «χρησιμοποίησε» τον μέτοικο και παιδαγωγό των παιδιών του, Σίκιννο που καταγόταν από τη Μικρά Ασία και μιλούσε περσικά.
«Τον στέλνει δήθεν να τον πιάσουν οι Πέρσες και να μάθουν από το στόμα του πως οι Έλληνες φοβούνται και δεν συμφωνούν, έτσι που η επίθεση του περσικού στόλου να φαίνεται ευκολώτερη και η νίκη του βέβαια»
Ο ελληνικός θρίαμβος
Το σύνθημα δίνεται από το πλοίο του επικεφαλής των Ελλήνων, του Σπαρτιάτη Ευρυβιάδη. Στη ναυμαχία συμμετέχει και ο τραγικός ποιητής Αισχύλος, ο οποίος μέσα από την τραγωδία του «Πέρσαι» δίνει λεπτομερή περιγραφή των όσων έγιναν τις ημέρες εκείνες. Στον Αισχύλο και στο έργο «Πέρσαι» ανήκουν οι παρακάτω στίχοι που έχουν φτάσει αυτούσιοι ως τις μέρες μας.
Ὦ παῖδες Ἑλλήνων, ἴτε,
ἐλευθεροῦτε πατρίδ᾽, ἐλευθεροῦτε δὲ
παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τε πατρῴων ἕδη,
θήκας τε προγόνων· νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών.
(Εμπρός, των Ελλήνων
γενναία παιδιά! να ελευθερώσετε πατρίδα,
τέκνα, γυναίκες και των πατρικών θεών σας
να ελευτερώστε τα ιερά και των προγόνων
τους τάφους· τώρα για όλα ᾽ναι που πολεμάτε.)
»Οι κατάπληκτοι και τρομαγμένοι Πέρσες και οι σύμμαχοί τους μπλέκουν μέσα στην ταραχή τους μεταξύ τους, τους εμποδίζει και ένας ελαφρός αέρας που σηκώνεται και η καταστροφή είναι μεγάλη και τελειωτική», γράφει η Βέννα Χατζημιχάλη, ενώ ο αμερικανός αρχαιολόγος Μάικλ Τζέιμσον γράφει στο «ΒΗΜΑ» της 7ης Απριλίου 1961:
»Ο ίδιος ο μέγας βασιλεύς (σ.σ. Ξέρξης) εκάθητο και παρηκολούθει από το ύψωμα της στεριάς πλησίον των Αθηνών (σ.σ. όρος Αιγάλεω), αι οποίαι είχον κυριευθή και λεηλατηθή από τον τεράστιον στρατό του. Εκεί εις το στενόν έβλεπε 300 ελληνικά πλοία αναμένοντα την επίθεσιν του στόλο του. Το ένα μετά το άλλο, τα περσικά πλοία εισήρχοντο κωπηλατούντα μόνον και μόνον διά να υποστούν εμβολήν υπό των υπερτερούντων Ελλήνων.
»Εις τα ύδατα του στενού, πλάτους ενός μονον μιλίου, ελάχιστα μόνον πλοία του τεραστίου περσικού στόλου ηδύναντο να επιτεθούν συχρόνως κατά του εχθρού. Όταν τα προπορευόμενα πλοία προσεπάθουν να οπισθοχωρήσουν υπό την πίεσιν της ελληνικής αντεπιθέσεως, ημποδίζοντο από τα ιδικά των πλοία τα οποία τα επίεζον εκ των νώτων. Η ελληνική νίκη κατά θάλασσαν ήτο αποφασιστική.
»Ο Ξέρξης ανεχώρησε διά την πατρίδα του σχεδόν αμέσως, παραλαμβάνων μέγα μέρος του στρατού του. Το υπόλοιπον διήλθε τον χειμώνα εις την Ελλάδα, αλλά κατά το επόμενον έτος οι Έλληνες είχον την τόλμην και την ισχύν να τους νικήσουν επίσης και κατά ξηράν. Η περσική επιδρομή εις την Ελλάδα ετερματίσθη».
Το ευνοϊκό μελτέμι
Σημαντικό ρόλο στην τελική, αίσια για τους Έλληνες, έκβαση της ναυμαχίας έπαιξε και ο άνεμος. Όπως αναφέρει ο ακαδημαϊκός Χρήστος Ζερεφός, Επόπτης του Κέντρου Ερεύνης Φυσικής της Ατμοσφαίρας και Κλιματολογίας της Ακαδημίας Αθηνών, στο «ΒΗΜΑ» της 24ης Μαρτίου 2012 και τη Μαρία Θερμού, ο Θεμιστοκλής έκανε «την πρώτη καταγεγραμμένη στην Ιστορία πρόγνωση καιρού».
»Ο Θεμιστοκλής γνώριζε τα χαρακτηριστικά των «ετησίων» ανέμων αλλά και της θαλάσσιας αύρας, της καλούμενης υπό των αρχαίων τροπαίας. Ο Αισχύλος γράφει ότι το πρωινό της ναυμαχίας είχε ηλιοφάνεια και με τη μαρτυρία αυτή αποκλείεται άλλος τύπος καιρού πλην εκείνου της θαλάσσιας αύρας και του ετησία – του μελτεμιού δηλαδή – που παρατηρούνται με αίθριο ουρανό.
»Από την άλλη, είναι βέβαιον ότι υπήρχε άνεμος, γιατί ο Ηρόδοτος σημειώνει ότι ο Κορίνθιος Αδείμαντος στον πανικό του εσήκωσε πανιά κι έφυγε βιαστικά. Πιστεύω ότι ο Θεμιστοκλής ήταν γνώστης των ανέμων. Το μελτέμι είχε αρχίσει ίσως από την προηγουμένη και το έλαβε υπόψη του, ήταν θέμα στρατηγικής.
»Ο Θεμιστοκλής γνώριζε καλά τόσο τον καιρό όσο και τον τόπο, γι’ αυτό και φρόντισε να μην παρατάξει τα πλοία του αντιμέτωπα προς τα βαρβαρικά προτού φθάσει η συνηθισμένη ώρα κατά την οποία πάντοτε πνέει δυνατός άνεμος στη θάλασσα και φέρνει κύμα προς τα στενά, γιατί αυτός ο άνεμος, ενώ δεν έβλαπτε τα πλοία τα ελληνικά που ήταν χαμηλά και δεν εξείχαν πολύ από τη θάλασσα, θα έπεφτε όμως στα βαρβαρικά πλοία, τα οποία είχαν ορθές πρύμνες και υψηλά καταστρώματα και ήσαν βαριά πλοία και θα τα παρέδιδε πλαγίως προς τα ελληνικά πλοία».
Οι τοξότες και οι απώλειες
»Στην περιοχή της Σαλαμίνας με γενικό σύστημα «ετησίων» συγκλίνουν άνεμοι ΒΑ από την πεδιάδα της Ελευσίνας αλλά και ΒΔ από την πεδιάδα των Μεγάρων και λόγω της συγκλίσεως δημιουργείται ισχυρός κυματισμός στα ανοιχτά της Σαλαμίνας.
»Επομένως, εκτός από την περιστροφή των περσικών πλοίων, οι πέρσες τοξότες από τα καταστρώματα δεν ήταν σε θέση να στοχεύσουν με επιτυχία τους οπλίτες και τους κωπηλάτες των ελληνικών τριήρεων λόγω του κλυδωνισμού των πλοίων».
«Ετσι», σημειώνει η Μαρία Θερμου στο «ΒΗΜΑ» της 24ης Μαρτίου 2012, «από τα 1.207 περσικά πλοία – σήμερα οι περισσότεροι ιστορικοί θεωρούν ότι ήταν 600-800 – χάθηκαν 200, καθώς και μεγάλος αριθμός πολεμιστών, πολλοί από τους οποίους πνίγηκαν στη θάλασσα καθώς δεν γνώριζαν κολύμπι, ενώ από τις 378 τριήρεις οι Ελληνες έχασαν τις 40».
Ο χορός του Σίκιννου
Η νίκη αυτή των Ελλήνων χαρακτηρίστηκε ως η νίκη που έσωσε τον δυτικό πολιτισμό και αδιαφιλονίκητος «πατέρας» της ήταν φυσικά ο Θεμιστοκλής, ο οποίος όμως δεν ξέχασε την ιδιαίτερα συμβολή, στον θρίαμβο αυτό, του πιστού του Σίκιννου.
Όπως λοιπόν γράφει ο Δημήτριος Μυλώνας στο «ΒΗΜΑ» της 18ης Ιανουαρίου 1959 ο Θεμιστοκλής «αντήμειψε τον Σίκιννον καταστήσας αυτόν πολίτην των Θεσπιών, ήτις τότε λόγω της εκουσίας της συμμετοχής εις την θυσίαν των Θερμοπύλων μετά των τριακοσίων του Λεωνίδα, εθεωρείτο η ενδοξοτέρα πόλις της Ελλάδος».
Το όνομα του Σίκιννου όμως έγινε γνωστό στις επόμενες γενιές και για τον τρόπο που πανηγύρισε τον ελληνικό θρίαμβο.
«Ο δε Σίκιννος εφεύρε τον ομώνυμον χορόν που ωνομασθή Σικιννίς, όστις ήτο σχεδόν όμοιος με τον πεντοζάλην των Κρητών, και εχορεύετο επί πολλάς μετέπειτα εκατονταετηρίδας εις ανάμνησιν του μεγάλου εκείνου γεγονότος, το οποίον ενθυμίζει τους ανέκαθεν αγώνας των Ελλήνων υπέρ της Ελευθερίας της Πατρίδος των».