Πολύ βαθιά βάζουν το χέρι στην τσέπη οι Έλληνες ασθενείς για την περίθαλψή τους, αφού μόνο για τα φάρμακα που χρειάστηκαν το 2022 εκτιμάται ότι δαπάνησαν πάνω από 1,7 δισ. ευρώ.
Κι αυτό, τη στιγμή που η δημόσια δαπάνη για φάρμακα εκτιμάται στα 2,7 δις. ευρώ για το 2022 έναντι 2,6 δις. ευρώ το 2021 και η συμμετοχή της φαρμακοβιομηχανίας μέσω των υποχρεωτικών επιστροφών έφτασε τα 2,4 δισ. ευρώ το 2021 από 2 δισ. το 2020, ενώ εκτιμάται ότι τελικά οι επιστροφές του 2022 θα «κλείσουν» σε ύψος μεγαλύτερο της κρατικής χρηματοδότησης.
Οι ασθενείς, για να καλύψουν τις ανάγκες τους σε φαρμακευτική περίθαλψη καταβάλλουν 413 εκατ. ευρώ για τη θεσμοθετημένη συμμετοχή τους και άλλα 276 εκατ. ευρώ για την επιλογή του φαρμάκου τους έναντι του φθηνότερου γενοσήμου που αποζημιώνεται με την ασφαλιστική τιμή, πληρώνοντας για συμμετοχή, τελικά, 689 εκατ. ευρώ.
Πέρα από αυτά όμως, πληρώνουν άλλα 349 εκατ. ευρώ για ΜΗΣΥΦΑ (παυσίπονα, αλοιφές, αποχρεμπτικά, κολλύρια, βιταμίνες κλπ.), επιπλέον 127 εκατ. ευρώ για φάρμακα που συνταγογραφούνται αλλά ο ΕΟΠΥΥ δεν συμμετέχει στην αγορά τους, καθώς επίσης και άλλα 540 εκατ. ευρώ για φάρμακα που ενώ είναι συνταγογραφούμενα και αποζημιούμενα, ο ασθενής επιλέγει την αγορά τους απ΄ευθείας από το φαρμακείο, χωρίς συνταγή ΕΟΠΥΥ – συνήθως για οικονομία χρόνου.
Τα στοιχεία αυτά περιλαμβάνονται στην έκθεση του ΙΟΒΕ «Η φαρμακευτική αγορά στην Ελλάδα: Γεγονότα και Στοιχεία 2022» και στην ειδική μελέτη «Η συμβολή του κλάδου φαρμάκου στην ελληνική οικονομία», οι οποίες παρουσιάστηκαν χθες στο πλαίσιο συνέντευξης Τύπου του Συνδέσμου Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος (ΣΦΕΕ).
Στον χαιρετισμό του ο Πρόεδρος του ΣΦΕΕ Ολύμπιος Παπαδημητρίου, σημείωσε: «Ο κλάδος του φαρμάκου είναι ένας κλάδος στρατηγικής σημασίας για τη χώρα μας με ισχυρό οικονομικό αποτύπωμα. Ο εξορθολογισμός της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης, η βελτίωση της απόδοσης των επενδύσεων, η μείωση των καθυστερήσεων στην είσοδο νέων φαρμάκων στη χώρα και η ψηφιοποίηση του συστήματος υγείας πρέπει να αποτελούν άμεσες προτεραιότητες της Κυβέρνησης. Ο κλάδος μας διαχρονικά στηρίζει το Σύστημα Υγείας και του ασθενείς. Σε περιόδους δύσκολες, σταθήκαμε συνοδοιπόροι της Πολιτείας διασφαλίζοντας την απρόσκοπτη πρόσβαση των ασθενών στα φάρμακά τους και έτσι θα συνεχίσουμε. Χρειάζεται, ωστόσο, η διαμόρφωσή μιας βιώσιμης εθνικής φαρμακευτική πολιτικής, με επίκεντρο τον ασθενή, τη Δημόσια Υγεία και την απασχόληση».
Πολλαπλές ασθένειες
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΙΟΒΕ, η χώρα μας διαθέτει το μεγαλύτερο ποσοστό ασθενών με πολλαπλές χρόνιες παθήσεις, καθώς οι ασθενείς με πολυνοσηρότητα άνω των 65 ετών έχουν φτάσει το 40%, όταν ο αντίστοιχος μέσος όρος της Ευρώπης είναι στο 36%.
Αντίστοιχα, οι Έλληνες με χρόνιο πρόβλημα υγείας, ηλικίας από 16 ετών και πάνω, έχουν αυξηθεί πλέον στο 25% περίπου.
Ως το 2060, το 33,5% του πληθυσμού στην Ελλάδα θα είναι πάνω από 65 ετών, όταν σήμερα πλησιάζει το 23%.
Όλα τα παραπάνω, σε συνδυασμό με το υψηλό προσδόκιμο επιβίωσης, (παρότι μειώθηκε κατά 1,5 χρόνο από το 2020 λόγω της πανδημίας και έφτασε τα 80,2 έτη το 2021, έναντι 80,1 στην ΕΕ27) και η αύξηση των θανάτων έναντι των γεννήσεων κατά 64.300 άτομα το 2022, αναμένεται να αυξήσουν τις δαπάνες υγείας και φαρμάκου τα επόμενα χρόνια.
Έρευνα και παραγωγή
Στην έκθεση επισημαίνεται ότι η φαρμακοβιομηχανία, αποτελεί έναν από τους δυναμικότερους κλάδους της ελληνικής οικονομίας και το σύστημα υγείας.
Ο κλάδος διαθέτει το 8% του συνόλου των δαπανών για Έρευνα και Ανάπτυξη (Ε&Α) την Ελλάδα (2020), ενώ την περίοδο 2002-2022 διενεργήθηκαν 3.830 κλινικές μελέτες (οι 2.250 ολοκληρωμένες), ανεξαρτήτου φάσης ή σταδίου.
Επίσης το 2022 η εγχώρια παραγωγή φαρμακευτικών προϊόντων σε αξία (ex-factory) ανήλθε στα 1,9 δισ. ευρώ, ενώ με προστιθέμενη αξία στα 1,5 δισ. ευρώ (6,4% μερίδιο στον κλάδο της μεταποίησης).
Οι απασχολούμενοι στον κλάδο των φαρμακευτικών προϊόντων (παραγωγή και εμπορία) ήταν 28.900 άτομα το 2021.
Οι εξαγωγές φαρμακευτικών προϊόντων ανήλθαν το 2022 σε 2,6 δισ. ευρώ και αντιστοιχούν στο 4,7% του συνόλου των ελληνικών εξαγωγών όλων των αγαθών για το 2022 με κυριότερους εξαγωγικούς προορισμούς τη Γερμανία, τη Γαλλία και το Ην. Βασίλειο.
Σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες εκτιμήσεις του ΙΟΒΕ για το οικονομικό αποτύπωμα του κλάδου του φαρμάκου στην ελληνική οικονομία, η συνολική συνεισφορά του σε όρους ΑΕΠ εκτιμάται σε 6,2 δισ. ευρώ (3,4% του ΑΕΠ) το 2021.
Δηλαδή, για κάθε ευρώ προστιθέμενης αξίας των εταιρειών που δραστηριοποιούνται στον κλάδο του φαρμάκου, δημιουργούνται συνολικά 2,3 ευρώ στην ελληνική οικονομία.
Σε όρους απασχόλησης, η συνολική συνεισφορά εκτιμάται σε 108.000 θέσεις εργασίας (ή 2,8% της συνολικής απασχόλησης). Δηλαδή, κάθε θέση εργασίας στον κλάδο του φαρμάκου υποστηρίζει 3,4 θέσεις πλήρους απασχόλησης συνολικά στην οικονομία. Τέλος, η επίδραση στα φορολογικά έσοδα από τη δραστηριότητα του κλάδου φαρμάκου εκτιμάται περίπου στα 1,7 δισ. ευρώ.
ΙΟΒΕ – Ασθενείς
Ο αναπληρωτής καθηγητής ΕΜΠ και Επιστημονικός Σύμβουλος του ΙΟΒΕ Άγγελος Τσακανίκας σημείωσε πως: «Ο κλάδος του φαρμάκου αποτελεί έναν από τους δυναμικότερους κλάδους στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, με ιδιαίτερη βαρύτητα σε οικονομικούς, αλλά και κοινωνικούς όρους. Οι προοπτικές του είναι υποσχόμενες σε ένα διεθνές περιβάλλον που αναζητά πλέον νέες παραγωγικές μονάδες στο ευρωπαϊκό έδαφος. Ο επαναπροσδιορισμός των παγκόσμιων αλυσίδων αξίας είναι μια ευκαιρία για τη εγχώρια παραγωγή και επομένως η απελευθέρωση περισσότερων επενδυτικών πόρων και κεφαλαίων είναι βασική προϋπόθεση για την αξιοποίησή της».
Σε παρέμβασή του ο Πρόεδρος της Ένωσης Ασθενών Ελλάδας, κ. Νίκος Δέδες ανέφερε: «Η υπέρμετρη συμμετοχή των ασθενών στη φαρμακευτική δαπάνη και η ανάγκη διασφάλισης της πρόσβασης στην καινοτομία καθιστούν επιτακτικό το συνολικό σχεδιασμό μιας νέας φαρμακευτικής πολιτικής για την οποία η Ένωση Ασθενών Ελλάδας έχει συγκεκριμένες προτάσεις με βασική την Ανάπτυξη, τελειοποίηση και αυστηρή εφαρμογή θεραπευτικών πρωτοκόλλων».