Πιλοτικές είναι οι τρεις αποφάσεις της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου για την επαναφορά των συντάξεων των δικαστικών λειτουργών σε επίπεδα προ του 2012, οι οποίες επί της ουσίας ακολούθησαν τις αποφάσεις από το Μισθοδικείο, που είχε δικαιώσει τους συνταξιούχους δικαστικούς λειτουργούς , ανοίγοντας πρώτο το δρόμο για τις αυξήσεις των συντάξιμων αποδοχών.
Σύμφωνα με πληροφορίες πάντως, εκτός από τις προσφυγές των τριών ανώτατων δικαστών, ένας από κάθε Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας μας (Άρειο Πάγο, Συμβούλιο της Επικρατείας και Ελεγκτικό Συνέδριο), έχουν κατατεθεί και εκκρεμούν και άλλες παρόμοιες προσφυγές, που εκτιμάται ότι φτάνουν τις περίπου 400.
Οι εκκρεμείς αυτές υποθέσεις, όπως επισημαίνουν δικαστικοί κύκλοι, καταλαμβάνονται από το «δια ταύτα» των τριών επίμαχων αποφάσεων της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, οι αποφάσεις αυτές δίνουν τη δικονομική δυνατότητα στους περίπου 4.000 συνταξιούχους δικαστικούς λειτουργούς να διεκδικήσουν δια της δικαστικής οδού την επαναφορά των δικών τους συντάξεων στα επίπεδα πριν από το έτος 2012.
Σύμφωνα μάλιστα με την απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, σε περίπτωση που η συνταξιοδοτική διοίκηση δεν κάνει δεκτό το αίτημα δικαστικών λειτουργών, εφόσον ζητηθεί θα πρέπει να εκδοθεί νέα εκτελεστή διοικητική πράξη.
Η τυχόν δε, άρνηση των αρμοδίων οργάνων της Πολιτείας αποτελεί απορριπτική εκτελεστή διοικητική πράξη, που προσβάλλεται με έφεση ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου, το οποίο με την πρόσφατη απόφασή του επί της ουσίας ακολούθησε την απόφαση που είχε εκδώσει το Μισθοδικείο περί της αντισυνταγματικότητας των επίμαχων περικοπών.
Η απόφαση των ανώτατων δικαστών εκδόθηκε κατά πλειοψηφία, με τρία μέλη του να έχουν την άποψη ότι η εφαρμογή των εν λόγω αποφάσεων πρέπει να αρχίσει ένα έτος και πλέον μετά την ημερομηνία δημοσίευσης, έτσι ώστε να δοθεί το χρονικό περιθώριο στην κυβέρνηση, για «να δυνηθεί ο νομοθέτης, επανεκτιμώντας τα δημοσιονομικά δεδομένα, να ανεύρει τρόπο συμμόρφωσης με τα κριθέντα, ως προς τις αναδρομικές αξιώσεις» των συνταξιούχων δικαστών.
Σε αναγκαίες διευκρινίσεις για τις αποφάσεις αυτές, που έχουν έντονο δημοσιονομικό και πολιτικό αντίκτυπο, προχώρησε σήμερα, Παρασκευή, το Ελεγκτικό Συνέδριο.
Το Ανώτατο Δημοσιονομικό Δικαστήριο επισημαίνει στην επίσημη ιστοσελίδα του ότι:
Με τρεις πιλοτικές της αποφάσεις (1330/2023, 1331/2023 και 1332/2023), η Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου επέλυσε ζητήματα που εγέρθηκαν σχετικά με την εκτέλεση των 255/2021 και 2/2022 αποφάσεων του ειδικού κατά το άρθρο 88 παρ. 2 του Συντάγματος Δικαστηρίου (Μισθοδικείου).
Το ειδικό αυτό Δικαστήριο (Μισθοδικείο) έκρινε στις εν λόγω αποφάσεις του ότι η υπαγωγή για τον υπολογισμό των συντάξεων των δικαστικών λειτουργών στη νομοθεσία περί ΕΦΚΑ είναι αντισυνταγματική, λόγω του υπερβολικά χαμηλού ποσοστού αναπλήρωσης που προκύπτει και ότι, μετά τη θέση εκποδών ως αντισυνταγματικής της εν λόγω νομοθεσίας, εφαρμόζεται για τον υπολογισμό των συντάξεων των δικαστικών λειτουργών η προϊσχύσασα νομοθεσία.
Υπενθυμίζεται ότι με τις πιλοτικές δίκες, ως οι ανωτέρω, επιλύονται ζητήματα γενικότερου ενδιαφέροντος που έχουν συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων και όχι διαφορές που αφορούν ειδικώς τον συγκεκριμένο διάδικο, το δικόγραφο του οποίου, φέροντας τα εν λόγω χαρακτηριστικά, έδωσε απλώς λαβή για την επίλυση των εν λόγω ζητημάτων.
Ασκώντας την παρακολουθηματικού χαρακτήρα έναντι του ειδικού κατά το άρθρο 88 παρ. 2 του Συντάγματος Δικαστηρίου δικαιοδοσία του, το Ελεγκτικό Συνέδριο έκρινε τα εξής, στο πλαίσιο των ήδη επιλυθέντων από το ειδικό αυτό Δικαστήριο ζητημάτων:
Η εκ του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος υποχρέωση για παροχή πλήρους δικαστικής προστασίας από την προσβολή των συνταξιοδοτικής φύσης δικαιωμάτων των δικαστικών λειτουργών και η εντεύθεν διασφάλιση της πρακτικής αποτελεσματικότητας του δικαιώματος, του οποίου η προσβολή διαγνώστηκε με απόφαση του ειδικού Δικαστηρίου, επιβάλλει όπως η συνταξιοδοτική Διοίκηση, μετά τη δικαστική διάγνωση της αντισυνταγματικότητας μειώσεων σε σύνταξη δικαστικού λειτουργού, προβεί, εφ’ όσον τούτο ζητηθεί και ανεξαρτήτως αν η απόφαση του εν λόγω Δικαστηρίου αφορούσε στον ίδιο τον αιτούντα, σε νέο, σύμφωνο με το Σύνταγμα, υπολογισμό της σύνταξης, εκδίδοντας νέα εκτελεστή διοικητική πράξη· τυχόν δε άρνηση να ενεργήσει σχετικώς αποτελεί απορριπτική εκτελεστή διοικητική πράξη που προσβάλλεται με έφεση ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
1. Το ειδικό κατά το άρθρο 88 παρ. 2 του Συντάγματος Δικαστήριο, όταν δικάζει μεταξύ άλλων διαφορές από συντάξεις δικαστικών λειτουργών, συγκροτείται κατά πλειοψηφία από μη δικαστικούς λειτουργούς.
2. Σε προηγούμενη απόφασή του (1/2018), το ως άνω Δικαστήριο είχε κρίνει ότι η αναπλήρωση σε ποσοστό ίσο ή κατώτερο του 60% σε σύνταξη δικαστικού λειτουργού είναι επίσης αντίθετη στο Σύνταγμα.
Σε υποθέσεις συνταξιούχων δικαστικών λειτουργών, το Ελεγκτικό Συνέδριο υποχρεούται κατά το Σύνταγμα να σέβεται τις επί νομικών ζητημάτων κρίσεις του ειδικού Δικαστηρίου, που έχει τη σχετική πρωτογενή εκ του Συντάγματος δικαιοδοσία.
Μη νόμιμη και ακυρωτέα η σιωπηρή άρνηση της συνταξιοδοτικής Διοίκησης για επανακανονισμό της σύνταξης δικαστικού λειτουργού, αφού αυτή όφειλε να υπολογίσει τη σύνταξή του μη εφαρμόζοντας τις κριθείσες αρμοδίως ως αντισυνταγματικές ρυθμίσεις, αλλά τις προϊσχύσασες αυτών.
Εφαρμοστέες για τον κανονισμό της σύνταξης των δικαστικών λειτουργών εκκαλούντος είναι οι προϊσχύσασες του ν. 4387/2016 διατάξεις, ενώ το καταβλητέο ποσό της σύνταξής τους υπόκειται μόνο στις περικοπές και τις κρατήσεις που δεν αντίκεινται σε υπερνομοθετικής ισχύος κανόνες, σύμφωνα με όσα έχουν κριθεί από το εν λόγω ειδικό Δικαστήριο και το Ελεγκτικό Συνέδριο.
Το ζήτημα της συμπερίληψης στις αποδοχές που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό της αναλογίας μεταξύ αποδοχών ενεργείας και συντάξιμων αποδοχών, του ποσού της αποζημίωσης λόγω της συμμετοχής δικαστικών λειτουργών στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, ανήκει, ως εκ της φύσης του ζητήματος και ενόψει του ότι δεν έχει αυτό επιλυθεί με προηγούμενη απόφασή του, στην αρμοδιότητα του κατά το άρθρο 88 παρ. 2 του Συντάγματος ειδικού Δικαστηρίου.