Στην πολιτική δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο και ανήθικο από το «μην ασχολείσαι, κάποια στιγμή θα το ξεχάσουν».
Όχι απλώς γιατί αποπνέει μια ορισμένη αντίληψη που μόνο ως κυνική μπορεί να περιγραφεί. Αλλά και γιατί απειλεί να οδηγήσει στη συγκάλυψη προβλημάτων που με μαθηματική ακρίβεια κάποια στιγμή θα επανέλθουν στο προσκήνιο, πιθανώς και με χειρότερη μορφή.
Το ζήτημα των υποκλοπών και του λογισμικού Predator είναι ακριβώς κάτι που δεν μπορεί και δεν πρέπει να ξεχαστεί.
Το γεγονός ότι η Ελλάδα ήταν στο κέντρο της ανάπτυξης και διάδοσης, συμπεριλαμβανομένης της εκπαίδευσης των χρηστών, ενός παράνομου λογισμικού που έχει χρησιμοποιηθεί από αυταρχικές κυβερνήσεις ως τρόπος παρακολούθησης πολιτικών αντιπάλων είναι κάτι που δεν μπορούμε εύκολα να το προσπεράσουμε. Ούτε το γεγονός ότι επιβεβαιωμένα μολύνθηκαν με τέτοιο λογισμικό τηλέφωνα Ελλήνων πολιτών και πολιτικών.
Αυτό σημαίνει ότι χρειάζεται κάποια στιγμή να χυθεί άπλετο φως σε αυτή την υπόθεση.
Γιατί αυτό το ζήτημα θα συνεχίσει να ρίχνει βαριά σκιά πάνω στον δημόσιο βίο της χώρας. Εκ των πραγμάτων και δικαίως θα γεμίζει τους πολίτες με καχυποψία και ανασφάλεια σχετικά με το εάν όντως θεμελιώδη δικαιώματα προστατεύονται και υπάρχουν φραγμοί απέναντι στην αυθαιρεσία της εξουσίας.
Ακόμη χειρότερα θα συντηρεί τον κυνισμό ότι «όλοι άλλα λένε και από πίσω άλλα κάνουν», που οδηγεί στην αποσάθρωση της εμπιστοσύνης στην ίδια τη δημοκρατική διάσταση του πολιτικού συστήματος, στοιχείο που οριακά μπορεί να ενισχύσει την απήχηση ρευμάτων, όπως η Ακροδεξιά, που συχνά λέει ότι «όλοι οι πολιτικοί είναι διεφθαρμένοι, άλλα λένε και άλλα κάνουν».
Γνωρίζω τον αντίλογο που υπάρχει. Ότι, δηλαδή, το θέμα αυτό δεν είναι ψηλά στις προτεραιότητες της κοινωνίας, ότι σήμερα η αγωνία είναι για την ακρίβεια όχι για τη δημοκρατία, ότι στους πολίτες έχει εμπεδωθεί η λογική ότι η δημοκρατία είναι ως ένα βαθμό «εικονική» και ότι ως ένα βαθμό ένα είδος «Μεγάλου Αδελφού» είναι σε δράση.
Όπως και αντιλαμβάνομαι ότι η κυβέρνηση δεν θεωρεί ότι είναι «πιεσμένη» σε αυτό το ζήτημα αφού παρά το σκάνδαλο των υποκλοπών η ΝΔ θριάμβευσε στις εκλογές, ενώ η αντιπολίτευση -που επέμενε να αναδεικνύει το θέμα- δεν τα πήγε ακριβώς καλά.
Όμως, πιστεύω ότι ορισμένα πράγματα δεν -και οφείλουν να μην- λειτουργούν έτσι.
Το τι απαντούν οι πολίτες στις δημοσκοπήσεις μπορεί να αντανακλά το τι ιεραρχούν σε μια στιγμή, αλλά δεν σημαίνει ότι δεν θεωρούν πρόβλημα ένα θέμα, όπως οι υποκλοπές.
Σε τελική ανάλυση, τα δικαιώματα – όπως είναι το απόρρητο των επικοινωνιών – έχουν απόλυτη αξία. Οφείλουν να ισχύουν για όλους με τον ίδιο τρόπο. Δεν μπορούν να κρίνονται με βάση τις δημοσκοπήσεις, ούτε καν τα αποτελέσματα των εκλογών.
Και δεν είναι, επίσης, καθόλου δεδομένο ότι η κοινωνία έχει «ξεχάσει» το θέμα, ακόμη και εάν αυτό δεν έπαιξε καθοριστικό ρόλο στο πώς αποφάσισε τι θα ψηφίσει.
Αυτό σημαίνει ότι η κυβέρνηση δεν μπορεί να οχυρώνεται πίσω από το «ερευνά η ανεξάρτητη δικαιοσύνη». Όχι γιατί δεν πρέπει να γίνει πλήρης διερεύνηση από τη δικαιοσύνη. Αλλά γιατί η κυβέρνηση -όπως αποδεικνύεται από όσα έστω και με αργούς ρυθμούς βγαίνουν στο φως- ξέρει πολύ περισσότερα από όσα θέλει να παραδεχτεί για όλη αυτή τη σχέση ανάμεσα σε τμήματα του ελληνικού κράτους και εταιρείες που παρήγαγαν, προωθούν και δοκίμαζαν στην πράξη παράνομο λογισμικό παρακολούθησης.
Και αυτά που ξέρει πρέπει να τα πει. Να δώσει εξηγήσεις στον ελληνικό λαό. Να αναλάβει ευθύνες όπου χρειάζεται. Να μιλήσει για τις ευθύνες άλλων εάν απαιτείται, γιατί η υπόθεση αυτή έχει βάθος που τελικά αγγίζει τη λειτουργία της Δημοκρατίας.
Όμως, πάνω από όλα πρέπει να μιλήσει και να μην υποκρίνεται ότι το θέμα δεν υπάρχει.
Σε τελική ανάλυση δεν είναι και η καλύτερη εικόνα οι Έλληνες πολίτες να μαθαίνουν από διεθνείς δημοσιογραφικές ομάδες πράγματα που πρώτη θα έπρεπε εξαρχής να τους είχε εξηγήσει η ίδια η κυβέρνησή τους.
Από τη μεριά μας θα επιμείνουμε να μην ξεχνάμε το θέμα αυτό. Είναι το λιγότερο που μπορούμε να κάνουμε.