Το Μάρτιο του 1991 ο Λεωνίδας Κύρκος πήρε τη μεγάλη απόφαση να αποχωρήσει από την ηγεσία του Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου — ήταν ο γραμματέας του, με πρόεδρο τον Χαρίλαο Φλωράκη, που επίσης παραιτήθηκε τότε από το αξίωμά του.
Λίγες ημέρες μετά την αποχώρησή του ο Κύρκος παραχώρησε μια συνέντευξη στη δημοσιογράφο Λιάνα Μπαλή, που δημοσιεύτηκε στο τεύχος του «Ταχυδρόμου» που είχε κυκλοφορήσει στις 28 Μαρτίου 1991. Από τη συνέντευξη αυτήν προέρχονται τα ακόλουθα αποσπάσματα:
Τι αφήνετε πίσω σας, κ. Κύρκο, ως πολιτική προσωπικότητα;
Μου ζητάς κάτι που είναι δύσκολο να το απαντήσω εγώ. Τι θα ήθελα να είχα αφήσει… Εκείνο που θα ήθελα θα ήταν μια αίσθηση ανήσυχης πάντα προσέγγισης των προβλημάτων που τίθενται, μια αίσθηση αισιοδοξίας για τη δυνατότητα να υπερβούμε τις δυσκολίες μέσα από τη συσσώρευση ευρύτερων δυνάμεων για την κατάκτηση του συγκεκριμένου στόχου.
Τι νομίζετε ότι κληροδοτείτε στους νέους πολιτικούς; Τι αφήνετε ως παρακαταθήκη στην Αριστερά και στην πολιτική;
Δεν νομίζετε ότι είναι νωρίς ακόμα να μιλούμε για παρακαταθήκες; (γέλια) Αυτό που η γενιά μου αφήνει με όλες τις αντιφατικότητές της είναι μια απεριόριστη αφοσίωση σ’ αυτόν το λαό και μια αγάπη για τον τόπο μας. Ο χώρος της Αριστεράς δεν είναι χώρος για καριέρα. Οι καριερίστες δεν βρίσκουν σ’ αυτόν το χώρο πεδίο για την άνθιση των προσδοκιών τους. Αυτό είναι πολύ σημαντικό. Μια δεύτερη πλευρά είναι ότι η πολιτική έχει να κάνει με ανθρώπους. Και με τους ανθρώπους πρέπει να επικοινωνείς. Να γεμίζεις το νου και να εμπνέεις, ιδιαίτερα τους νέους ανθρώπους· να καλλιεργείς τα οράματα και να μάχεσαι για την ομορφιά των αξιών. Πρέπει να κρατάς την ανθρώπινη σχέση με τον κόσμο — να τον καταλαβαίνεις και να σε καταλαβαίνει, να τον νιώθεις και να σε νιώθει σαν δικό του. Πολλές φορές έρχονται οι γνώστες των μέσων μαζικής επικοινωνίας και σου λένε «θα σου διαμορφώσουμε αυτό το προφίλ». Δεν το υποτιμώ. Μπορεί να σου φτιάξουν το ωραιότερο προφίλ, αλλά απ’ την άλλη πλευρά μπορεί να σου αφαιρέσουν την ανθρώπινη ευαισθησία. Έτσι όμως καταστρέφονται όλα. Το θέμα δεν είναι πώς θα φτιάξουμε με μακιγιάζ τον πολιτικό. Ο άλλος πρέπει να σε νιώθει δικό του. […] Αν από την πολιτική αφαιρέσεις το ανθρώπινο στοιχείο, τότε την κάνεις κατάλογο αιτημάτων, που κέντρο έχουν την τσέπη ή τις καταναλωτικές προσδοκίες. Βεβαίως κι αυτά δεν πρέπει να υποτιμώνται, αλλά δεν φτιάχνουν ποτέ τη μεγάλη πολιτική, που μπορεί να δονήσει ολόκληρες κοινωνίες. Αυτό, λοιπόν, θα ήθελα να μείνει σαν υποθήκη…
Και τώρα που αποχωρείτε απο τα ηγετικά αξιώματα νιώθετε δικαιωμένος; Πότε άραγε νιώθει δικαιωμένος ένας πολιτικός;
Α, ναι, βέβαια. Νιώθω δικαιωμένος —και αυτό πρέπει να το πω σ’ όλους τους τόνους— γιατί είμαι μέλος μιας γενιάς που έδωσε πάρα πολλά, τελείως αφιλόκερδα. Καταστράφηκαν άνθρωποι με μεγάλες ικανότητες, που θα μπορούσαν να είχαν κάνει μεγάλη σταδιοδρομία, καταστράφηκαν οικογένειες, υπήρξαν ερείπια. Αυτή η γενιά όμως συνέβαλε στο να γνωρίσει ο τόπος μας το άλμα που έπρεπε να κάνει προς τα μπρος. Καμιά από τις θυσίες που έγιναν δεν πήγε χαμένη. Έγιναν λάθη, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία. Ξέρει κανένας κάποιον ευθύγραμμο δρόμο που να οδηγεί προς την πρόοδο; Εγώ δεν ξέρω. Η ιστορία είναι γεμάτη από ζιγκ-ζαγκ. Και σ’ ό,τι μ’ αφορά, πήρα το μερτικό μου και της φαμίλιας μου και των παιδιών μου και της ευρύτερης οικογένειάς μου σ’ αυτή τη δραματική πορεία. Και μπορώ να πω ότι και προσωπικά νιώθω δικαιωμένος. Γιατί οι μεγάλες σκοπεύσεις για τις οποίες δώσαμε τα νιάτα μας και τη ζωή μας μπορεί να μην υλοποιήθηκαν, αλλά να μην έχεις καμιά αμφιβολία ότι σ’ αυτές ανήκει το αύριο και ότι θα υλοποιηθούν — από άλλους όμως δρόμους από εκείνους που η δική μου γενιά νόμιζε ότι θα μπορούσε να πραγματοποιήσει. Με πολύ μεγάλη αυστηρότητα, μαζί μ’ ένα τμήμα της γενιάς μου, είδαμε έγκαιρα ότι το αριστερό κίνημα βρισκόταν σε λαθεμένους δρόμους. Κι ήρθε η επιβεβαίωση, μ’ έναν τραγικό τρόπο, που εμείς με τις ελάχιστές μας δυνάμεις προειδοποιούσαμε ότι θα έπρεπε να έχει αποφευχθεί. Αλλά και αυτό αποτελεί μια διδαχή. Και αντί να οδηγεί σε μια παράλυση και ψυχική και διανοητική, αντίστροφα πρέπει να λειτουργεί σαν ερέθισμα. Γιατί τι είναι αυτό που οικοδομείται επάνω στην τραγωδία της διάψευσης τόσων και τόσων προσδοκιών; Μήπως είναι η βεβαιότητα ότι ο καπιταλισμός δείχνει το δρόμο της ευτυχίας των λαών και των ανθρώπων; Ποιος θα μπορούσε να το υποστηρίξει;
Μα δεν υπάρχει και πίκρα μέσα σ’ αυτή την πορεία;
Αναμφισβήτητα. Αλλά δεν πρέπει κανείς να πνιγεί σ’ αυτό το συναίσθημα. Μπορεί να οδηγήσει και σε μεγάλη οργή ή σε μια απέραντη αισιοδοξία για το αύριο. Ο αριστερός εξ ορισμού είναι μαχητής, που δεν αφήνει κάτω το όπλο, δεν χάνει την ψυχική ορμή του να παλέψει για ν’ αλλάξει τα πάντα. Υπάρχουν δυσκολίες, οι δυσκολίες όμως υπάρχουν για να τις υπερνικούμε. Αλλά οι χειρότερες δυσκολίες είναι εκείνες που δημιουργούμε με την τύφλα μας. Εκείνο που προτείνω λοιπόν είναι να άρουμε την τύφλωσή μας. Κατά συνέπεια, να ρίξουμε τη ματιά μας στους ευρύτερους ορίζοντες. Να φύγουμε από τις δικές μας παγιδεύσεις, ν’ απλώσουμε τη ματιά μας με θάρρος, με τόλμη. Κανένα πρόσωπο, κανένας κομματικός πατριωτισμός, καμιά αγκύλωση σε στερεότυπα που μας κληροδοτήθηκαν δεν θα πρέπει να εμποδίσει τη ματιά μας. Κι ας σκοντάψουμε. Θα υπερνικήσουμε το εμπόδιο. Να φύγουμε και από τους λαϊκισμούς και από τους εργατισμούς και ν’ ανοιχτούμε, να μπορέσουμε να συνυφάνουμε ό,τι καλύτερο φέρνει η εξέλιξη της γνώσης, της επιστήμης, η μεγάλη ανθρώπινη εμπειρία μέσα από τους κοινωνικούς αγώνες.
Το όνειρο λοιπόν παραμένει ζωντανό, δεν ήταν τελικά σκιάς ασθενέστερο;
Η Αριστερά δεν ζητείται, ούτε είναι στα αζήτητα. Η Αριστερά είναι παρούσα με τις περιπέτειές της, με τις συγκρούσεις της και με την αδιάκοπη ανανέωσή της, με την εμμονή της στο μεγάλο χαράκωμα, που δεν επιτρέπει συγχύσεις…
Η Αριστερά στα χρόνια σας πόσο άκουγε τη φωνή της βάσης; Ποιο ρόλο έπαιξαν οι «καρέκλες»;
Κι εδώ πρέπει να είμαστε πολύ ειλικρινείς. Διακηρύσσουμε ότι ακούμε τη φωνή της βάσης, ότι η βάση είναι μέσα στο κόμμα μας ο αφέντης. Αν ανοίξεις τα κείμενα τα αριστερά, θα δεις πως επανέρχεται σχεδόν με τις ίδιες φράσεις, χωρίς να έχει πραγματοποιηθεί. Είναι το μεγάλο ζητούμενο. Για όσους νομίζουν ότι είναι εύκολο θέλω να πω ότι είναι το μεγαλύτερο ζητούμενο για γενιές. Γιατί δεν φτάνει απλώς να το διακηρύσσεις, δεν φτάνει απλώς να μένει στο δρόμο για να γίνει, χρειάζεται να υπάρχει και μια άλλη κουλτούρα. Από την άλλη μεριά, οι «καρέκλες» έπαιξαν καταστροφικό ρόλο. Σ’ ολόκληρο το αριστερό κίνημα η σταλινική παράδοση έπαιξε καταστροφικό ρόλο, που τελικά το αφυδάτωσε τελείως, διαμορφώνοντάς το σ’ ένα κίνημα που έδινε στην ηγεσία τρομακτικές εξουσίες, που το κατέστρεψαν. Ήταν ένα φαινόμενο που, αντί να προωθεί την κοινωνική διεργασία, τη στραγγάλιζε. Αντί να διευρύνει τη δημοκρατία, την έπνιγε. Και αντί να διδάσκεται από την κοινωνία, νομίζοντας ότι κατέχει την υπέρτατη αλήθεια, την εμπόδιζε να προχωρήσει.
Πρέπει λοιπόν να λησμονήσουμε ηγέτες και ηγεσίες…
Να μη λησμονηθεί κανένας. Αλλά να τους θυμόμαστε σαν αρνητικά παραδείγματα. Η Αριστερά πρέπει να γνωρίσει μια καινούργια επανάσταση του εαυτού της. Και πρέπει να προχωρήσει με τόλμη σ’ αυτό, γιατί είναι όρος για τη δική της αναγέννηση. Να μην απορρίψει τίποτα απ’ ό,τι γόνιμο ήρθε από το χθες. Οτιδήποτε ήρθε από την ιστορία, οτιδήποτε ανιχνεύεται σήμερα, όποιο φρέσκο φύτρο σ’ οποιονδήποτε μπαχτσέ κι αν ανθίζει είναι δικό μας. Μόνο τότε η Αριστερά θα μπορέσει σαν ηθική, σαν πολιτική και σαν πολιτιστική δύναμη να διεκδικήσει έναν πρώτο ρόλο. Διαφορετικά, αν μείνει στο επίπεδο των μηχανισμών και της τρικλοποδιάς ή αν επιμείνει —όπως επέμενε άλλοτε— να παιδαγωγήσει χωρίς να παιδαγωγηθεί, να διδάξει χωρίς να διδαχθεί, θα αποτύχει.
Προσωπικά, αν αρχίζατε από την αρχή, σήμερα τι θα αποφεύγατε;
Θα ήθελα να αποφύγω τις ωραιοποιήσεις, τις απλουστεύσεις πολλές φορές, τις βεβαιότητες άλλες. Δηλαδή, θα ήθελα να αποφύγω μια προσέγγιση εξιδανίκευσης της πραγματικότητας, που γεννούσε ένα βολονταρισμό. Είναι πολύ πιο σύνθετη η πραγματικότητα… Και τις στιγμές ακόμα που πηγαίνουμε καλά πρέπει να έχουμε την εγρήγορση, να ψάχνουμε μήπως μπορούμε να πάμε καλύτερα, ταχύτερα, πιο παραγωγικά, πιο αποτελεσματικά και χωρίς τις μεγάλες συγκρούσεις που ενδεχομένως έχουν ένα μεγάλο κοινωνικό κόστος. Η βεβαιότητα οδηγεί στην αδράνεια και την παθητικότητα, και δεν ξυπνά την επαγρύπνηση και την εγρήγορση.
*Ο πολιτικός και διανοούμενος Λεωνίδας Κύρκος γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης στις 12 Οκτωβρίου 1924 και απεβίωσε στην Αθήνα στις 28 Αυγούστου 2011.
Υπήρξε ένα από τα φωτισμένα μυαλά της Αριστεράς, μια προσωπικότητα ανώτερου διαμετρήματος, ένας άνθρωπος με ακλόνητη πίστη στις ιδέες του, αλλά χωρίς δογματική ακαμψία και κομματικές παρωπίδες.