Η τελευταία φορά που οι διαβόητες μυστικές υπηρεσίες του Ισραήλ πιάστηκαν στον ύπνο με αποτέλεσμα η χώρα να δεχτεί επίθεση και να ακρωτηριαστεί εδαφικά για πάντα, ήταν στον Αραβο-Ισραηλινό πόλεμο το 1973.
Υπενθυμίζεται ότι τότε, οι Ισραηλινοί δεν είχαν καταφέρει να διαγνώσουν την αριστοτεχνική προετοιμασία του αιγυπτιακού στρατού στα σύνορα στο Σινά και να προβλέψουν την αστραπιαία επίθεση. Ήταν τέτοιας έκτασης η αιγυπτιακή επιτυχία, στα αρχικά στάδια του πολέμου, που πιάστηκαν στον ύπνο ακόμα και οι δυτικές υπηρεσίες πληροφοριών.
Το φιάσκο εκείνο όμως, όχι μόνο επαναλήφθηκε με τη πρόσφατη επίθεση της Χαμάς, αλλά οδήγησε σε δυσανάλογο θάνατο αμάχων, παρά στρατιωτικών.
Αν και οι μυστικές υπηρεσίες του Ισραήλ συγκέντρωσαν κάποιες πληροφορίες από τις προετοιμασίες, δεν συμπληρώθηκαν όλα τα κομμάτια του παζλ, με αποτέλεσμα να μην προβλεφθεί ο χρόνος και η κλίματα της επικείμενης επίθεσης χάθηκαν.
Αναλύοντας του λόγους της ισραηλινής αποτυχίας, η υποψήφια δρ. στο Τμήμα Σπουδών Πολέμου του King’s College Elena Grossfeld, εκτιμά πως αν και οι ισραηλινές υπηρεσίες μπορεί να γνώριζαν κάποιες πληροφορίες για την επίθεση των περίπου 1.000 ή περισσότερων μαχητών της Χαμάς με χιλιάδες πυραύλους, ωστόσο κάτι δεν πήγε καλά.
Εάν οι αναφορές για αγνοημένες αιγυπτιακές προειδοποιήσεις προς το Ισραήλ αποδειχθούν αληθινές, θα είναι μια επανάληψη του σεναρίου του 1973, όταν ο τότε αρχηγός των υπηρεσιών αρνήθηκε να ενεργοποιήσει τα «ειδικά μέσα», πιστεύοντας ότι είχε ήδη επαρκείς πληροφορίες για να υποστηρίξει την κατανόησή του για τα γεγονότα.
Είναι όμως ο «πατέρας» της ήττας μόνο οι υπηρεσίες ή ο πολιτικός προϊστάμενος… ο Νετανιάχου και οι σύμμαχοί του;
Οι υπηρεσίες πληροφοριών θύμα των προκαταλήψεων Νετανιάχου
Μέχρι τη Παρασκευή 6 Οκτωβρίου τα κεφάλια στο Ισραήλ –το οποίο είχε ταλανιστεί από πέντε εκλογές σε τέσσερα χρόνια- πίστευαν ότι είχαν βρει τη φόρμουλα να διαχειριστούν το Παλαιστινιακό. Η ιδέα μιας Χαμάς να κυβερνά εντός του φράχτη της Γάζα, περιορισμένη χάρη στην «ευρηματικότητα» του Ισραήλ –πχ Σιδερένιος Θόλος- δημιούργησε την αίσθηση ότι η ισραηλινή κυβέρνηση ελέγχει τα πάντα. Έτσι, μετέφερε στρατιωτικούς πόρους στη Δυτική Όχθη για να αντιμετωπίσει την κλιμακούμενη βία, αφήνοντας τα σύνορα της Γάζας ουσιαστικά αφύλαχτα.
Συνεπώς, η ισραηλινή κυβέρνηση είχε στο μυαλό της ότι η Χαμάς, θα συμπεριφερόταν με τον τρόπο που ήθελε εκείνη, θεωρώντας τη Χαμάς απασχολημένη με τη διακυβέρνηση της Γάζας, έχοντας επίγνωση των περιορισμών της.
Σύμφωνα με την ανάλυση Grossfeld, όμως, στο Foreign Policy, όπως συνέβη και το 1973, «η δύναμη των προκατασκευασμένων ιδεών μπορεί να εμπόδισε τη συγκέντρωση των πληροφοριών, δεδομένης της τοξικής σχέσης μεταξύ μιας ακροδεξιάς κυβέρνησης και των υπηρεσιών πληροφοριών».
Το 1973, η ιδέα που είχαν οι κορυφαίοι ισραηλινοί αναλυτές πληροφοριών σχετικά με τις προθέσεις των Αιγυπτίων ηγετών ήταν πολύ λανθασμένη. Τότε, οι πληροφορίες που συλλέγονταν απορρίφθηκαν επειδή δεν ταίριαζαν με την επικρατούσα ιδές ότι η Αίγυπτος δεν θα επιτεθεί αν δεν αναπτύξει ικανότητες για να αντιμετωπίσει την ισραηλινή αεροπορική δύναμη και η Συρία δεν θα επιτεθεί χωρίς την Αίγυπτο.
Αυτή η ιδέα ίσχυε παρά τις ρητές προειδοποιήσεις του βασιλιά της Ιορδανίας Χουσεΐν, στην τότε πρωθυπουργό του Ισραήλ, Γκόλντα Μέιρ. Το 1973, η ιδέα αποδείχθηκε τραγικά εσφαλμένη και όπως καταδεικνύει η ειδική από το Kings College κάτι ανάλογο επαναλήφθηκε το 2023.
Αγνόησαν τις υπηρεσίες πληροφοριών
Ο σπόρος του κακού εντοπίζεται στην αυξανόμενη δυσπιστία μεταξύ του ακροδεξιού κυβερνώντος συνασπισμού και του ισραηλινού στρατού και πληροφοριών, καθώς θεωρείται από τους ακροδεξιούς ότι υποστηρίζουν την αντιπολίτευση.
Οι σοβαρές προειδοποιήσεις από το υπουργείο Άμυνας και των αρχηγών της Μοσάντ και της Σιν Μπετ (η υπηρεσία εσωτερικής ασφάλειας του Ισραήλ) σχετικά με τον αντίκτυπο της εκτεταμένης σύγκρουσης στο εσωτερικό της ισραηλινής κοινωνίας στη στρατιωτική ετοιμότητα όχι μόνο δεν εισακούστηκαν αλλά χρησιμοποιήθηκαν από τους ακροδεξιούς ως απόδειξη της προκατάληψης και των υποτιθέμενων αριστερών προκαταλήψεων των Ισραηλινών Ενόπλων Δυνάμεων και των υπηρεσιών πληροφοριών.
Οι φήμες για διαμαρτυρίες υποκινούμενες από τη Μοσάντ, οι δεξιοί εταίροι του συνασπισμού που κατηγορούν την ήπια προσέγγιση του στρατού στις απειλές των εφέδρων να σταματήσουν τον εθελοντισμό και η επίμονη αντίσταση της Σιν Μπετ στις πολιτικές που πρότεινε ο εξτρεμιστής υπουργός Εθνικής Ασφάλειας Ιταμάρ Μπεν-Γκβιρ έδειξαν τη βαθιά ρήξη μεταξύ πολιτικών και ορισμένων από τους πιο σεβαστούς ισραηλινούς θεσμούς.
Η δυσπιστία που προκάλεσε αυτή την καταστροφή είναι βαθιά. Πολλοί ισραηλινοί εξαιρέθηκαν από τη στράτευση ενώ την ίδια στιγμή οι υπερ-ορθόδοξοι κυβερνητικοί εταίροι του Νετανιάχου τον πιέζουν να κατοχυρώσει την απαλλαγή τους από την στράτευση. Οι υποστηρικτές της δικαστικής μεταρρύθμισης κατηγόρησαν τις Ένοπλες Δυνάμεις της χώρας ότι «πολιτική παρέμβαση», παρουσιάζοντας του πιλότους της Πολεμικής Αεροπορίας, τις ειδικές δυνάμεις και τους εφέδρους ως προνομιούχους και ελιτιστές.
Θύμα των πολιτικών συμφερόντων η Άμυνα
Πρώην αρχηγοί των υπηρεσιών πληροφοριών του Ισραήλ κατέκριναν την προτεραιότητα που έχει δώσει ο Νετανιάχου στην πολιτική του επιβίωση αντί των κρατικών συμφερόντων. «Η διάχυτη έλλειψη εμπιστοσύνης εντός της κοινωνίας, μεταξύ του πρωθυπουργού και του συνασπισμού του από τη μια πλευρά και της κοινότητας του στρατού και των υπηρεσιών πληροφοριών από την άλλη, αντιπροσωπεύει μια σημαντική αλλαγή που αμφισβητεί μακροχρόνια ισραηλινά πρότυπα και πεποιθήσεις, μεταξύ των οποίων η απολιτική φύση του στρατού του και η κοινότητα των πληροφοριών και η πρώην εμπιστοσύνη των πολιτικών» αναφέρει η Elena Grossfeld.
Ενώ το φιάσκο του 1973, οδήγησε στον σχηματισμό ανεξάρτητης Επιτροπής για να ερευνήσει τα αίτια του αιφνιδιασμού και συνεπώς στην απόλυση τεσσάρων ανώτερων αξιωματικών και στην παραίτηση της κυβέρνησης Meir, σήμερα δεν συνέβη το ίδιο.
«Καθώς ο Νετανιάχου στρέφεται προς την αυταρχική διακυβέρνηση ενώ περιηγείται σε έναν αμφιλεγόμενο συνασπισμό, η οικοδόμηση συναίνεσης είναι πολύ μακριά. Θα είναι δύσκολο για οποιαδήποτε έρευνα να αποφύγει να παρασυρθεί σε πολιτικές μάχες που επιδιώκουν να βρουν έναν αποδιοπομπαίο τράγο αντί να αναζητούν πραγματικές απαντήσεις – και αυτός ο αποδιοπομπαίος τράγος μπορεί κάλλιστα να είναι η ίδια η κοινότητα των πληροφοριών».