Yπότροπος και με πλούσιο παρελθόν σε υποθέσεις σεξουαλικής εκμετάλλευσης γυναικών είναι ο 50χρονος υπήκοος Βουλγαρίας που συνελήφθη ύστερα από έρευνα της Υποδιεύθυνσης Ασφαλείας Ρόδου για εμπορία ανθρώπου και συγκεκριμένα μιας υπηκόου Βουλγαρίας την οποία εξέδιδε στην οδό Ορφανίδου.
Ο 50χρονος θα απολογηθεί την Πέμπτη 19 Οκτωβρίου στον τακτικό Ανακριτή. Έχει απασχολήσει τις αρχές στη Ρόδο και στο παρελθόν και συγκεκριμένα την 5η Αυγούστου 2010 για κατοχή 5,7 γραμμαρίων κάνναβης και την 17η Φεβρουαρίου 2012 σε υπόθεση βιασμού, σωματεμπορίας και μαστροπείας, «καρμπόν» με έναν 63χρονο υπήκοο Αλβανίας.
Τα όσα περιγράφει η 25χρονη Βουλγάρα που τον κατήγγειλε και προκάλεσε την νέα σύλληψή του είναι σοκαριστικά.
Όπως αναφέρει γνώρισε τον 50χρονο στο Facebook και κάποια στιγμή της πρότεινε να ταξιδέψει στην Ελλάδα για να εργαστεί. Όταν έφτασε της πήρε τα προσωπικά της έγγραφα και την ανάγκασε να ζει φυλακισμένη σε διαμέρισμα μαζί του.
«Δεν είναι καλός άνθρωπος. Όταν έφευγε από το σπίτι με κλείδωνε. Κρατούσε όλα τα χρήματα εκείνος και δεν μπορούσα να φύγω. Σε μια ξένη χώρα φοβόμουν και δεν είχα τρόπο να μιλήσω» περιέγραψε στους αστυνομικούς που την άκουγαν με προσοχή και συνέχιζαν να κάνουν ερωτήσεις. «Μιλούσα με τους δικούς μου από κινητό τηλέφωνο δικό του. Αυτό που είχα εγώ, μου το είχε πάρει».
«Μια φορά που είχε πιει μου έκανε μπλε το χέρι από το ξύλο». Όπως ανέφερε ο 50χρονος είχε μετατρέψει το διαμέρισμα σε παράνομο οίκο ανοχής και η ίδια ήταν αναγκασμένη να εκδίδεται στους άντρες που πήγαιναν σπίτι. «Του έλεγα ότι δεν ήθελα και με απειλούσε για να μην μιλήσω στην αστυνομία. Έπαιρνε τα χρήματα και δεν μου έδινε τίποτα. Όλον αυτόν τον καιρό δεν μπορούσα να πω κάτι στη μαμά μου γιατί πάντα ήταν αυτός μπροστά και φοβόμουν.
Στη συνέχεια η γυναίκα αποκάλυψε πως έμεινε έγκυος. «Κάποιος από αυτούς δεν χρησιμοποίησε προφυλακτικό και έμεινα έγκυος. Δεν είχα περίοδο τρεις μήνες και με πήγε στον γιατρό και μου έδωσε χάπια. Ο γιατρός αυτός βρισκόταν στο νοσοκομείο. ήθελα να κρατήσω το μωρό. Ο γιατρός με ρώτησε αλλά ήταν μπροστά ο (…) τι να έλεγα. Είπα δεν το θέλω. Φοβήθηκα και είπα δεν θέλω».
Όπως είπε η γυναίκα παρέμεινε με τα ίδια ρούχα που είχε φέρει μαζί της όταν ήρθε από τη Βουλγαρία.