Όταν ο διαβόητης ληστής τραπεζών, Ζακ Μεσρίν, βρέθηκε αντιμέτωπος με την Νέμεσι του, τον επικεφαλής της αστυνομίας, Ρομπέρτ Μπρουσάρντ, του πρόσφερε ένα πούρο και ένα ποτήρι σαμπάνιας.
Η συνάντηση αυτή αποκαλύπτει πολλά για τον άνθρωπο που πέρασε στην ιστορία ως «ο άνδρας με τα χίλια πρόσωπα» ή «ο νούμερο ένα δημόσιος εχθρός» τις δύο δεκαετίες της εγκληματικής του δραστηριότητας του 1960 και του 1970.
Περισσότερα ωστόσο για τον ληστή τραπεζών, τα βιβλία που έχουν γραφτεί γι’ αυτόν, τον παρουσιάζουν ως χαρισματικό, ευφυή, σκληρό και ρομαντικό, που του άρεσε να αυτοσυστήνεται ως ο Ρομπέν των Δασών της Γαλλίας αποκαλύπτουν οι επιστολές του προς τον μεγάλο έρωτα της ζωής του, τη Ζαν Σνάιντερ.
«Τρώω το κέικ, όχι τη γιαγιά ή την Κοκκινοσκουφίτσα»
Σήμερα αυτές πρόκειται να δημοπρατηθούν από την κόρη της τελευταίας, την Μιούριελ, που θεωρεί ότι έχουν πραγματικά ιστορικό ενδιαφέρον για όποιον έχει διαβάσει ή έχει ακούσει για τους Μπόνι και Κλαίντ της Γαλλίας.
«Δεν έχω καμιά μετάνοια που κλέβω τράπεζες. Έχω την εντύπωση ότι κλέβω από κάποιον που είναι περισσότερο κλέφτης από ότι εγώ», έγραφε ο ίδιος στο βιβλίο «L’ Instinct de mort» που κυκλοφόρησε το 1977, γράφει ο Guardian.
Μάλιστα, διάσημη έχει γίνει η φράση του σε μια από τις δεκάδες εμφανίσεις του στο δικαστήριο στα τέλη της δεκαετίας του 1970, «δεν είναι δημόσιος κίνδυνος. Είμαι κίνδυνος για την τράπεζα. Τρώω το κέικ, όχι τη γιαγιά ή την Κοκκινοσκουφίτσα»!
Οι Μπόνι και Κλάιντ της Γαλλίας
Ο Ζακ Ρενέ Μεσρίν γεννήθηκε στο Κλισί, κοντά στο Παρίσι, το 1936 σε μια εύπορη καθολική οικογένεια. Οι γονείς του διατηρούσαν ένα κατάστημα πολυτελών ενδυμάτων και ήλπιζαν ότι εκείνος θα αναλάμβανε στην επιχείρηση, αλλά ο νεαρός Ζαν ουδέποτε ενδιαφέρθηκε για το σχολείο ή τις πωλήσεις.
Η εγκληματική του καριέρα ξεκίνησε όταν ήταν 23 ετών αμέσως μετά την επιστροφή του από την στρατιωτική θητεία του στην Αλγερία, στη διάρκεια της οποίας έλαβε πολλά παράσημα. Τελείωσε 19 χρόνια αργότερα μέσα σε ένα χαλάζι από αστυνομικές σφαίρες σε ένα μικρό δρομάκι στα βόρεια του Παρισιού.
Αυτός και η Σνάιντερ, την οποία αποκαλούσε χαϊδευτικά Ζανού, γνωρίστηκαν σε ένα μπαρ του Παρισιού κάπου το 1965. Δύο χρόνια αργότερα, ενώ εκείνος είχε στο κατόπι του τη αστυνομία για μικροαπάτες κυρίως στις Κανάριες Νήσους, την Ελβετία και τη Γαλλία, το ζευγάρι διέφυγε στον Καναδά. Εκεί συνέχισαν από κοινού την εγκληματική τους ζωή, συμπεριλαμβανομένης της ομηρίας ενός ανάπηρου εκατομμυριούχου και της απαίτησης λύτρων από την οικογένειά του.
«Είσαι το δεξί μου παπούτσι και εγώ το αριστερό σου…»
Όταν αργότερα ο Μεσρίν φυλακίστηκε κατάφερε να δραπετεύσει και να ταξιδέψει στη Βενεζουέλα. Η Ζανού του εκδόθηκε στη Γαλλία, όπου εξέτισε το υπόλοιπο της ποινής της και ξεκίνησε μια ζωή μακριά από το έγκλημα αμέσως μετά την αποφυλάκισή της. Πέθανε σε ηλικία 66 ετών το 2006.
Οι 400 επιστολές ανάμεσα τους γράφτηκαν μεταξύ του 1972 και του 1977, όταν εκείνος βρισκόταν στην πτέρυγα υψηλής ασφαλείας της φυλακής La Santé στο Παρίσι. «Είσαι το δεξί μου παπούτσι και εγώ το αριστερό σου… Χρειάζονται δύο για να τρέξεις γρήγορα», της έγραφε σε μια από αυτές, θυμίζοντας της μια βόλτα τους στο Ακρωτήριο Κένεντι για την εκτόξευση του Apollo 11.
«Οι αστυνομικοί πυροβολούν τρεις κακοποιούς και το ίδιο βράδυ οι κακοποιοί πυροβολούν δύο ταμίες…», της έλεγε σε μία άλλη χαρακτηρίζοντας το Παρίσι Σικάγο και εξηγώντας της γιατί εκείνος ήταν υπέρ της θανατικής ποινής. «Εγώ είμαι υπέρ και πάντα ήμουν… εσείς είστε κατά», συνέχιζε για κλείσει και αυτό το γράμμα του όπως όλα τα άλλα: «Bonne Nuit Ma Cherie»… Οι επιστολές εκτίθενται από τις 2 Νοεμβρίου στον οίκο δημοπρασιών Salle Baron Ribeyre στο Παρίσι μέχρι την πώληση τους στις 23 Νοεμβρίου.