Στην πρώιμη ιστορία της CIA, που σημαδεύτηκε από ισχυρές μορφές όπως ο Άλεν Ντάλες, ο Γουίλιαμ Κόλμπι και ο Γουίλιαμ «Άγριος Μπιλ» Ντόνοβαν, λίγες καριέρες αποδείχθηκαν πιο αξιοσημείωτες από εκείνη μιας αριστοκρατικής κυρίας από τον Νότο, ονόματι Ελοΐζ Ράντολφ Πέιτζ.
Υπήρξε η κορυφαία γυναίκα αξιωματικός της μυστικής υπηρεσίας της CIA στις δεκαετίες του 1960 και του 1970 και η πρώτη γυναίκα που ανέλαβε επικεφαλής μεγάλου σταθμού στο εξωτερικό. Ήταν μικροσκοπική, αντιδραστική αλλά οραματίστρια, σνομπ, αλλά ικανή να ξεπεράσει τον πατριαρχικό επαρχιωτισμό και να ασκήσει πρωτοφανή επιρροή, σε μια εποχή που η σεξιστική κουλτούρα της υπηρεσίας περιόριζε τις γυναίκες σε ρόλους γραμματέων και υπαλλήλων.
Γεννημένη το 1920, η Πέιτζ ξεκίνησε την καριέρα της στις μυστικές υπηρεσίες κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ως γραμματέας στο Γραφείο Στρατηγικών Υπηρεσιών (OSS), τον πρόδρομο της CIA, με επικεφαλής τον Ντόνοβαν. Στον «Άγριο Μπιλ» άρεσε να προσλαμβάνει άτομα από αριστοκρατικές οικογένειες. Η Ελοΐζ προερχόταν από τις παλαιότερες λευκές οικογένειες της Βιρτζίνια, με ρίζες που ανάγονταν στις απαρχές της Κοινοπολιτείας και στη δουλεία, αναφέρει το δημοσίευμα της Washington Post.
Το 1945, η Πέιτζ ταξίδεψε στο Βέλγιο για να ενταχθεί στο Χ-2, τη μόνη μονάδα της OSS που είχε πρόσβαση στα άκρως απόρρητα έγραφα της Βρετανίας, για την αποκρυπτογάφηση των γερμανικών επικοινωνιών. Εκεί, η Πέιτζ εντόπιζε τους πράκτορες των αντιπάλων και τους παρακολουθούσε. Συμβάλλοντας στη δημιουργία ενός ανεκτίμητου καταλόγου με τα ονόματα περίπου 3.000 γνωστών ή ύποπτων κατασκόπων για τις χώρες του Άξονα και άλλες, προώθησε τις ακόμη ανερχόμενες δεξιότητες των Ηνωμένων Πολιτειών στην αντικατασκοπεία, περιηγούμενη στον πολύπλοκο κόσμο των διπλών πρακτόρων.
Μετά τον πόλεμο, όταν πολλές γυναίκες κλήθηκαν να φύγουν καθώς οι βετεράνοι επέστρεφαν, η Πέιτζ παρέμεινε. Στις 4 Οκτωβρίου 1957, η Πέιτζ υπηρετούσε ως επικεφαλής του Επιτελείου Επιστημονικών και Τεχνικών Επιχειρήσεων όταν οι Σοβιετικοί συγκλόνισαν το αμερικανικό κοινό με την εκτόξευση του δορυφόρου Σπούτνικ.
Τα ειδησεογραφικά μέσα παρουσίασαν την εκτόξευση ως αποτυχία των μυστικών υπηρεσιών, ενώ μέλη του Κογκρέσου κατηγόρησαν τη CIA ότι «οι Ρώσοι τους έπιασαν στον ύπνο». Η πραγματική αποτυχία όμως ήταν αυτή μιας ανδροκρατούμενης γραφειοκρατίας να ακούσει τι προσπαθούσε να της πει μια γυναίκα.
Σύμφωνα με εσωτερική έρευνα της CIA που αποχαρακτηρίστηκε το 2013, το γραφείο της Πέιτζ είχε συγκεντρώσει δεκάδες αναφορές σχετικά με τα σοβιετικά σχέδια για την τοποθέτηση δορυφόρου στο διάστημα, οι οποίες προέρχονταν από τις υψηλού επιπέδου επαφές της στην επιστημονική κοινότητα.
Μέχρι τον Μάιο του 1957, η υπηρεσία γνώριζε ότι θα γινόταν εκτόξευση «μεταξύ 20 Σεπτεμβρίου και 4 Οκτωβρίου», δήλωσε αργότερα η Πέιτζ σε συνέντευξή της. «Είχαμε τη γωνία εκτόξευσης, είχαμε την ημερομηνία».
Όμως, δεν κατόρθωσε να πείσει τον Τζακ Γουάιτ, επικεφαλής μιας επιτροπής στο Γραφείο Επιστημονικών Πληροφοριών, ο οποίος απέρριψε τις πληροφορίες ως σοβιετική παραπληροφόρηση. Η Πέιτζ προσπάθησε να τον προειδοποιήσει για «αποτυχία των μυστικών υπηρεσιών».
Ήξερε τα πάντα και κανείς δεν την άγγιζε
Το γεγονός ότι η Πέιτζ πέτυχε σε μια υπηρεσία όπου οι γυναίκες ήταν περιθωριοποιημένες δεν οφειλόταν μόνο στην επιμονή της αλλά και στο γεγονός ότι είχε περάσει αρκετό χρόνο στα παρασκήνια ώστε να γνωρίζει καλά τις πιο σκοτεινές γωνιές του Λάνγκλεϊ. Από την εποχή που εργαζόταν ως γραμματέας, συσσώρευσε τα μυστικά των συναδέλφων της.
Πίστευε ότι ο διορισμός της στην Αθήνα ήταν μια έξυπνη ανάλυση κινδύνου-οφέλους από τους άνδρες αντιπάλους που την ήθελαν εκτός
Καθώς ανέβαινε στη διοικητική ιεραρχία, η Πέιτζ αποκτούσε ευρεία επιρροή στους προϋπολογισμούς. Κάθε βαρόνος που ήθελε χρηματοδότηση για μια μυστική επιχείρηση έπρεπε να πάρει το πράσινο φως από την Ελοΐζ. «Φοβόντουσαν να μπουν στο γραφείο της», θυμάται ο Lee Coyle.
«Ήταν σε θέση όπως ο Τζ. Έντγκαρ Χούβερ να καταστρέψει κάποιον», σχολίασε ο αξιωματικός επιχειρήσεων, Μάικ Καλογερόπουλος. «Ήξερε τα πάντα. Κανείς δεν την άγγιζε».
Το 1978, η Πέιτζ έγινε η πρώτη γυναίκα που στάλθηκε επικεφαλής ενός μεγάλου υπερπόντιου σταθμού της CIA, αναλαμβάνοντας τη θέση του σταθμάρχη της Αθήνας. Η αντίδραση ήταν έντονη, το θεώρησε «καταστροφή», αλλά εν μέρει ίσως ήταν μια χειρονομία προς την κατεύθυνση της ισότητας. Κατά την ίδια την Πέιτζ, ο διορισμός της αντιπροσώπευε μια έξυπνη ανάλυση κινδύνου-οφέλους από τους άνδρες αντιπάλους που την ήθελαν εκτός.
Πλησιάζοντας τα 60 της χρόνια, η Πέιτζ στάλθηκε στις εγκαταστάσεις εκπαίδευσης της CIA κοντά στο Γουίλιαμσμπεργκ της Βάσης, γνωστές ως Φάρμα, σχεδόν τέσσερις δεκαετίες αφότου ξεκίνησε την καριέρα της κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Η πρώτη απόσπαση του Καλογερόπουλου ήταν στην Αθήνα, οπότε κατέληξε να εργάζεται για τον Πέιτζ. Τον συμπαθούσε, και εκείνος την συμπαθούσε. Πίνοντας σέρι τις Παρασκευές, μοιράστηκε την κατανόησή της για τον λόγο για τον οποίο είχε σταλεί στο εξωτερικό. Οι άνδρες προσπαθούσαν να την ξεφορτωθούν, του είχε πει.
Η θητεία της στην Ελλάδα
Οι βαρόνοι της υπηρεσίας της προσέφεραν έναν από τους δύο σταθμούς: Την Καμπέρα της Αυστραλίας ή την Αθήνα. Η Αθήνα ήταν μια ριψοκίνδυνη αποστολή. Τρία χρόνια νωρίτερα, ο σταθμάρχης Ρίτσαρν Γουέλς είχε δολοφονηθεί από τη 17 Νοέμβρη.
Η Πέιτζ μισούσε το ελαιόλαδο, απεχθανόταν το αρνί, προτιμούσε το σέρι και τα κοκτέιλ από τη ρετσίνα ή το ούζο. Προς έκπληξη όλων, όμως, οι Έλληνες την αγκάλιασαν. «Τους άρεσε γιατί ήταν πολύ καλή μαζί τους», είπε ο Καλογερόπουλος.
Η Πέιτζ προερχόταν από το ίδιο ελίτ υπόβαθρο με πολλούς από τους άνδρες με τους οποίους συνεργαζόταν και μοιραζόταν τις απόψεις τους μαζί με τις τακτικές τους. Σκληρή αντικομμουνίστρια, ήταν δεξιόστροφη σε σημείο που να εθελοτυφλεί. Μετά από τρία χρόνια, η Πέιτζ ολοκλήρωσε την περιοδεία της στην Αθήνα. Με την επιστροφή της, την έστειλαν πίσω σε δουλειές γραφείου. Συνέχισε να υπηρετεί στην Υπηρεσία Πληροφοριών Άμυνας, αλλά ποτέ ξανά σε επιχειρήσεις ή στο Λάνγκλεϊ.
Στη νεκρολογία της το 2002 στην εφημερίδα The Washington Post, ένας συνάδελφος έγραψε για την Πέιτζ: «Ήταν μια τέλεια κυρία του Νότου με ατσάλινο πυρήνα».