Από το ταπεινό ξεκίνημα έως την απαράμιλλη καριέρα του, ο Μπόμπι Τσάρλτον, που άφησε την τελευταία του πνοή το Σάββατο σε ηλικία 86 ετών, συμβόλισε τον καλύτερο χαρακτήρα του αγγλικού ποδοσφαίρου και παρόλο που απέκτησε παγκόσμια φήμη δεν ξέχασε ποτέ τις ρίζες του.
Σε άρθρο γνώμης του ο Ρίτσαρντ Γουλίμιαμς για τον Guardian σκιαγραφεί αυτή τη σπουδαία προσωπικότητα και στέκεται στον αγώνα της Αγγλίας με το Μεξικό για τον δεύτερο αγώνα στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1966. Το ματς είναι στο 36ο λεπτό και ομάδα του Αλφ Ράμσεϊ χρειάζεται να σκοράρει ένα γκολ. Μία άχρωμη εμφάνιση πέντε ημέρες πριν έχει υπονομεύσει τις προσδοκίες του έθνους για τη νίκη. Πλέον η επιστροφή στο Γουέμπλεϊ, ξεκινάει από τη στιγμή που η μπάλα φτάνει στα πόδια του Μπόμπι Τσάρλτον.
Ο Γκουστάβο Πένια, αρχηγός του Μεξικού περιμένει ότι ο κίνδυνος έρχεται από το αριστερό και «φονικό» πόδι του Τσάρλτον, αλλά το νο9 της Αγγλίας, σε μία δυναμική εφόρμηση προς την αντίπαλη περιοχή κάνει προσποίηση προς τη μία πλευρά και κινείται προς την άλλη, και σουτάρει τη μπάλα με το δεξί του πόδι από τα 22 μέτρα, στέλνει τη μπάλα στο δεξί παραθυράκι του ανίκανου να αντιδράσει τερματοφύλακα του Μεξικού, Ιγκνάσιο Καλντερόν και ξαφνικά τα πάντα αλλάζουν.
Στα οκτώ δευτερόλεπτα της κίνησης του ο Τσάρλτον αυθόρμητα άνοιξε τον δρόμο για τον σπουδαιότερο αθλητικό θρίαμβο της Αγγλίας. Από όλες τις ανεξίτηλες στιγμές που θα καθορίσουν την καριέρα του με τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και το εθνόσημο, αυτή είναι η πρώτη ανάμεσα σε πολλές άλλες.
Δύο χρόνια αργότερα θα υπάρχουν τέτοιες στιγμές καθώς θα οδηγήσει τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ στην κατάκτηση του Κυπέλλου Πρωταθλητριών στον τελικό απέναντι στη Μπενφίκα. Ξανά ο ίδιος και πάλι στο Γουέμπλεϊ, έσπασε το τέλμα με ένα από τα σπάνια γκολ του με κεφάλια στο δεύτερο ημίχρονο και ολοκλήρωσε τη νίκη με 4-1 εκμεταλλευόμενος τη χαμηλή σέντρα του Μπράιαν Κιντ στο πρώτο δοκάρι στην παράταση.
Δεν είχαν όλα τα γκολ που σκόραρε (249 με τη Γιουνάιτεντ σε όλες τις διοργανώσεις και 49 με την εθνική Αγγλίας) την ακτινοβολία της προσπάθειας με το Μεξικό το 1966, αλλά σχεδόν όλα είχαν δράμα και ανακούφιση. Και οποιοσδήποτε ήταν παρόντας σε κάποιο από αυτά θα το θυμάται ακόμα και σήμερα, μισό αιώνα και περισσότερο μετά, επειδή αυτά τα γκολ, ήταν η υπογραφή ενός άνδρα που περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο συμβόλισε τα καλύτερα στοιχεία του αγγλικού ποδοσφαίρου.
Παραδόξως ο ίδιος δεν είδε ποτέ το σκοράρισμα σαν το βασικό του χαρακτηριστικό. «Ποτέ δεν σκέφτηκα τον εαυτό μου σαν κάποιον που βάζει γκολ. Ήμουν παίκτης του κέντρου ή εξτρέμ», είχε πει κάποτε στον Guardian.
Στο μεγαλύτερο ματς της ζωής του επηρέασε το αποτέλεσμά ακολουθώντας τις εντολές του Ράμσεϊ
Και στο μεγαλύτερο ματς της ζωής του επηρέασε το αποτέλεσμά με το να μην προσπαθήσει να σκοράρει και ακολουθώντας τις εντολές του Ράμσεϊ να επικεντρωθεί να καταπνίξει την επιρροή του Φραντς Μπεκεμπάουερ στην ομάδα της Δυτικής Γερμανίας. Ο αντίπαλος του προσπαθούσε να κάνει το ίδιο. «Η Αγγλία μας νίκησε επειδή ο Μπόμπι Τσάρλτον ήταν λίγο καλύτερος από εμένα» θα έλεγε ο Μπεκενμπάουερ για τον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1966.
Στη συλλογική μνήμη ο Τσάρλτον υπάρχει σαν μία δύναμη του καλού που είχε φτιαχτεί από το φως και την ταχύτητα και σαν ένα σύμβολο του ωραίου παιχνιδιού όπως ο Πελέ.
Εκτός από έναν τραυματισμό στον αστράγαλο που καθυστέρησε το ντεμπούτο του στην πρώτη ομάδα της Γιουνάιτεντ το 1956, πέντε ημέρες πριν τα 19α γενέθλιά του, δεν τραυματίστηκε σε όλη του την καριέρα και δεν είχε προβλήματα με τους διαιτητές. Πιθανότατα τον βοήθησε το γεγονός ότι η επανάκτηση της κατοχής με κάποιο τάκλιν, ήταν κάτι που άφησε με χαρά στον Νόμπι Στάιλς ή στον Πατ Κρέραντ.
Έτσι που ένας συγγραφέας όπως ο σπουδαίος Άρθουρ Χόπκραφτ είπε για τον Τσάρλτον πώς «ήταν το ποδόσφαιρο όπως θα έπρεπε να είναι όταν το απολαμβάνουμε περισσότερο».
Ο γιος του ανθρακωρύχου
Η ιστορία επίσης μοιάζει να απλώνεται στις πολύ βαθιές ρίζες του αγγλικού ποδοσφαίρου και στο σημείο όπου αυτές ριζώνουν πιο βαθιά, στη νοτιοανατολική Αγγλία. Ο πατέρας του ήταν ανθρακωρύχος στο Άσινγκτον της Νορθουμβρίας. Ο μικρός Μπόμπι συχνά συνόδευε τον πατέρα του στην είσοδο του ορυχείου την Παρασκευή όταν λάμβανε τους μισθούς του.
Το μικρό αγόρι τον έβλεπε να βλέπει τον πατέρα του να βγαίνει από τις στοές του ορυχείου καλυμμένος με σκόνη άνθρακα και ένιωθε χαρούμενο όταν συνέβαινε αυτό. Οι άνθρωποι που περίμεναν να τους αντικαταστήσουν έμοιαζαν θλιμμένοι. Αυτό δεν θα ήταν το μέλλον του, ούτε του μεγαλύτερου αδερφού του Τζακ, με τον οποίον μοιράστηκαν τη μεγαλύτερη ημέρα της ζωής τους.
Ήταν δεύτερα ξαδέρφια από την πλευρά της μητέρας τους με τον σπουδαίο Τζάκι Μίλμπερν της Νιούκαστλ και της εθνικής Αγγλίας. Επίσης, τέσσερα από τα αδέρφια της Κίνσι Τσάρλτον, της μητέρας τους ήταν επίσης επαγγελματίες ποδοσφαιριστές, οπότε, η «στρογγυλή θεά», ήταν στο αίμα τους.
Για τον Μπόμπι το ποδόσφαιρο επισκίασε το κυνήγι στις φωλιές των πουλιών, το ψάρεμα και οποιαδήποτε άλλη ψυχαγωγία σε μία πόλη με ανθρακωρυχία που περιτριγυριζόταν από εξοχή. Στο σχολείο του, η ποδοσφαιρική ομάδα έπαιζε με πορφυρές φανέλες με κορδόνια στον λαιμό και σορτσάκια που είχαν φτιαχτεί από μαύρες κουρτίνες. Ξεχώρισε από νωρίς και στα 15 του υπέγραψε στη Γιουνάιτεντ.
Το Μόναχο, τον άλλαξε
Το Μόναχο, τον άλλαξε. Υπάρχουν εκείνοι που λένε ότι δεν γέλασε ξανά αφότου επιβίωσε από το δυστύχημα που στέρησε τη ζωή στους οκτώ συμπαίκτες του, συμπεριλαμβανομένου του Ντάνκαν Έντουαρντς.
Απέκτησε τη φήμη ότι είναι καθώς πρέπει: υπήρχαν οι άβολες σχέσεις με τον Τζακ, ένας πιο ανοικτός και χαλαρός χαρακτήρας και με τον Τζορτζ Μπεστ, του οποίου τις καταστροφικές ηδονιστικές συνήθειες κοιτούσε πλαγίως (παρόλο που το 2007 δεν δίστασε να συμπεριλάβει τον Βορειοιρλανδό στην κορυφαία του 11αδα στην ιστορία της Γιουνάιτεντ, μπροστά από τον Ντένις Λο). Στα επόμενα χρόνια ως διευθυντής ποδοσφαίρου της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, λέγεται ότι ήταν ένας από αυτούς που αντιστάθηκαν στην ιδέα πρόσληψης του Ζοζέ Μουρίνιο ως αντικαταστάτη του σερ Άλεξ Φέργκιουσον το 2013, μην εγκρίνοντας τις προκλητικές συμπεριφορές του Πορτογάλου.
«Στη δημόσια εικόνα του δεν ήταν όπως είναι ο πραγματικός Μπόμπι Τσάρλτον»
«Οι άνθρωποι τον θεωρούσαν και τον θεωρούν αυστηρό», έγραψε ο Πατ Κρέραντ στην αυτοβιογραφία του. «Θα μπορούσε να είναι, αλλά η δημόσια εικόνα του δεν ήταν όπως είναι ο πραγματικός Μπόμπι. Δεν είναι ένας εξωστρεφής άνδρας, αλλά είναι ένας ωραίος τύπος. Ο Μπόμπι νιώθει άνετα μόνο με συγκεκριμένους ανθρώπους. Όταν βλέπει τους συμπαίκτες του, όπως τον Σάι (Μπρέναν) και τον Νόμπι (Στάιλς), ήταν ένα τελείως διαφορετικό άτομο, διασκεδαστικό και ανέμελο».
Ο Τσάρλτον είχε περιγράψει την ενασχόληση του με το ποδόσφαιρο όχι σαν επάγγελμα αλλά σαν παρόρμηση. Ο Κρέραντ που υπήρξε συμπαίκτης του, κάτι γνώριζε σχετικά με αυτό. «Όταν έπαιρνε τη μπάλα στην προθέρμανση πριν τον αγώνα, ήταν σαν ένα παιδί με ένα νέο παιχνίδι. Ένας σπουδαίος παίκτης, που ποτέ δεν έχανε τον ενθουσιασμό να έχει τη μπάλα στα πόδια του».
«Ακτινοβολούσε μία σοβαρότητα προσηλωμένη στον σκοπό»
Αυτή η εντύπωση που όλοι οι σπουδαίοι μεταφέρουν, τον σιωπηρό δεσμό ανάμεσα στο παιδί που κρύβουν μέσα τους και στον θεατή. Αυτό ήταν που έκανε τον Τσάρλτον να κερδίσει μία θέση στο υψηλότερο τραπέζι με τους άλλους σπουδαίους της γενιάς του, όπως ήταν ο Πούσκας και ο Ντι Στέφανο, ο Πελέ και ο Εουσέμπιο, ο Μπεστ και ο Κρόιφ.
Αλλά υπήρχε κάτι περισσότερο σε αυτόν, μία παρουσία σε έναν αγώνα που ακτινοβολούσε μία σοβαρότητα προσηλωμένη στον σκοπό και ένα αίσθημα απόστασης, ποτέ αδιάφορος αλλά με κάποιον τρόπο απόμακρος, κάτι που σίγουρα προήλθε από τη μεγάλη τραγωδία που βίωσε σε ηλικία 20 ετών, από το κόστος της επιβίωσης και από την αντίληψή ότι αυτό τον επηρέασε πιο βαθιά.
Ήρθε από μία ζωή, που ήταν πραγματική. Η μέρα που σκόραρε και τα δύο γκολ ενάντια στην Πορτογαλία για να φτάσει η Αγγλία στον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1966, τον πατέρα του να βρίσκεται 250 μέτρα κάτω από τη γη και να εργάζεται με τον άνθρακα στο πρόσωπο και που η ημέρα που είχε αποφασίσει να ζητήσει ρεπό πλησίαζε.
Οι δύο φορές που έκλαψε
Τα συναισθήματά του θάφτηκαν κάτω από τη μέτριων τόνων και στωική προσωπικότητά του. Κατά τη διάρκεια της συμμετοχής του στη βρετανική σειρά «This Is Your Life» του 1969, έκλαψε δύο φορές, όταν αναφέρθηκε στο δυστύχημα και όταν στην οθόνη εμφανίστηκε ο Μίλμπερν και του μίλησε και θυμήθηκε τις εποχές της ψυχαγωγίας στο Άσιγκτον, όπου πήγαινε τις Κυριακές για να ενθαρρύνει τον νεαρό συγγενή του.
Από τα γήπεδα που ήταν μέσα στη λάσπη, ο Μπόμπι Τσάρλτον μεγάλωσε και έγινε μία παγκόσμια φιγούρα. Ήταν ένα βράδυ του Ιουνίου του 1968 στο Οριάν Εξπρές όταν το τρένο πέρασε τα σύνορα Γιουγκοσλαβίας – Βουλγαρίας στο ταξίδι με προορισμό στην Κωνσταντινούπολη.
Δύο φύλακες μπήκαν στο κουπέ της τρίτης κλάσης. Με βλοσυρές εκφράσεις, άρχισαν να ξυπνούν δεκάδες επιβάτες, θέλοντας να τσεκάρουν τα έγγραφά τους, έφτασαν σε ένα νεαρό ζευγάρι. Έπιασαν από τα χέρια τους δύο διαβατήρια. Έλεγξαν τα διαβατήρια και στη συνέχεια είπαν μεταξύ τους.
«Άγγγγλοοος», παρατήρησε ο ένας. «Μπόμπιιιι Τσάρρλτον», αναφώνησε ο άλλος και γέλασαν και οι δύο.