Ο Χρόνης Αηδονίδης, που πέθανε σε μεγάλη ηλικία, ήταν ένας ευτυχισμένος άνθρωπος. Ηταν καλλιτέχνης. Δεν ήταν μοντέρνος. Ηταν περισσότερο αφιερωμένος στον τόπο του κι η αφιέρωσή του αυτή έγινε το δημιουργικό κίνητρό του. Συνδύασε τη βυζαντινή μουσική, που είχε διδαχτεί, με το ιδίωμα των δημοτικών τραγουδιών της Θράκης και, αφού έμαθε καλά τα πάντα για τον άυλο πλούτο της περιοχής του, τον διέσωσε, ανασύροντας λόγια και μουσικές, δισκογραφώντας το υλικό, διαδίδοντάς το μέσω της καλλιτεχνικής σχέσης του με δημοφιλείς λαϊκές φωνές και υποχρεώνοντας το κράτος να αποδεχτεί τη σημασία του έργου του και σε ένα βαθμό να πριμοδοτήσει δομές συντήρησής του και διάσωσής του.
Κι όμως. Αν και εργάστηκε για την εθνική κληρονομιά, ο άνθρωπος αυτός ήταν ένας ταπεινός υπάλληλος που έκανε καλά τη δουλειά του.
Λογιστής στο Σισμανόγλειο Νοσοκομείο, μεθοδικός και συνεπής, όπως καταλαβαίνω, που συνταξιοδοτήθηκε κανονικά με βάση τα ένσημά του – και είχε την τύχη δεκαετίες μετά τη σύνταξη να συνεχίσει με ό,τι αγαπούσε. Ο Χρόνης Αηδονίδης άνοιξε έναν δρόμο μοναδικό: έδειξε ότι το δημιουργικό πάθος είναι πάνω απ’ όλα. Πρωτίστως, είναι ανυπότακτο. Η τέχνη και η πνευματικότητα δεν είναι δημοσιοϋπαλληλίκι. Είναι ανάγκη.