Η συνεργασία Ελλάδας – Τουρκίας στη βάση της θετικής ατζέντας χαμηλής πολιτικής μπορεί σε βάθος χρόνου να ανοίξει τον δρόμο για να επιλυθούν οι δύσκολες διαφορές μεταξύ των δύο χωρών, εκτιμά ο Μουσταφά Αϊντίν, πρόεδρος του Συμβουλίου Διεθνών Σχέσεων της Τουρκίας, (UIK) στη συνέντευξή του στα «ΝΕΑ».
Ο Αϊντίν, τον οποίο συναντήσαμε στις Βρυξέλλες, σε μία από τις πολλές επισκέψεις του ανά την Ευρώπη όπου προωθεί θέματα της χώρας του, εμφανίζεται όμως απαισιόδοξος όσον αφορά την προσέγγιση ΕΕ – Τουρκίας.
«Είμαι ένας από τους συντονιστές του Ελληνοτουρκικού Φόρουμ και προσπαθούμε να υποστηρίξουμε τη θετική ατζέντα μεταξύ των δύο χωρών. Οι δύο κυβερνήσεις επεξεργάζονται θέματα που θα ανακοινωθούν ίσως στη συνάντηση υψηλού επιπέδου (Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας) στη Θεσσαλονίκη τον Δεκέμβριο.
Υπάρχουν ήδη γύρω στις είκοσι ιδέες που έχουν συμφωνηθεί και από τις δύο πλευρές σε τομείς όπως στη διαχείριση φυσικών καταστροφών στο Αιγαίο. Οταν γίνεται μία καταστροφή οι δύο χώρες συνεργάζονται αλλά δεν υπάρχει ένας μόνιμος μηχανισμός.
Στην αντιμετώπιση πυρκαγιών, τη συνεργασία σε αρχαιολογικές δραστηριότητες, στη συμμετοχή της κοινωνίας των πολιτών, σε εκπαιδευτικά προγράμματα, όπου θα ανακοινωθούν ενδεχομένως κοινά προγράμματα. Στον εμπορικό τομέα υπάρχει συζήτηση για να καθοριστεί συγκεκριμένος στόχος για την αύξηση των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ των δύο χωρών.
Είμαι αισιόδοξος για τη θετική ατζέντα στο επίπεδο των μη πολιτικών πτυχών» δηλώνει.
Κατά την άποψή του «το πιο σημαντικό είναι να αλλάξει το κλίμα δυσπιστίας και να έρθει η στιγμή που θα ξεκινήσει η συνεργασία. Οι επαφές μεταξύ των κυβερνήσεων δεν αρκούν και δεν μπορούν να επιλύσουν το πρόβλημα της δυσπιστίας.
Πολλές φορές αναφέρομαι στο παράδειγμα Γαλλίας – Γερμανίας μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο όταν άρχισαν να συνεργάζονται εντός της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Ξεκίνησαν να επενδύουν σε προγράμματα υποτροφιών για σπουδές, προγράμματα διδασκαλίας των γλωσσών τους η μία στην άλλη χώρα κ.λπ. Μόνο έτσι μπορεί να ξεπεραστούν τα προβλήματα μεταξύ των κοινωνιών.
Και στις δύο πλευρές, σε Τουρκία και Ελλάδα, οι κοινωνίες δεν είναι έτοιμες να δεχθούν μια λύση των διαφωνιών χωρίς αμφισβήτηση, διότι οι κοινωνίες έχουν εκπαιδευτεί εθνικιστικά.
Μόνο με μακροπρόθεσμα προγράμματα τέτοιου είδους μπορούμε να φέρουμε τις δύο κοινωνίες κοντά, αυξάνοντας την αλληλεπίδραση μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων» επεξηγεί.
«Η ιδέα είναι μετά να υπάρξει μετάβαση στα πιο δύσκολα θέματα σε σχέση με το Αιγαίο, και να αρχίσουν ουσιώδεις διαπραγματεύσεις.
Υπάρχει ελπίδα και προσδοκία ότι μετά τη συνάντηση υψηλού επιπέδου τον Δεκέμβριο οι επαφές μεταξύ διαφορετικών κυβερνητικών τμημάτων και οργανισμών θα είναι τακτικές. Οχι μόνο μεταξύ των υπουργείων Εξωτερικών, αλλά και μεταξύ των υπουργείων Αμυνας, των στρατιωτικών και ίσως και μεταξύ άλλων υπουργείων.
Είμαι αισιόδοξος ότι η σχέση θα γίνει πιο διαχειρίσιμη, δεν λέω ότι Ελλάδα και Τουρκία θα επιλύσουν ξαφνικά τα προβλήματά τους, αλλά υπάρχουν παραδείγματα από το παρελθόν, όταν ήρθαν πολύ κοντά έπειτα από διαπραγματεύσεις στην υπογραφή συμφωνίας.
Υπάρχει παράδειγμα και πιθανότητα μπορεί να καταλήξουν σε κοινό έγγραφο στο οποίο θα συμφωνούν οι δύο πλευρές ακόμη και στα ουσιώδη πολιτικά ζητήματα. Αλλά θα πάρει χρόνο και πολλές συζητήσεις.
Στο παρελθόν Τουρκία και Ελλάδα συζητούσαν όλα τα θέματα που αφορούν το Αιγαίο. Τώρα η Ελλάδα λέει ότι διατίθεται να συζητήσει μόνο ένα θέμα. Οταν λέει η μία πλευρά ότι θα συζητήσει μόνο ένα θέμα είναι δύσκολο να υπάρξει πρόοδος. Αλλά χάρη στην ομαλοποίηση των σχέσεων σε μη πολιτικά ζητήματα, μπορεί να ανοίξει η συζήτηση σε όλα τα θέματα» επισημαίνει.
Τον ρωτάμε αν θα υπάρξει στενότερη συνεργασία στην ενέργεια. «Υπάρχει ήδη συνεργασία Ελλάδας – Τουρκίας στον αγωγό φυσικού αερίου από το Αζερμπαϊτζάν.
Υπήρχε συζήτηση για τη μεταφορά φυσικού αερίου από το Ισραήλ, από την Ανατολική Μεσόγειο στην Τουρκία και μετά στην Ευρώπη, αλλά δεν γνωρίζουμε τι θα συμβεί τώρα με την κατάσταση στη Γάζα. Υπάρχει συζήτηση για να γίνει η Τουρκία κόμβος για φυσικό αέριο και πετρέλαιο από τη Ρωσία.
Δεν γνωρίζω αν είναι πραγματοποιήσιμο ή απλώς ένα σχέδιο με δεδομένες τις σημερινές πολιτικές συνθήκες.
Υπάρχουν όλες αυτές οι ιδέες να γίνει η Τουρκία κόμβος ενεργειακός για να μεταφέρει ενέργεια στην Ευρώπη μέσω της Ελλάδας. Στην Ανατολική Μεσόγειο υπάρχουν δυνατότητες συνεργασίας αλλά είναι ένα δύσκολο ζήτημα».
Οι τουρκικές σχέσεις με την ΕΕ
Τι εκτιμά για τις σχέσεις ΕΕ – Τουρκίας; «Δεν βλέπω προσέγγιση Τουρκίας – ΕΕ. Μιλώντας με ευρωπαίους αξιωματούχους και αξιωματούχους από κράτη-μέλη που έχουν βάρος διαπιστώνω ότι δεν έχουν στρατηγική έναντι της Τουρκίας.
Υπάρχει συζήτηση για αναζωογόνηση των σχέσεων σε σειρά θεμάτων, ένα είναι η μετανάστευση, αλλά είναι ένα ζήτημα συναλλακτικό, δεν μπαίνει στην ουσία των σχέσεων ΕΕ – Τουρκίας, και δεν είναι δημοφιλές στην Τουρκία. Εχει γίνει πολιτικό ζήτημα και η κυβέρνηση θέλει να αποσπάσει κάτι, περισσότερη (ευρωπαϊκή) οικονομική βοήθεια, μεταφορά σύρων μεταναστών στη Συρία ή στην Ευρώπη.
Για να γίνουν επιστροφές από τα ελληνικά νησιά θα πρέπει και η Ευρώπη να δεχθεί τον ίδιο αριθμό μεταναστών. Το επιχείρημα είναι ότι η Ευρώπη δεν έχει θέσει τον μηχανισμό σε λειτουργία. Υπάρχει επίσης συζήτηση για αναθεώρηση της τελωνειακής ένωσης, αλλά είναι απλώς μια συζήτηση, δεν έχει γίνει καμία κίνηση.
Υπήρξε συζήτηση για απελευθέρωση της βίζας, τώρα η κατάσταση είναι χειρότερη από ό,τι παλαιότερα. Η απόρριψη των αιτήσεων βίζας Τούρκων από ευρωπαϊκά κράτη έχει εκτοξευτεί σε υψηλά επίπεδα.
Επίσης βλέπω ανταγωνισμό παντού, ας πούμε στα (Δυτικά) Βαλκάνια. Νομίζω ο Μισέλ είχε τοποθετήσει την Τουρκία με την Κίνα και τη Ρωσία ως μη επιθυμητές επιρροές στα Βαλκάνια. Αλλά η Τουρκία είναι σημαντική χώρα στην περιοχή. Αναλαμβάνει τώρα τη διοίκηση της ειρηνευτικής δύναμης στο Κόσοβο, το ίδιο και στον Καύκασο. Στη συνάντηση της Γρανάδας η Τουρκία δεν προσκλήθηκε να συμμετάσχει στη συνάντηση για την Αρμενία και το Αζερμπαϊτζάν.
Το Αζερμπαϊτζάν είχε πει ότι θα πρέπει και η Τουρκία να συμμετάσχει στη συνάντηση. Για τον λόγο αυτόν το Αζερμπαϊτζάν δεν συμμετείχε, ήταν αποτυχία. Τα ευρωπαϊκά κράτη βλέπουν την Τουρκία ως ανταγωνιστή στις γειτονικές τους περιοχές, τα Βαλκάνια, τον Καύκασο, τη Μαύρη Θάλασσα, ενώ θα μπορούσαμε να συνεργαζόμαστε». Θέτουμε το ζήτημα των εσωτερικών μεταρρυθμίσεων, που θέτει η Ευρώπη. «Δεν υπάρχουν ενδείξεις από την ΕΕ ότι αν γίνουν θα προχωρήσουμε. Το πρόβλημα είναι ότι δεν υπάρχει εμπιστοσύνη» απαντά.