Χαμένοι στα δαιδαλώδη μονοπάτια της συνεχώς μεταβαλλόμενης αγοράς εργασίας φέρεται να είναι εργαζόμενοι και εργοδότες, με τα στοιχεία που καταγράφουν μείωση των ανέργων να χαρακτηρίζονται πλασματικά και αυτό γιατί δεν αυξάνονται κατά το ίδιο ποσοστό οι απασχολούμενοι. Την ίδια ώρα, η ελληνική νοοτροπία και η δομή του εκπαιδευτικού συστήματος δεν συμβαδίζουν με τις σύγχρονες ανάγκες της αγοράς.
Την ίδια στιγμή, η ανεργία μειώνεται, αλλά όχι με τον ίδιο ρυθμό που αυξάνονται η απασχόληση και το μέγεθος του εργατικού δυναμικού. Ταυτόχρονα, αυξάνονται οι κενές θέσεις, δηλαδή οι θέσεις εργασίας που πρέπει να καλυφθούν εντός τριών μηνών. Μελέτες από εταιρείες που ειδικεύονται στην εύρεση εργασίας και τη συμβουλευτική σε θέματα ανθρώπινου δυναμικού δείχνουν ότι η πλειονότητα των εργοδοτών δυσκολεύεται να βρει προσωπικό με τις απαραίτητες δεξιότητες. Από την άλλη πλευρά, ο ΟΟΣΑ εμφανίζει την Ελλάδα με τους περισσότερους εργαζομένους με υψηλές δεξιότητες. Αλλά και με αρκετούς που δεν έχουν τις απαραίτητες γνώσεις ή δεξιότητες.
Ετσι, λοιπόν, οδηγούμαστε στην πρώτη αιτία που ενδεχομένως να ερμηνεύει την αναντιστοιχία μεταξύ των δεξιοτήτων των εργαζομένων και εκείνων που ζητά η αγορά.
Πράγματι, τα στοιχεία του ΟΟΣΑ είναι αποκαλυπτικά. Σύμφωνα με αυτά, η Ελλάδα καταγράφει τα υψηλότερα ποσοστά αναντιστοιχίας των δεξιοτήτων των απασχολουμένων με τις απαιτούμενες από τη θέση εργασίας που κατέχουν. Ουσιαστικά, το εργατικό δυναμικό της χώρας χαρακτηρίζεται ή του ύψους ή του βάθους.
Οπως αναφέρει ο Οργανισμός σε ό,τι αφορά στις γνώσεις γραφής και ανάγνωσης (literacy), το 27,8% των εργαζομένων δηλώνει ότι διαθέτει υψηλότερες ικανότητες από αυτές που απαιτούνται (overqualified), ενώ το 6,6% χαμηλότερες (underqualified). Το σύνολο των δύο κατηγοριών στην Ελλάδα συνιστά το υψηλότερο ποσοστό ανάμεσα στις χώρες του ΟΟΣΑ. Παράλληλα, σχεδόν το 40% εργάζεται σε άλλο αντικείμενο από αυτό που σπούδασε.
Την ίδια ώρα, το αντίστοιχο ποσοστό αναντιστοιχίας ως προς τις μαθηματικές γνώσεις είναι 26%, το τρίτο υψηλότερο μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ (22,1% overqualified, 3,9% underqualified).
Με φόντο, λοιπόν, την αναντιστοιχία δεξιοτήτων, δηλαδή την απόκλιση των προσόντων και ικανοτήτων του εργατικού δυναμικού από τις απαιτήσεις της αγοράς εργασίας, επηρεάζονται αρνητικά η ανταγωνιστικότητα και η ανάπτυξη, αυξάνεται η ανεργία, υπονομεύεται η κοινωνική ένταξη και καταγράφεται σημαντικό οικονομικό και κοινωνικό κόστος.
Ενδεικτικός της τάσης είναι και ο σχετικός δείκτης που παράγεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και αποτυπώνει την αποτελεσματική αντιστοίχιση δεξιοτήτων στην αγορά εργασίας (European Skills Index, Skills matching, Cedefop), με την Ελλάδα να βρίσκεται στην προτελευταία θέση μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης, μετά την Ισπανία.
Η εύρεση ταλέντων
Σύμφωνα με έρευνα της Manpower, το 77% των συμμετεχόντων ελλήνων εργοδοτών δήλωσε ότι αντιμετώπισε το 2023 δυσκολία ως προς την εύρεση ανθρώπινου δυναμικού με τον κατάλληλο συνδυασμό ικανοτήτων και τεχνικών δεξιοτήτων, προκειμένου να καλύψει τις ανοιχτές θέσεις εργασίας. Το αντίστοιχο ποσοστό στα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας ανερχόταν σε περίπου 60%.
Οι κλάδοι στους οποίους καταγράφονται τα υψηλότερα ποσοστά δυσκολίας εύρεσης εξειδικευμένου προσωπικού είναι η ενέργεια, η βιομηχανία, οι κατασκευές, ο τομέας της υγείας και των βιοεπιστημών, η ενημέρωση και επικοινωνία, οι χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, η πληροφορική, ο τουρισμός και το εμπόριο.
Κενές θέσεις
Σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, παρά τη μείωση της ανεργίας, αυξήθηκαν οι κενές θέσεις εργασίας στην Ελλάδα. Συγκεκριμένα, ανήλθαν σε 37.100 το δεύτερο τρίμηνο του 2023, έναντι 32.900 το πρώτο τρίμηνο του έτους και 27.200 το δεύτερο τρίμηνο του 2022, καταγράφοντας αύξηση κατά 36,2% σε ετήσια και 13% σε τριμηνιαία βάση, αντίστοιχα.
Οι περισσότερες κενές θέσεις εντοπίζονται στο χονδρικό και λιανικό εμπόριο (18.600) και στην παροχή καταλύματος και εστίασης (10.700). Επιπλέον, το δεύτερο τρίμηνο του έτους οι κενές θέσεις εργασίας αυξήθηκαν στο 1,6% επί των συνολικών θέσεων εργασίας, με το εν λόγω ποσοστό να διαμορφώνεται σε πολυετή υψηλά. Ολα αυτά, όταν υπάρχουν 513.000 άνεργοι που αντιστοιχούν σε ποσοστό ανεργίας 10,8%, σχεδόν διπλάσιο στην ευρωζώνη (δεύτερο υψηλότερο ποσοστό στην Ευρώπη μετά την Ισπανία με 11,6%).
Και «υποτονικότητα»
Στελέχη στον κλάδο της αγοράς εργασίας επισημαίνουν πως η εικόνα σήμερα διαφέρει σημαντικά ανά χώρα και ανά τομέα της οικονομίας, με αποτέλεσμα να συνυπάρχουν ανάμεσα στα κράτη-μέλη περιπτώσεις της λεγόμενης «σφιχτής» αγοράς εργασίας, όπου η ζήτηση για εργατικά χέρια είναι τουλάχιστον ίση με την προσφορά, και «υποτονικής» αγοράς εργασίας. Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη της Alpha Bank, η οποία ανέλυσε το ζήτημα της υψηλής ανεργίας, παρά τις όποιες βελτιώσεις στην αγορά εργασίας, η «υποτονικότητα» αναφέρεται στην υποαπασχόληση του διαθέσιμου προσωπικού. Δηλαδή μετρά το ποσοστό των εργαζομένων που θα μπορούσαν να δουλεύουν αλλά για διαφόρους δεν εργάζονται. Το ποσοστό αυτό για την Ελλάδα είναι 16%, δηλαδή περίπου τρεις ποσοστιαίες μονάδες πάνω από τον μέσο όρο της ευρωζώνης. Οπως εξηγεί η ίδια ανάλυση, η «υποτονικότητα» στην αγορά εργασίας μετριέται ως άθροισμα όσων ψάχνουν για δουλειά αλλά δεν βρίσκουν, αυτών που ψάχνουν για δουλειά αλλά δεν είναι άμεσα διαθέσιμοι, όσων είναι διαθέσιμοι αλλά δεν ψάχνουν για δουλειά, και, τέλος, όσων υποαπασχολούνται, όπως στην περίπτωση της μερικής απασχόλησης. Σε αυτές τις περιπτώσεις, ίσως, θα πρέπει να προστεθεί και η «μαύρη» (αδήλωτη εργασία), η υποδηλούμενη, αλλά και όσοι έχουν πλέον απογοητευτεί και έχουν σταματήσει να αναζητούν εργασία, όπως προκύπτει, εάν συνδυάσει κάποιος τα στοιχεία της ΔΥΠΑ (πρώην ΟΑΕΔ) και της ΕΛΣΤΑΤ (στοιχεία μακροχρόνιων ανέργων, εργατικό δυναμικό, αριθμός που αναζητά εργασία και αριθμός κενών θέσεων).
Στην Ελλάδα, το ποσοστό ανεργίας απέχει πολύ από τα επίπεδα πλήρους απασχόλησης, ενώ πολλοί εργαζόμενοι καταφεύγουν από ανάγκη σε θέσεις μερικής απασχόλησης. Βέβαια, σε κάποιους τομείς η εικόνα διαφέρει. Για παράδειγμα, στον τουρισμό οι επιχειρήσεις δυσκολεύονται να καλύψουν τις κενές θέσεις, με την αδυναμία προσέλκυσης, σε φάση πλήρους ανάκαμψης της τουριστικής κίνησης, να υποδηλώνει και την αδυναμία παροχής ανταγωνιστικών αποδοχών και συνθηκών εργασίας.