Είναι μια επέτειος που αποτελεί προειδοποίηση για τα όσα συμβαίνουν τώρα στη Μέση Ανατολή. Πριν από σαράντα χρόνια, στις 23 Οκτωβρίου 1983, ένα φορτηγό με πέντε τόνους εκρηκτικών ισοπέδωσε τους στρατώνες αμερικανών πεζοναυτών στη Βηρυτό: 241 αμερικανοί στρατιώτες έχασαν τη ζωή τους, άλλοι 128 τραυματίστηκαν. Ηταν η πιο σοβαρή επίθεση που υπέστησαν οι Ηνωμένες Πολιτείες πριν από τους Δίδυμους Πύργους, με ένα επίπεδο απωλειών σε μια μέρα που οι πεζοναύτες δεν είχαν βιώσει ούτε στο Βιετνάμ. Και ήταν το ντεμπούτο ενός νέου τρομοκρατικού κύματος: του σιιτικού, εμπνευσμένου από τους ιρανούς μουλάδες. «Το κτίριο κατέρρευσε», θυμάται ο Αρνολντ Ρέσνικοφ, ένας από τους ιερείς του Εκτου Στόλου που επέζησε της σφαγής. «Είναι αδύνατον να το περιγράψω: υπήρχαν κομμάτια πτωμάτων παντού στα ερείπια».
Απρόβλεπτα σενάρια
Σήμερα ο Λευκός Οίκος, γράφει η «Repubblica», βρίσκεται και πάλι αντιμέτωπος με μια κρίση στη Μέση Ανατολή με απρόβλεπτα σενάρια. Οπου, εκτός από τους φόβους για μια κλιμάκωση στην ευρύτερη περιοχή, με απρόβλεπτες συνέπειες, πρέπει να σκεφθεί την ασφάλεια στρατευμάτων των ΗΠΑ που είναι διάσπαρτα μεταξύ Συρίας και Ιράκ: σχεδόν 3.500 στρατιώτες βρίσκονται σε μια σειρά από μικρές βάσεις που περιβάλλονται από εχθρικές πολιτοφυλακές.
Εδώ και μια εβδομάδα αυτές οι εγκαταστάσεις γίνονται στόχος ρουκετών και drones – τα πρώτα σημάδια, λένε κάποιοι, μιας επικείμενης σφοδρής καταιγίδας. Σε ανάμνηση των θυμάτων του 1983, ο διοικητής του Σώματος, στρατηγός Ερικ Σμιθ, εξέδωσε προειδοποίηση: «Σήμερα υπάρχει μια άλλη ειδική ομάδα στη Μέση Ανατολή, όπως αυτή που χτυπήθηκε τότε στη Βηρυτό. Και τότε ήταν μια ειρηνευτική αποστολή, που πνίγηκε όμως στο αίμα του πολέμου. Στους ανθρώπους αυτής της περιοχής λέω: αν πυροβολήσεις εναντίον των πεζοναυτών, κάποιος άλλος θα μεγαλώσει τα παιδιά σου».
Πριν από 40 χρόνια οι πεζοναύτες βρίσκονταν στη Βηρυτό για να προσπαθήσουν να σταθεροποιήσουν τα αποτελέσματα μιας άλλης σύγκρουσης μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων: της επιχείρησης «Ειρήνη στη Γαλιλαία» που το καλοκαίρι του 1982 είχε οδηγήσει τον ισραηλινό στρατό να πολιορκήσει την πρωτεύουσα του Λιβάνου, μέχρι τη μεταφορά των ανταρτών του Γιάσερ Αραφάτ στην Τυνησία. Μετά την υποχώρηση των Φενταγίν, οι λιβανέζοι φαλαγγίτες έσφαξαν γυναίκες, ηλικιωμένους και παιδιά στους παλαιστινιακούς προσφυγικούς καταυλισμούς της Σάμπρα και της Σατίλα.
Η φρίκη εκείνων των σφαγών είχε ωθήσει τη διεθνή κοινότητα να παρέμβει, με την απόβαση αμερικανικών, γαλλικών και ιταλικών στρατευμάτων: μια ειρηνευτική αποστολή για την προστασία του πληθυσμού. Τα ξημερώματα της 23ης Οκτωβρίου σημειώθηκε διπλή επίθεση αυτοκτονίας. Χτυπήθηκαν πρώτα η αμερικανική βάση και μετά η γαλλική όπου δολοφονήθηκαν 58 αλεξιπτωτιστές. Σε λίγα λεπτά ο δυτικός συνασπισμός μέτρησε 299 νεκρούς. Την επόμενη μέρα ο γάλλος πρόεδρος Μιτεράν έφτασε στη Βηρυτό για να τιμήσει τα θύματα, ενώ δύο μέρες αργότερα ακολούθησε ο αντιπρόεδρος Τζορτζ Μπους. Την ευθύνη για τις επιθέσεις ανέλαβε η Ισλαμική Τζιχάντ, ένα μέτωπο από το νεοσύστατο κίνημα της Χεζμπολάχ που χρηματοδοτείτο από την Τεχεράνη με εντολή από τους Φρουρούς της Επανάστασης.
Τα αντίποινα της Γαλλίας
Σε αντίποινα, το Παρίσι βομβάρδισε μια βάση σιιτικής πολιτοφυλακής στην κοιλάδα Μπεκάα. Η κυβέρνηση του προέδρου Ρίγκαν, ωστόσο, διχάστηκε για τα αντίποινα, μεταξύ εκείνων που ήθελαν να χτυπήσουν άμεσα το Ιράν και εκείνων που δεν πίστευαν ότι οι ευθύνες της Τεχεράνης αποδείχθηκαν: τα σχέδια δράσης ανεστάλησαν.
Παραμένει ισχυρή η υποψία ότι η επίθεση οργανώθηκε από τον Ιμάντ Φαγιέζ Μουγκνιέ, στρατιωτικό ηγέτη της Χεζμπολάχ που σκοτώθηκε το 2008 στη Δαμασκό σε κοινή επιχείρηση ισραηλινών και αμερικανικών πρακτόρων. Τέσσερις μήνες αργότερα, κάτω από τα πυρά των κολοσσιαίων πυροβόλων του θωρηκτού «New Jersey», όλες οι ξένες δυνάμεις αποχώρησαν.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η πληγή αυτής της σφαγής παραμένει ακόμα ανοιχτή. Στις τελετές τους οι πεζοναύτες θυμούνται τους πολέμους που έγιναν από το 1776 μέχρι το Αφγανιστάν. Ποτέ όμως δεν αναφέρουν τη Βηρυτό.
«Επειδή αυτό ήταν λάθος και οι πεζοναύτες δεν πανηγυρίζουν τα λάθη» δήλωσε ο πρώην συνταγματάρχης Τσακ Ντάλατσι. Η εμπειρία που συσσωρεύτηκε σε σαράντα χρόνια συγκρούσεων στη Μέση Ανατολή φαίνεται να έπεισε την αμερικανική κυβέρνηση ότι σήμερα δεν υπάρχει δυνατότητα νίκης. Οποιαδήποτε στρατιωτική πρωτοβουλία κατά της Χαμάς ή της Χεζμπολάχ παρουσιάζει πολύ περισσότερους κινδύνους παρά προοπτικές επιτυχίας. Αλλά το όραμα της αμερικανικής προεδρίας δεν είναι αυτό του Ισραήλ, που εξακολουθεί να είναι συγκλονισμένο από τη φρίκη της 7ης Οκτωβρίου.