Μια απότομη αύξηση του αριθμού των νοικοκυριών σε προσωρινά καταλύματα στην Αγγλία είναι ένα σαφές μήνυμα ότι το κατεστραμμένο σύστημα στέγασης του Ηνωμένου Βασιλείου πλήττει περισσότερο τους φτωχότερους ανθρώπους. Τα τελευταία ετήσια στοιχεία δείχνουν ότι 157.640 οικογένειες ήταν άστεγες το 2022/2023, ποσοστό 12,1% υψηλότερο από ό,τι πριν από τον COVID, με 104.510 σε προσωρινά καταλύματα τον Μάρτιο του τρέχοντος έτους.
Ενώ οι άνθρωποι που στριμώχνονται στα πεζοδρόμια παραμένουν το πιο ορατό σημάδι αποτυχίας της στεγαστικής πολιτικής, ο πολύ μεγαλύτερος αριθμός που βρίσκεται σε χρόνια προσωρινά καταλύματα αντιμετωπίζει επίσης σοβαρούς κινδύνους. Πολλές από αυτές είναι οικογένειες με παιδιά των οποίων οι πιο βασικές ανάγκες στερούνται και υπάρχουν συγκλονιστικές ιστορίες παιδιών που φοβούνται να βγουν έξω επειδή φοβούνται ότι δεν θα έχουν πού να επιστρέψουν. Μια πρόσφατη έκθεση έδειξε ότι 440.000 παιδιά σε όλο το Ηνωμένο Βασίλειο κοιμούνται στο πάτωμα. Τέτοιες υποτυπώδεις συνθήκες διαβίωσης έχουν βαρύ φυσικό και συναισθηματικό κόστος, ενώ οι μετακινήσεις διαταράσσουν την εκπαίδευση και την απασχόληση (10,8% των άστεγων νοικοκυριών εργάζονται με πλήρες ωράριο). Σημαντική άνοδος σημειώθηκε επίσης στον αριθμό των αστέγων ηλικίας 65-74 ετών.
Διαδοχικές κυβερνήσεις επιδίωξαν μέσω της πολιτικής τους να αυξάνουν τις τιμές των κατοικιών – για να ευχαριστήσουν τους ψηφοφόρους που τις θεωρούν επενδύσεις – ενώ απέτυχαν να εξασφαλίσουν περίπου το ένα τρίτο του πληθυσμού για τον οποίο ακόμη και το χαμηλό σκαλί της κλίμακας ιδιοκτησίας είναι απρόσιτο. Ενώ η κατάσταση έχει επιδεινωθεί δραστικά υπό τους Συντηρητικούς, οι Εργατικοί φέρουν επίσης ευθύνη τόσο για τον πληθωρισμό των τιμών των κατοικιών όσο και για την έλλειψη κοινωνικά ενοικιαζόμενων κατοικιών. Η τελευταία φορά που ο αριθμός των οικογενειών σε προσωρινά καταλύματα ξεπέρασε τις 100.000 ήταν το 2004-2005.
Εχει υπάρξει σοβαρή αποτυχία της δημόσιας πολιτικής. Ενα μέρος του κολοσσιαίου πλούτου που δημιουργήθηκε από την αγορά ακινήτων του Ηνωμένου Βασιλείου τις τελευταίες δεκαετίες θα έπρεπε να είχε ανακτηθεί, μέσω της φορολογίας, και να κατευθυνθεί προς την παροχή κατοικιών σε όσους αποκλείονται από αυτήν. Αντίθετα, όπως και σε άλλους τομείς όπως η κοινωνική μέριμνα και η παροχή ειδικών εκπαιδευτικών αναγκών, τα (δημοτικά) συμβούλια που ψάχνουν για χρηματοδότηση αφήνονται να μαζέψουν τα κομμάτια – και να πληρώσουν λογαριασμούς που έχουν ξεφύγει από τον έλεγχο. Το χάσμα που χωρίζει όσους έχουν κι όσους δεν έχουν είναι αντάξια του Σκρουτζ. Η συρρίκνωσή τους θα πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα για όποιον ενδιαφέρεται για την κοινωνική δικαιοσύνη.