Στην τελική ευθεία μπαίνει, όπως όλα δείχνουν, η υπόθεση της επανένωσης των Γλυπτών του Παρθενώνα.
Επειτα από 24 μήνες εντατικών διαπραγματεύσεων – και 207 χρόνια από τότε που τα αριστουργήματα της κλασικής αρχαιότητας αγοράστηκαν από το βρετανικό κράτος –, συγκλίνουσες πληροφορίες αναφέρουν ότι η ελληνική κυβέρνηση και το Βρετανικό Μουσείο βρίσκονται πολύ κοντά σε μία επί της αρχής συμφωνία που θα μπορούσε να ανοίξει τον δρόμο για τη σταδιακή επιστροφή τους εντός του 2024.
Στο πλαίσιο αυτό, πηγές με γνώση των συζητήσεων που διεξάγονται επισήμαναν την κρισιμότητα του ταξιδιού του Κυριάκου Μητσοτάκη στο Λονδίνο στα τέλη του προσεχούς μήνα. Επισήμως, ο Πρωθυπουργός θα ταξιδέψει στη βρετανική πρωτεύουσα για να μετάσχει στο Ελληνικό Επενδυτικό Συνέδριο που διοργανώνουν το Χρηματιστήριο Αθηνών και η Morgan Stanley στις 27 Νοεμβρίου. Επιπροσθέτως, θα επιχειρήσει να κλείσει ραντεβού με τον βρετανό ομόλογό του Ρίσι Σούνακ – ο οποίος πέρυσι δεν τον είδε όταν επισκέφθηκε το Λονδίνο την ίδια πάλι περίοδο. Ανεπισήμως, όμως, θα έχει «υψηλού επιπέδου επαφές» για την τύχη των αρχαιοελληνικών θησαυρών που σχεδίασε ο Φειδίας, τους οποίους η χώρα μας διεκδικεί από τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους. Στις συναντήσεις που θα κάνει θα κριθεί, εν πολλοίς, η τύχη των συνομιλιών για αυτή την υπεραιωνόβια ελληνοβρετανική εκκρεμότητα.
Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, το 2024 θεωρείται έτος – ορόσημο για τα Γλυπτά. Τον περασμένο Δεκέμβριο, ο ανταποκριτής των «ΝΕΩΝ» Γιάννης Ανδριτσόπουλος αποκάλυψε τη διεξαγωγή μυστικών διαπραγματεύσεων μεταξύ του Μητσοτάκη και του προέδρου του Βρετανικού Μουσείου Τζορτζ Οσμπορν. Οι συνομιλίες είχαν αρχίσει, υπό καθεστώς άκρας μυστικότητας, δεκατρείς μήνες νωρίτερα. Τον Νοέμβριο του 2021, ο Πρωθυπουργός πήγε στο Λονδίνο για να συναντήσει τον βρετανό τότε ομόλογό του Μπόρις Τζόνσον και να του θέσει – μεταξύ άλλων – το ζήτημα της επιστροφής των Γλυπτών. Τότε, είχε φύγει από την Ντάουνινγκ Στριτ με άδεια χέρια. Αλλωστε, στην αποκλειστική συνέντευξή του στα «ΝΕΑ», τον Μάρτιο του ίδιου έτους, ο Μπόρις δεν είχε αφήσει κανένα περιθώριο, ισχυριζόμενος ότι «τα Μάρμαρα αποκτήθηκαν νομίμως από τον λόρδο Ελγιν».
Ωστόσο, το σχέδιο Μητσοτάκη είχε μόλις τεθεί σε εφαρμογή: συνάντησε, μυστικά, τον Οσμπορν με τον οποίο αποφάσισε να εισέλθει σε διαπραγματεύσεις με στόχο την επίλυση του προβλήματος. Εκτοτε, οι συνομιλίες των δύο πλευρών πήραν φωτιά: πότε με τον ίδιο τον Πρωθυπουργό, πότε με τον τότε υπουργό Επικρατείας Γιώργο Γεραπετρίτη (ο οποίος έχει, μέχρι σήμερα, ρόλο «αρχιδιαπραγματευτή» από τη θέση πλέον του υπουργού Εξωτερικών) και πότε με τον προκάτοχο του τελευταίου, Νίκο Δένδια. Επειτα από την αποκάλυψη των επαφών από «ΤΑ ΝΕΑ», η οποία έγινε θέμα στα μεγαλύτερα βρετανικά και διεθνή μέσα μαζικής ενημέρωσης, το Βρετανικό Μουσείο αναγκάστηκε να παραδεχθεί τη διεξαγωγή τους. Στο λονδρέζικο ίδρυμα μιλούν για μια «Σύμπραξη για τον Παρθενώνα» («Parthenon Partnership»), ενώ ο Οσμπορν αναφέρεται τακτικά στο «όραμά» του για πολιτιστική συνεργασία με την Ελλάδα.
Είναι, επίσης, σαφές ότι το κλίμα στη Γηραιά Αλβιώνα έχει αλλάξει. Διαδοχικές δημοσκοπήσεις καταδεικνύουν ότι η πλειοψηφία των Βρετανών όχι μόνο δεν «ενοχλείται» από την προοπτική επαναπατρισμού των παρθενώνιων γλυπτών, αλλά αντιθέτως τη στηρίζει συνειδητά, προτάσσοντας την ηθική διάσταση του ζητήματος. Παράλληλα, ο ένας μετά τον άλλον βασικοί παίκτες του βρετανικού κατεστημένου αλλάζουν στάση: από την ιστορική στροφή των «Τάιμς» μέχρι κορυφαίους πολιτικούς των δύο μεγάλων κομμάτων. Στη μεταστροφή του κλίματος συνέβαλε και η ίδρυση ενός βρετανικού οργανισμού που προωθεί την επανένωση μέσα από μία λύση «win-win»: του Parthenon Project, πρόεδρος του οποίου είναι ο πρώην υφυπουργός Πολιτισμού του Συντηρητικού Κόμματος λόρδος Εντ Βέιζι και μέλη, μεταξύ άλλων, ο πρώην υπουργός Πολιτισμού των Εργατικών Μπεν Μπράντσο και ο διάσημος ηθοποιός και συγγραφέας Στίβεν Φράι.
Εκπρόσωπος του Βρετανικού Μουσείου είπε στα «ΝΕΑ» ότι «οι συζητήσεις με την Ελλάδα συνεχίζονται και είναι εποικοδομητικές». Σύμφωνα με διαρροές της βρετανικής πλευράς, ο Οσμπορν προτείνει την προσωρινή επιστροφή στην Ελλάδα μέρους των Μαρμάρων. Οταν αυτά ξαναγυρίζουν στο Λονδίνο, θα αποστέλλονται στην Αθήνα άλλα τμήματα της ζωφόρου, των αετωμάτων και των μετοπών του Παρθενώνα. Σε αντάλλαγμα, η Ελλάδα θα στέλνει στη Βρετανία, ως δάνεια, αρχαιοελληνικά τεχνουργήματα που δεν έχουν εκτεθεί πότε στο εξωτερικό. Το σχέδιο αυτό, βέβαια, ισοδυναμεί με δανεισμό των Γλυπτών – τον οποίο η Ελλάδα διαχρονικά απορρίπτει –, έστω και αν το δάνειο «βαφτιστεί» κάπως αλλιώς, λ.χ. «κατάθεση» (deposit), αποφεύγοντας την αναγνώριση της υποτιθέμενης βρετανικής ιδιοκτησίας. Ο Μητσοτάκης φέρεται να διαφωνεί με αυτό το σχέδιο, προτάσσοντας την ανάγκη της οριστικής επανένωσης του συνόλου του γλυπτού διάκοσμου του Παρθενώνα που σώζεται σήμερα. Ενα άλλο σχέδιο που έχει πέσει στο τραπέζι αφορά τη σταδιακή επιστροφή των Γλυπτών, ώστε έπειτα από κάποιο διάστημα να βρεθούν όλα επανενωμένα στην Αθήνα. Για κάτι τέτοιο, όμως, θα απαιτούνταν αλλαγή της βρετανικής νομοθεσίας, καθώς σήμερα δεν επιτρέπεται στο Βρετανικό Μουσείο να αποχωριστεί για πάντα αντικείμενα από τη συλλογή του. Θα μπορούσε να εξεταστεί και η λύση των «επ’ αόριστον» ή «διαρκώς ανανεούμενων» δανείων – αλλά και για αυτό θα απαιτούνταν η σιωπηρή συγκατάθεση της βρετανικής κυβέρνησης. Ελπίδα της ελληνικής πλευράς, αν προκριθεί μια τέτοια λύση, είναι ότι μια μελλοντική κυβέρνηση (και Βουλή) στο Ηνωμένο Βασίλειο θα είναι πιο «δεκτική» απέναντι στη μόνιμη επιστροφή των Γλυπτών στη βάση της «ηθικής υποχρέωσης» – που πολλοί στη Βρετανία ήδη αισθάνονται – περί αποκατάστασης «αδικιών» του (αποικιοκρατικού) παρελθόντος.