Τον Αλέξη Τσίπρα ως πολιτικό δεν τον συμπαθώ και ως προσωπικότητα δεν τον εκτιμώ. Αυτό είναι γνωστό στους αναγνώστες της στήλης, αισθάνομαι όμως την υποχρέωση να το επαναλάβω, επειδή θέλω να σας μιλήσω για το ένα πράγμα το οποίο παραδέχομαι και θαυμάζω στον Τσίπρα, τον ένα λόγο για τον οποίο τον σέβομαι. Ως επαγγελματία, λοιπόν, του βγάζω το καπέλο. Ως επαγγελματία τον σέβομαι και το διαλαλώ! Διάλεξε από νωρίς τη συγκεκριμένη καριέρα στην Αριστερά και διέπρεψε στο δύσκολο επάγγελμα του αριστερού, φθάνοντας στο κορυφαίο αξίωμα του πρωθυπουργού προτού γίνει σαράντα ετών. Σήμερα, έχει λύσει το βιοποριστικό του (πρωθυπουργός διετέλεσε) και ασχολείται με την πολιτική κατάσταση της Ευρώπης, δηλαδή κάνει τουρισμό στο Συμβούλιο της Ευρώπης. Αμφιβάλλω αν ο ίδιος φανταζόταν ποτέ, π.χ. στα τριάντα του, ότι προτού πενηνταρίσει θα είχε διανύσει τέτοια διαδρομή. Γίνεται να μην του το αναγνωρίσεις; Δεν εκτιμώ καθόλου το επάγγελμα που άσκησε, αναγνωρίζω όμως ότι με τις επιδόσεις του το τίμησε.
Τα λέω όλα αυτά, για να καταλήξω στην περίφημη συνάντηση του Στρασβούργου μεταξύ Αλέξη Τσίπρα και Γεωργίου Β’ των Παπανδρέου (ΓΑΠ), την οποία αποκάλυψαν προ ημερών «ΤΑ ΝΕΑ». Εκτίμησή μου είναι ότι ένας άνθρωπος με τον στυγνό επαγγελματισμό του τέως προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ θα ενδιαφέρθηκε πρωτίστως να πληροφορηθεί από τον ΓΑΠ τα κόλπα και τις άκρες στο Στρασβούργο, δηλαδή τι να προσέχει, πού να πηγαίνει, πού να μην περνά ούτε απ’ έξω κ.λπ. Ξέρετε, όλα αυτά τα πρακτικά ζητήματα που αφορούν την καθημερινότητα και μας τρομάζουν όταν βρεθούμε ξαφνικά σε μια ξένη πόλη. Κάποιος πρέπει να τον κατατοπίσει για όλα αυτά και ποιος είναι καλύτερος από τον ΓΑΠ;
Εδώ, χρειάζεται να ανατρέξω σε ένα άγνωστο περιστατικό από το παρελθόν, που φωτίζει το είδος της πρακτικής, σχεδόν εργαλειακής, προσέγγισης που έχει στα πράγματα ο Αλέξης Τσίπρας. Μόλις είχε γίνει πρωθυπουργός, ταξιδεύοντας προς Γερμανία, γνώρισε μέσα στο αεροπλάνο έναν έλληνα υπάλληλο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Ο πρόεδρος ενθουσιάστηκε διαπιστώνοντας ότι υπάρχουν και Ελληνες σε θέσεις ευθύνης στη Φρανκφούρτη και τον ρώτησε: «Εμείς πόσους μπορούμε να διορίσουμε εκεί;». Ο άλλος του απάντησε, κανέναν και ότι τη θέση του την είχε πάρει με διαγωνισμό. Ενας άνθρωπος με τέτοια νοοτροπία, λοιπόν, εκτιμώ ότι θα ενδιαφέρθηκε περισσότερο για τις πρακτικές δυνατότητες που του προσφέρει η θέση του στην Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης.
Δεν αμφισβητώ την πιθανότητα πολιτικού ενδιαφέροντος στη συνάντηση των δύο πρώην πρωθυπουργών, κάθε άλλο. Υφίσταται, όμως, ως προέκταση της πρακτικής και πραγματιστικής προσέγγισης του Τσίπρα στο ζήτημα της επιβίωσης. Πώς, δηλαδή, θα μπορεί να θεωρεί δεδομένη τη μισθοδοσία του από τη Βουλή, αν μεθαύριο διαλυθεί ο ΣΥΡΙΖΑ; Προκειμένου ο ίδιος να έχει λυμένο το συνταξιοδοτικό του, πρέπει να μην πέσει έξω το ταμείο που καταβάλλει τη σύνταξή του, δηλαδή το κόμμα που αυτός ίδρυσε και με το οποίο εκλέγεται. Γιατί να τον κάνει η ΝΔ ή το ΠΑΣΟΚ βουλευτή Επικρατείας ως πρώην πρωθυπουργό δεν το βλέπω πιθανό. Αρα, ο Τσίπρας έχει ανάγκη να συνεχίσει να υπάρχει ο ΣΥΡΙΖΑ, αν όχι με τη σημερινή μορφή του, πάντως ως ένα σχήμα της Αριστεράς στο οποίο ο ίδιος θα έχει τιμητική θέση.
Υπ’ αυτή την έννοια, ναι, ο ΓΑΠ προσφέρεται. Εκτός από ιδεώδης οδηγός της καλής ζωής στο Στρασβούργο μπορεί να είναι και συνομιλητής για το σενάριο της συνεργασίας, που εκείνος το άνοιξε και στο οποίο επιμένει, με αυτή την επιμονή που μόνο ο Γιώργος μπορεί να έχει. Στον ΣΥΡΙΖΑ, όπως βλέπετε, η κατάσταση εκτραχύνεται από μέρα σε μέρα και το αύριο είναι αμφίβολο. Η μόνη βεβαιότητα που θα διακινδύνευα είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ που θα μετάσχει στις ευρωεκλογές δεν θα είναι αυτός που υπάρχει σήμερα. Πολλοί το έχουν ήδη καταλάβει και είτε ψάχνονται είτε αναζητούν την επόμενη κατάσταση. Οι ευρωεκλογές, εξάλλου, είναι εκ των πραγμάτων το ιδεώδες πεδίο για να δοκιμάσει την τύχη του ένα νέο κόμμα ή σχήμα, όπως έλεγαν κάποτε στα μπουζούκια. Στις ευρωεκλογές, συνδυάζονται άψογα η πολιτική σημασία με την πολυτέλεια του ψηφοφόρου να επιλέγει γνωρίζοντας ότι με την ψήφο του δεν αλλάζει την κυβέρνηση στη χώρα του. Συνεπώς, μια τέτοια ευκαιρία, που έρχεται μια φορά στα πέντε χρόνια, δεν την αφήνεις να περάσει. Ιδίως όταν το επάγγελμα έχει γίνει πια δεύτερη φύση…