Η παράδοση του ιταλικού τελεσιγράφου λίγο μετά τις 3 τα ξημερώματα εκείνης της Δευτέρας, της 28ης Οκτωβρίου 1940, στα χέρια του Ιωάννη Μεταξά και η απάντηση του τελευταίου στον ιταλό πρεσβευτή – «Alors, c’est la guerre» – που σήμανε την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου λίγες ώρες αργότερα, βρήκε τους Ελληνες να κοιμούνται.
Ο εφιαλτικός ήχος από τις πολεμικές σειρήνες σήκωσε όλες τις οικογένειες στο πόδι. Ενας βετεράνος πολιτικός, ένας ηθοποιός και ένας ποιητής – ο Ιωάννης Βαρβιτσιώτης, ο Γιώργος Κωνσταντίνου και ο Τίτος Πατρίκιος – περιγράφουν στα «ΝΕΑ Σαββατοκύριακο» τις παιδικές αναμνήσεις που κουβαλούν έως σήμερα από εκείνο το ιστορικό, για το έθνος και τον κόσμο, πρωινό.
Ιωάννης Βαρβιτσιώτης, 1933, 7 ετών τότε
«Προ του κινδύνου οι Ελληνες είναι ενωμένοι»
«Ημουν μικρό παιδί. Οταν άκουσα τις σειρήνες, φοβήθηκα και από την κρεβατοκάμαρά μου πήγα και χώθηκα στο κρεβάτι του πατέρα μου. Μου είπε, “ησύχασε, παιδί μου, δεν είναι τίποτα”. Τότε ζούσε και ο μικρός μου αδερφός και μας πήρε και τους δύο ο πατέρας μου και βγήκαμε στον δρόμο, στην Πανεπιστημίου, όπου κατέβαινε πλήθος κόσμου και φώναζε ενθουσιασμένο. Αυτή είναι η πρώτη μου ανάμνηση. Το σπίτι μας τότε ήταν εκεί όπου είναι το γραφείο μου, Γενναδίου 3», αναφέρει ο Ιωάννης Βαρβιτσιώτης. «Στην Πανεπιστημίου θυμάμαι ότι ήταν πολύς κόσμος ο οποίος προχωρούσε προς το Σύνταγμα φωνάζοντας και τραγουδώντας εμβατήρια. Ηταν πολύ συγκινητική η ιστορία αυτή. Ελεγαν τραγούδια της εποχής, το “Κορόιδο Μουσολίνι”. Αμέσως μετά, μου εξήγησε ο πατέρας μου τι γίνεται. Επειτα δεν φοβόμουν. Φύγαμε από το κέντρο όπου κατοικούσαμε και πήγαμε σε ένα σπίτι στο Χαλάνδρι. Εκείνες τις πρώτες μέρες και ώρες οι γονείς μου μπορώ να πω ότι ήταν απόλυτα ψύχραιμοι. Μάλλον το περίμεναν αυτό που συνέβη».
Ο ίδιος, όπως λέει, δεν θυμάται ως παιδί να νιώθει φόβο στη θέα των εισβολέων στην πόλη. «Καταλαβαίναμε τι συνέβαινε αλλά δεν τους φοβόμασταν. Δεν τους φοβόμασταν από το εξής περιστατικό. Εμείς βγαίναμε και παίζαμε κάποια μπάλα από αυτές που έφτιαχναν οι μανάδες μας από κουρέλια στο προαύλιο της εκκλησίας της Ζωοδόχου Πηγής. Μια μέρα, ένας Αυστριακός ήρθε καταπάνω μας και όλοι μας φοβηθήκαμε ότι θα μας διώξει, ότι θα πει ότι τον ενοχλούμε. Δεν ήταν τίποτε από όλα αυτά. Μας χάρισε μια μπάλα. Εκείνη ήταν στιγμή πολύ ωραία. Δύσκολες ώρες ήταν οι βομβαρδισμοί. Τους θυμάμαι τους βομβαρδισμούς. Εμείς δεν κατεβαίναμε ποτέ στο καταφύγιο. Και μετά η Κατοχή. Οπου στην Κατοχή, μπροστά στο σπίτι μας στη Γενναδίου, έκαναν σταθμό τα γερμανικά άρματα μάχης», εξηγεί και σημειώνει τι θεωρεί τι συμβολίζει αυτή η παιδική ανάμνηση που έχει ο ίδιος από την 28η Οκτωβρίου για την Ελλάδα, τις Ελληνίδες και τους Ελληνες. «Οτι προ του κινδύνου οι Ελληνες είναι ενωμένοι. Αλλά, δυστυχώς, όταν δεν υπάρχει κίνδυνος, ο καθένας τραβάει τον δρόμο του».
Γιώργος Κωνσταντίνου, 1934, έξι ετών τότε
«Σαν τα φοβισμένα ζώα στη θύελλα…»
Αρκετά οικοδομικά τετράγωνα πέρα από τη Γενναδίου ήταν το σπίτι της οικογένειας του Γιώργου Κωνσταντίνου, ο οποίος, ακριβώς την προηγούμενη ημέρα, στις 27 Οκτωβρίου 1940, είχε κλείσει τα έξι. «Στις 28 Οκτωβρίου, θυμάμαι ότι ήμουν στο σπίτι της γιαγιάς μου. Είχε ήδη κυκλοφορήσει η φήμη ότι ξεκινάει ο πόλεμος και είχε μαζευτεί όλη η οικογένεια εκεί. Εγώ ήμουν πάνω σε ένα τραπέζι και άκουγα τις σειρήνες γιατί απ’ έξω, στη γειτονιά μου στην περιοχή της Πλατείας Βάθη, υπήρχαν αστυνομικά τμήματα τα οποία είχαν σειρήνες από πάνω. Σαν παιδί δεν μπορούσα να καταλάβω ακριβώς τι συνέβαινε, δεν μπορούσα να καταλάβω τον κίνδυνο. Απλώς εικόνες έβλεπα. Πέρασα τέσσερα χρόνια μέσα στο σπίτι και εκτός από μερικά φλας που έχω ότι ψήναμε καλαμπόκι και τρώγαμε, όπως γίνεται σήμερα το ποπ κορν γιατί δεν είχαμε τι άλλο να φάμε, ή κάποιους ανθρώπους που φώναζαν από κάτω “πεινάω”, δεν θυμάμαι καθόλου να έχω συναισθήματα φόβου. Πολλά γεγονότα έγιναν, μπήκαν οι Γερμανοί μέσα στο σπίτι, γλιτώσαμε από του χάρου τα δόντια, τα λέω όλα στο βιβλίο μου», αναφέρει ο Γιώργος Κωνσταντίνου.
Πράγματι, στο αυτοβιογραφικό του βιβλίο «Showtime» (Εκδόσεις IANOS) – αφού πρώτα περιγράφει πώς έγινε αυτόπτης μάρτυρας του τορπιλισμού της «Ελλης» ο ίδιος και η μητέρα του μερικές βδομάδες νωρίτερα στην Τήνο – υπάρχει αναφορά σε εκείνο το πρωινό: «Βρέθηκα να κάθομαι στο τραπέζι του σαλονιού ενός διώροφου προπολεμικού σπιτιού, κάπου στην Πλατεία Βάθη. Οι σειρήνες έξω χτυπούσαν, αναγγέλλοντας την αρχή της τραγωδίας που θα παρέσυρε τον κόσμο στον θάνατο και στην απελπισία. Ηταν το σπίτι της γιαγιάς μου. Ημουνα πολύ μικρός για να καταλάβω αυτά που συνέβαιναν γύρω μου. Ολη η οικογένεια είχε μαζευτεί εκεί. Σαν τα φοβισμένα ζώα στη θύελλα, που βρίσκουν ένα απάγκιο για να φυλαχτούν».
Τίτος Πατρίκιος, 1928, 12 ετών τότε
«Αγώνας για ελευθερία, ανεξαρτησία, δημοκρατία»
«Η έκρηξη του πολέμου με βρήκε εσωτερικό στην Αναργύρειο και Κοργιαλένειο Σχολή Σπετσών, η οποία, όπως όλα τα σχολεία, έκλεισε. Τον Δεκέμβριο κατόρθωσα μαζί με άλλους συμμαθητές να γυρίσουμε στην Αθήνα. Θέλαμε να πάμε και εμείς στο μέτωπο. Τολμώ να σας πω ότι εγώ, με δύο άλλα μικρά παιδιά, πήγαμε σε ένα στρατολογικό γραφείο και δηλώσαμε εθελοντές. Και μας είπαν “πηγαίντε σπίτι σας, παιδιά, είστε πολύ μικροί”», περιγράφει ο Τίτος Πατρίκιος. Την ημέρα εκείνη, ο ίδιος την έχει αποτυπώσει στο προσωπικό του ημερολόγιο, σελίδες του οποίου έχουν δημοσιευθεί στο βιβλίο του «Η συμμορία των δεκατριών – Ημερολόγιο του 1940 και άλλα γραφτά» (Εκδόσεις Κέδρος).
Εκεί σημειώνει χαρακτηριστικά: «Δευτέρα 28 Οκτωβρίου – Σήμερα το πρωί την ώρα των Φυσικών – δεν θα είχαν περάσει περισσότερο από 20 λεπτά – ήλθε ο κ. Καρατασάκης και είπε κάτι του κ. Τουφεξή. Ολοι νομίζαμε πως του είπε κάτι για να μην κάνουμε σχολείο. Πράγματι. Ο Τουφεξής μάς είπε με διάφορα μπιχλιμπίδια ότι η Ιταλία μάς κήρυξε τον πόλεμο = ΔΕΥΤΕΡΑ 28 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ Ο ΕΛΛΗΝΟΪΤΑΛΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ. Μας είπε διάφορα λόγια. Εγιναν διάφορες εκδηλώσεις, όλοι φωνάζαμε εναντίον. Δεν μπορώ να περιγράψω τι έγινε! Ολοι γράφαμε στους πίνακες, στα θρανία, παντού: Ζήτω η Ελλάς, κάτω η Ιταλία και άλλα υπέρ της Ελλάδος. Υστερα πήγαμε στο γήπεδο, συνταχτήκαμε και ο κ. Ζούκης μάς είπε σχετικά, μας είπε πως θα γίνουν καταφύγια, διάφορα σώματα όπως παρατηρηταί, αστυνομία, πυροσβεστικόν, σβέσεως των φώτων, και κάνα δυο άλλα. Πως όταν κτυπάει καμπάνα είναι σύνθημα συναγερμού και πως όλα που γινόντουσαν με καμπάνες θα γίνονται με κουδούνια (…)».
Αναφορικά με το τι σημαίνει σήμερα, 83 χρόνια μετά, εκείνο το ιστορικό πρωινό και πώς θα έπρεπε να το ερμηνεύουν οι νέοι, ο σπουδαίος έλληνας ποιητής και πεζογράφος σχολιάζει: «Η 28η Οκτωβρίου παραμένει για μένα μια πολύ σημαντική ημέρα γιατί είναι η ημέρα που η Ελλάδα όλη αρνήθηκε να υποταγεί στην επίθεση του ιταλικού φασισμού. Για μένα παραμένει ακόμα αυτή η δημοκρατική και εθνική μαζί έξαρση. Η 28η Οκτωβρίου παραμένει σε εμένα ζωντανή και ελπίζω και σε όλους. Κατά κάποιον τρόπο, ήταν η έμμεση κατάργηση της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου. Ο κόσμος αισθάνθηκε να συμμετέχει, όχι να είναι καταναγκασμένος από την επιβολή της δικτατορίας. Ο ενθουσιασμός μας ήταν χωρίς όρια και ήμαστε απόλυτα βέβαιοι για τη νίκη», θυμάται ο ίδιος.
Και συνεχίζει την περιγραφή: «Το πρώτο σημαντικό μου βίωμα στην Κατοχή ήταν όταν, στις 28 Οκτωβρίου 1942, στα 14 μου χρόνια πήγα με το ΕΑΜ Νέων τότε να στεφανώσουμε τα αγάλματα των ηρώων στο Πεδίον του Αρεως. Μετά μας είπαν να συγκεντρωθούμε στο πανεπιστήμιο, ανεβήκαμε από τα Εξάρχεια και στην οδό Σόλωνος για πρώτη φορά ένας ιταλός καραμπινιέρος με χτύπησε, μου έδωσε μια πάρα πολύ γερή κλωτσιά και έσπασε τα γυαλιά μου. Ετσι η 28η Οκτωβρίου έχει μείνει για μένα και μια εμπειρία προσωπική. Οι νέοι σήμερα κυρίως χρειάζεται να ανακαλύψουν οι ίδιοι την επέτειο. Δεν φτάνει η αφ’ υψηλού διδασκαλία. Χρειάζεται να αισθανθούν ότι τους αφορά. Γιατί, μπορεί να έχουν περάσει τόσα χρόνια, αλλά μας αφορά όλους γιατί είναι ο αγώνας για την ελευθερία, για την ανεξαρτησία και τελικά για τη δημοκρατία».