Νοέμβριος 1940. Ο πόλεμος μαίνεται.
Οι παραστάσεις στο Βασιλικό τότε – και νυν Εθνικό – Θέατρο διακόπτονται. Η στέγη του μεγάρου Τσίλλερ στην Αγίου Κωνσταντίνου καμουφλάρεται ώστε να μην αποτελεί στόχο αεροπορικών επιθέσεων και οι παραστάσεις μεταφέρονται στο κινηματοθέατρο Παλλάς που διέθετε ένα από τα ασφαλέστερα καταφύγια των Αθηνών.
Πώς όμως να ανέβει ένα έργο όταν 40 από τους ηθοποιούς του θεάτρου έχουν επιστρατευθεί; Με έκτακτες προσλήψεις αστράτευτων ηθοποιών η αυλαία θα σηκωθεί ξανά στις 24 Νοεμβρίου με τους «Πέρσες» του Αισχύλου.
Οταν, όμως, θα ολοκληρωθούν οι παραστάσεις της μοναδικής νέας παραγωγής της πρώτης σκηνής της χώρας εν μέσω πολεμικών επιχειρήσεων – εκείνης του σαιξπηρικού «Ερρίκου Ε’» – με την εισβολή των Γερμανών στην Αθήνα, μαζί θα έχει κλείσει και η περίοδος του Μεσοπολέμου για το εν λόγω θέατρο, στη διάρκεια του οποίου είχε εδραιωθεί ως ο πλέον αξιόπιστος φορέας θεατρικής τέχνης στην Ελλάδα.
Η ανέχεια και η αλληλεγγύη της Κατοχής, ο ενθουσιασμός και η σύντομη, όπως αποδείχθηκε, ελπίδα της Απελευθέρωσης, η οπισθοδρόμηση και ο διχασμός του Εμφυλίου, που θα ακολουθήσουν, θα αποτελέσουν στο μέλλον πολύτιμο υλικό για τη συγγραφή πολλών θεατρικών έργων, ορισμένα εκ των οποίων τις επόμενες δεκαετίες θα δοκιμαστούν στο θεατρικό σανίδι της Αγίου Κωνσταντίνου, στην κεντρική σκηνή του Εθνικού Θεάτρου.
Τα ίδια αυτά γεγονότα, όμως, που χώρεσαν σε μία από τις πιο δραματικές δεκαετίες της ελληνικής Ιστορίας του 20ού αι., άφησαν έντονα τα αποτυπώματά τους στην πορεία της πρώτης σκηνής της χώρας. Και είναι αυτή η ταραγμένη δεκαετία 1940 – 1950 που μπαίνει στο στόχαστρο της μελέτης «Το Εθνικό Θέατρο στη δεκαετία 1940 – 1950, οι διοικήσεις, το καλλιτεχνικό έργο και η θέση του σκηνοθέτη» που υπογράφει ο θεατρολόγος, επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Παναγιώτης Μιχαλόπουλος και κυκλοφορεί από την Κάπα Εκδοτική.
Μια μελέτη που για να ολοκληρωθεί αξιοποιήθηκαν αρχεία με αδημοσίευτο υλικό, όπως τα πρακτικά των συνεδριάσεων του διοικητικού συμβουλίου του Εθνικού Θεάτρου, με αθησαύριστες έως σήμερα πληροφορίες, αλλά και παράνομες εφημερίδες και περιοδικά της περιόδου της Κατοχής. Και που εν τέλει όσο κι αν από τον τίτλο της μοιάζει να απευθύνεται σε ένα ειδικό κοινό, ο ρέων λόγος του συγγραφέα και η παρουσίαση των εξελίξεων στο θέατρο παράλληλα με την πολιτική, ιστορική και κοινωνική πραγματικότητα της εποχής, την καθιστούν ελκυστική σε κάθε αναγνώστη, καθώς του προσφέρει τη δυνατότητα να διατρέξει την Ιστορία μιας επώδυνης και πολύπλοκης δεκαετίας μέσα από πρόσωπα και παραστάσεις, ίντριγκες και βεντετισμούς, ρήξεις και αλλαγές.
ΠΡΟΣΩΠΑ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ. Τα πρόσωπα και τα γεγονότα είναι πολλά για να χωρέσουν σε μια παρουσίαση, γι’ αυτό ενδεικτικά θα αναφέρουμε κάποια και με έναν «μεγεθυντικό φακό» θα σταθούμε περισσότερο σε ορισμένα άλλα, εκ των οποίων κάποια εν πολλοίς άγνωστα.
Μέσα από τις σελίδες της μελέτης που προλογίζει ο Στάθης Λιβαθινός και είναι αφιερωμένη στον Σπύρο Ευαγγελάτο, ο αναγνώστης παρακολουθεί τις παρεμβάσεις της εξουσίας, τη σύλληψη του σκηνοθέτη Πέλου Κατσέλη, την κατάργηση της περιοδεύουσας σκηνής Αρμα Θέσπιδος, την καθιέρωση καλλιτεχνικού διευθυντή, την παραίτηση του Δημήτρη Ροντήρη, την απόλυση του Τάκη Μουζενίδη, την αυτονόμηση της Λυρικής Σκηνής, τον τρόπο που η λογοκρισία επηρέασε το ρεπερτόριο του θεάτρου, τη δολοφονία της Ελένης Παπαδάκη, τους ηθοποιούς που ταξίδεψαν με το Ματαρόα, την προσπάθεια ορισμένες φορές, διεύρυνσης του ρεπερτορίου με πιο σύγχρονα έργα και άλλοτε τη σχεδόν εμμονική προσήλωση στους κλασικούς συγγραφείς, τη συγκεντρωτική διοίκηση του Ροντήρη, την απομάκρυνση της Κατίνας Παξινού και του Αλέξη Μινωτή, τη δημιουργία της Σχολής Χορού Αρχαίου Δράματος, την εμφάνιση νέων πρωταγωνιστών, ενώ στο φινάλε κάθε κεφαλαίου παρουσιάζονται κριτικά οι παραστάσεις της κάθε περιόδου.
Στη Σταδίου παραλίγο η «γιαγιά» της Πειραματικής Σκηνής
Η πρωτοβουλία για την ίδρυση δεύτερης σκηνής, που δεν είναι ιδιαιτέρως γνωστή, ανήκει στον Αγγελο Τερζάκη. Ως γενικός διευθυντής του Εθνικού προτείνει τον Δεκέμβριο του 1943 να ενοικιαστεί το Σινέ Νιους της Σταδίου (γνωστός σήμερα ως κινηματογράφος Αστορ) για τη δημιουργία ενός «θεάτρου δωματίου» (στο πρότυπο του θεάτρου Kammerspiele που δημιούργησε ο Μαξ Ράινχαρτ το 1909 στο Βερολίνο) με σκοπό τη διεύρυνση του δραματολογίου της Εθνικής Σκηνής. Δεν έγινε γνωστό κανένα στοιχείο ούτε για το καλλιτεχνικό της στίγμα, ούτε για το πιθανό όνομά της. Και βεβαίως δεν λειτούργησε ποτέ.
Ζωγράφοι στη σκηνή
Τέλος στο «μονοπώλιο» των Κλεόβουλου Κλώνη και Αντώνη Φωκά που από ιδρύσεως του Εθνικού Θεάτρου είχαν αντιστοίχως τη σκηνογραφική και ενδυματολογική ευθύνη όλων σχεδόν των παραγωγών του Εθνικού έβαλε ο Θεοτοκάς. Τότε για πρώτη φορά συνεργάζονται με την πρώτη σκηνή της χώρας οι Γιώργος Βακαλό, Σπύρος Βασιλείου, Γιάννης Τσαρούχης και Νίκος Εγγονόπουλος, ενώ στα σχέδια ήταν να σκηνογραφήσει και ο Νίκος Χατζηκυριάκος – Γκίκας, μέλος του ΔΣ του θέατρου εκείνη την εποχή, αλλά δεν ευοδώθηκε το εγχείρημα.
Βρετανοί εναντίον Βρετανού
Ο Θεοτοκάς αναλαμβάνοντας τη διοίκηση του Εθνικού μετά την Απελευθέρωση επιλέγει ως εναρκτήριο έργο «Το τέλος του ταξιδιού» του βρετανού συγγραφέα Ρόμπερτ Σέριφ ως μια κίνηση καλής θέλησης προς μια σύμμαχη χώρα.
Το αντιπολεμικό έργο που διαδραματίζεται σε ένα καταφύγιο κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο δεν βρήκε σύμφωνες τις αγγλικές Αρχές όπως προκύπτει από τα πρακτικά του ΔΣ του θεάτρου που θεωρούν πως «δεν ανταποκρίνεται προς την ψυχική κατάστασίν του σήμερον μαχόμενον αγγλικού στρατού». Η απαγόρευση αυτή – γεγονός όχι ευρέως γνωστό – αποτέλεσε μια ωμή πράξη λογοκρισίας λίγους μήνες μόλις μετά την αποχώρηση των Γερμανών.
Δύο μελλοντικά Νομπέλ σε διαφορετικούς ρόλους
Στη μεταπολεμική φάση του Εθνικού Θεάτρου έδωσαν το «παρών» από διαφορετικά μετερίζια οι δύο ποιητές που αργότερα τιμήθηκαν με το βραβείο Νομπέλ.
Ο Γιώργος Σεφέρης διετέλεσε μέλος του διοικητικού συμβουλίου του θεάτρου και ενώ του είχε ανατεθεί η μετάφραση του έργου «Ονειρο καλοκαιρινής νύχτας» ώστε να ανέβει την περίοδο 1945-46 η παράσταση δεν παρουσιάστηκε τελικά και ο Σεφέρης δεν μετέφρασε ποτέ κάποιο σαιξπηρικό έργο.
Ο Οδυσσέας Ελύτης μαζί με τον Νίκο Γκάτσο προετοίμαζαν τους ηθοποιούς για τον νέο θεσμό που καθιερώθηκε, τις Λογοτεχνικές Απογευματινές, που είχαν ως στόχο να παρουσιάσουν με ελκυστικό τρόπο σε μορφή αναλογίου έργα της νεοελληνικής γραμματείας. Ο θεσμός θα διακοπεί και θα επανέλθει την περίοδο 1950-53.
Μια ιστορία που δεν γράφτηκε ποτέ
Ο θεατρικός συγγραφέας και σκηνοθέτης Μίλτος Λιδωρίκης προτείνει το 1945 να συγγράψει τη 15ετή ιστορία του Εθνικού Θεάτρου, πρόταση που έγινε δεκτή από τη διοίκηση. Η μελέτη πληρώθηκε, ενδεχομένως να συντάχθηκε και μία δεύτερη για το Βασιλικό Θέατρο των αρχών του 20ού αι. αλλά η τύχη τους αγνοείται. Η ιστορία αυτής της υπόθεσης, μάλιστα, παρέμενε ως σήμερα άγνωστη.
Εθνικό Ή Βασιλικό Θέατρο;
Το 1930 ιδρύεται το Εθνικό Θέατρο, αλλά το 1935 μετονομάζεται σε Βασιλικό για να αλλάξει ξανά όνομα στην Κατοχή. Με την επάνοδο του βασιλιά ενσωματώνονται και τα δύο επίθετα στον τίτλο της κρατικής σκηνής που πλέον «συστήνεται» ως «Εθνικό Βασιλικό Θέατρο», αλλά ο δεξιός Τύπος προτιμά να το αναφέρει μόνο ως Βασιλικό.
Πασαρέλα στην Αγίου Κωνσταντίνου
Την περίοδο του Εμφυλίου το Εθνικό Θέατρο φροντίζει την ψυχαγωγία του στρατού με παραστάσεις σε νοσοκομεία και στρατόπεδα. Το καλοκαίρι του 1950 φιλοξενούσε προεκλογικό υλικό του Σπύρου Μαρκεζίνη, ενώ στη σκηνή του πραγματοποιήθηκε και «η πρώτη επίδειξη ελληνικού φορέματος» κατόπιν πρωτοβουλίας της συζύγου του αμερικανού πρεσβευτή Χένρι Γκράντι και υπό την αιγίδα της βασίλισσας Φρειδερίκης.