Αν η femme fatale Μπριζίτ Μπαρντό έκανε την πρώτη κίνηση για να βγει μαζί του, στέλνοντας του ένα σημείωμα στο οποίο του ζητούσε να πάνε μαζί το επόμενο πρωί για θαλάσσιο σκι, είναι προφανές ότι ο Τζίτζι Ρίτζι ήταν μια ξεχωριστή προσωπικότητα.
Η ερωτική τους σχέση, που ξεκίνησε σε ένα ραντεβού με ψαρόσουπα και κρασί γιορτάστηκε στην Ιταλία, ακριβώς όπως η νίκη σε ένα παγκόσμιο πρωτάθλημα ποδοσφαίρου, θεαματικά και φασαριόζικα.
Στη Γαλλία, αντίθετα, περισσότερα πρωτοσέλιδα γέννησε το τέλος της αγάπης τους τρεις μήνες αργότερα, όταν η καπριτσιόζα και αισθησιακή Μπριζίτ επιβεβαίωσε αυτό που λένε σοφά οι συμπατριώτες της ότι «όλα περνάνε, όλα ξεθωριάζουν, όλα χαλάνε»…
Ο πρωταγωνιστής των «Les Italiens»
Λάτρης της καλής ζωής -ρούχα, αυτοκίνητα, ποτά και, φυσικά, όμορφες γυναίκες – ο τελευταίος των μεγάλων playboys δεν είχε ποτέ του πρόθεση να ασχοληθεί με την οικογενειακή επιχείρηση κεραμικών προϊόντων.
Γι’ αυτό και εγκατέλειψε γοργά την Πιατσέντζα για να πάει γραμμή στο Σεν Τροπέ, όπου στα μέσα της δεκαετίας του 1960, πάντα με ένα Νεγκρόνι στο χέρι, έγραψε ιστορία ως το μέλος μιας ομάδας που απολάμβανε όλα όσα είχε να προσφέρει η νυχτερινή ζωή στο έπακρο, γνωστής ως «Les Italiens».
Ο γοητευτικός Ρίτζι είχε αυτό το μοναδικό χάρισμα που έχουν ελάχιστοι άνθρωποι, να κάνουν ομορφότερη τη ζωή των άλλων απλά και μόνο με την παρουσία τους. Δεν είναι τυχαίο ότι γυναίκες και άνδρες μαζεύονταν στο πλευρό του για να ζήσουν μαζί του έστω και ένα από τα ολονύχτια πάρτι με χαβιάρι και σαμπάνια στα οποία ο ίδιος παρευρισκόταν καθημερινά.
La Dolce Vita
Με τα λινά του πουκάμισα ξεκούμπωτα, τα κολιέ του και τα vintage ρολόγια του σε κοινή θέα, ο Ρίτζι έδινε το πρόσταγμα και οι υπόλοιποι ακολουθούσαν αναντίρρητα. «Χόρευα ξυπόλητος πάνω στα τραπέζια, πάντα με στόχο τη νίκη, χωρίς ποτέ να ανησυχώ για το αύριο», είχε γράψει κάποτε ο ίδιος σχετικά.
«Ήταν οι πιο όμορφοι, ηλιοκαμένοι Ιταλοί playboys», είχε πει στο Vanity Fair η κοσμική Πιλάρ Κρέσπι Ρόμπερτ για τον Τζίτζι και την παρέα του, που αποτελούνταν από τον Μπέπε Πιρόντι, τον Φράνκο Ραπέτι, γνωστού και ως «ο Πρίγκιπας», και ο Ροδόλφο Παρίσι «Κυριαρχούσαν στη σκηνή του Κάπρι, ήταν στρέιτ και είχαν πάντα όμορφες Αμερικανίδες φίλες. Μπόλικο γκλάμουρ, δερμάτινα παντελόνια, ανοιχτά πουκάμισα και πολλές αλυσίδες», είχε προσθέσει.
Το 1968, η φήμη του Ρίτζι είχε εξαπλωθεί σε τέτοιο βαθμό που το Newsweek τον συμπεριέλαβε στους πιο σημαντικούς ανθρώπους της χρονιάς μαζί με τον Τσε Γκεβάρα. Εξηγώντας κάποτε ο ίδιος τη φιλοσοφία του για τη ζωή είχε πει: «έπρεπε να πολεμήσουμε εναντίον των πολυεκατομμυριούχων για να κατακτήσουμε».
Προκλήσεις και αντικομφορμισμός
«Το μόνο που είχα ήταν το πρόσωπό μου και αυτό έκανε την πρόκληση ακόμα πιο συναρπαστική… Ήμασταν δηλητηριώδεις». Χωρίς την οικογενειακή ιστορία -και τα χρήματα της- να τον στηρίζουν, ο Ρίτζι έπρεπε να βρει το δρόμο του και να χτίσει το δικό του μύθο, γράφει το Gentleman’s Journal.
Σε μια δεκαετία διαμαρτυριών και επαναστάσεων, ο Τζίτζι, αντιμετώπισε τη διείσδυσή του στην ελίτ της κοινωνικής σκηνής ως μια μορφή εξέγερσης. «Ενώ οι Γάλλοι φοιτητές έκαιγαν σημαίες και καταλάμβαναν πανεπιστήμια το ’68, εμείς δίναμε τη δική μας μάχη ενάντια στον κομφορμισμό», έγραψε χαρακτηριστικά στα απομνημονεύματά του με τίτλο «Io, BB, e l’altro ’68».
«Δεν είχα ούτε Ferrari ούτε Rolls», συνέχιζε. «Συχνά πήγαινα με το τρένο και έβρισκα το δρόμο για το σπίτι μου όσο καλύτερα μπορούσα όταν τελείωναν τα χρήματα».
Η ζωή μετά
Για ένα διάστημα τουλάχιστον τα χρήματα έρρεαν. Ο Ρίτζι άνοιξε το θρυλικό κλαμπ Number One του Μιλάνου, μια ιταλική ντίσκο σε στυλ της γαλλικής Ριβιέρας.
Στους χώρους του, τα μοντέλα χόρευαν ξυπόλητα στα τραπέζια και η μουσική ακουγόταν μέχρι τις 8 το πρωί. Όμως, όπως χάνεται η λάμψη των διαμαντιών κάτω από τα φώτα της ντίσκο, η μαγεία αυτή έμελλε να είναι βραχύβια: το κλαμπ έκλεισε τρία χρόνια μετά την έναρξη λειτουργίας του, αφού ανακαλύφθηκε κοκαΐνη στους χώρους του.
Αποφασίζοντας ότι χρειαζόταν μια αλλαγή, ο Ρίτζι δραπέτευσε στην Αργεντινή στα μέσα της δεκαετίας του ’70. Η ζωή εκεί στο αγρόκτημά του ήταν πιο αργή, περισσότερο ήρεμη, πιθανότατα λιγότερο γοητευτική.
Παλιές αγάπες
Μετά από 20 χρόνια, το 2004, επέστρεψε στην Ιταλία με την Αργεντινή σύζυγό του και τα δύο παιδιά του. Πέθανε στο μέρος που αγάπησε όσο και τη γενέτειρα του, στο Σεν Τροπέ, το 2013.
Και επειδή οι παλιές αγάπες πάνε στον παράδεισο, όταν η Μπριζίτ Μπαρντό γιόρταζε τα 70ά γενέθλια της έλαβε το ακόλουθο σημείωμα από τον Τζίτζι:
«Αγαπημένη μου Μπριζίτ, είμαι ο Τζίτζι και σου γράφω από έναν άλλο κόσμο, μια άλλη πόλη και μια άλλη ζωή. Αν κοιτάξω πίσω, βλέπω τις νύχτες στο Σεν Τροπέ, τη σύγχυση στο Esquinade, τα μαγικά και ατελείωτα βράδια ανάμεσα στο Escale και το Papagayo, και εκείνη τη στιγμή που είδαμε ο ένας τον άλλον για πρώτη φορά. Ευτυχισμένα γενέθλια, ευτυχισμένα γενέθλια. Θυμάμαι ακόμα πού μένεις, γιατί ήμουν κι εγώ εκεί πριν από πολύ καιρό, όταν ήμασταν γεμάτοι χαρά, κι εμείς παιδιά με όνειρα μεγάλα».