Η κόντρα είναι δεδομένη. Οι Ισπανοί σπάνια μας έβλεπαν με καλό μάτι. Σε όλα τα επίπεδα. Τελευταίο μέτωπο το εργασιακό. Το economista είχε για ώρα πρώτο θέμα ότι η Ισπανία μπορεί να φτάσει στα επίπεδα τα πολύ χαμηλά της Ελλάδας στον τομέα της παραγωγικότητας αν εφαρμοστεί το τελευταίο εργασιακό νομοσχέδιο στη χώρα της ιβηρικής.
Το δημοσίευμα αναφέρει χαρακτηριστικά: «Οι 37 εργάσιμες ώρες την εβδομάδα θα μειώσουν την παραγωγικότητα στο επίπεδο της Ελλάδας Η ελληνική χώρα αποτελεί για δεκαετίες το παράδειγμα χαμηλής αποδοτικότητας στην αγορά εργασίας. Οι επιδόσεις της Ισπανίας είναι ήδη σχεδόν έξι μονάδες χαμηλότερες από τον μέσο όρο της ΕΕ των 27.
Η έλλειψη παραγωγικότητας της ισπανικής αγοράς εργασίας σε σχέση με τις αντίστοιχες στην ευρωζώνη είναι ένα πρόβλημα που μετρά περισσότερο από δύο δεκαετίες, καταδικασμένο να επιδεινωθεί εάν γενικευθεί η εβδομαδιαία εργασία των 37,5 ωρών, όπως συμφωνήθηκε αυτή την εβδομάδα, από PSOE και Sumar.
Επιπλέον, στην περίπτωση μιας οικονομίας τόσο εξαρτημένης από τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τον τομέα των υπηρεσιών, υπάρχει ο κίνδυνος, μεσομακροπρόθεσμα, η μέση απόδοση των εργαζομένων της να μειωθεί στα επίπεδα της Ελλάδας, του ήδη παροιμιώδους «Ευρωπαίου αρρώστου».
Εκ πρώτης όψεως μπορεί να φαίνεται σαν μια μικρή απειλή, αν σκεφτεί κανείς ότι η Ισπανία έχει περιοριστεί στην ευρωπαϊκή καμπύλη παραγωγικότητας εδώ και χρόνια. Το πιο πρόσφατο ρεκόρ της που συγκέντρωσε η Eurostat, σε σχέση με το 2022, μας δίνει 94,6 βαθμούς σε μια ταξινόμηση στην οποία ο 100 χαρακτηρίζεται από τον μέσο όρο της ΕΕ 27 χωρών και στην οποία η Νομισματική Ένωση συνολικά βαθμολογείται με 104,1.
Είναι μόνο χειρότερα, εξαιρουμένων των ιδιόμορφων οικονομιών της Βαλτικής, της Πορτογαλίας και, ακριβώς, της Ελλάδας. Το πρόβλημα σε αυτή την τελευταία οικονομία είναι τόσο βαθιά ριζωμένο που η τελευταία εργασιακή μεταρρύθμιση που προωθείται από την Αθήνα ανοίγει την πόρτα στην εργασία δεκατριών ωρών, έξι ημέρες την εβδομάδα
Τώρα κάτω μπορεί να φτάσει η Ισπανία και «η οπισθοδρόμηση στο επίπεδο της ελληνικής χώρας είναι πλέον εφικτή, μετά την «απώλεια δύο ακόμη θέσεων στην κοινοτική κατάταξη» εάν επιβληθούν οι 37,5 ώρες την εβδομάδα, σύμφωνα με τον οικονομολόγο, Μιγκέλ Ανχελ Μπερνάλ.
Κατά τη γνώμη του, στην αγορά εργασίας όλοι οι παράγοντες συσσωρεύονται αυτή τη στιγμή, έτσι ώστε η μικρότερη εργάσιμη ημέρα να είναι μια αντίδραση που καταλήγει να αποδυναμώνει σε μεγάλο βαθμό την ταλαιπωρημένη ισπανική παραγωγικότητα.
Ο Μπερνάλ απαριθμεί: «Το μεγάλο βάρος των ΜΜΕ, η μεγάλη σημασία του τομέα των υπηρεσιών, το υψηλότερο κόστος χρηματοδότησης, η εκτεταμένη παραοικονομία…»
Στο τέλος, εάν η παραγωγή είναι η ίδια κατανεμημένη σε πιο υποτιθέμενες ισοδύναμες θέσεις, η απόδοση μειώνεται και το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος αυξάνεται.
Οι εξελίξεις σε αυτούς τους τομείς απαιτούν πολύ χρόνο. Πιο αποτελεσματική βραχυπρόθεσμα θα ήταν «η μείωση των άλλων δαπανών, ιδιαίτερα του ενεργειακού και δημοσιονομικού κόστους των εταιρειών, αλλά το γεγονός είναι ότι η συμφωνία PSOE-Sumar κινείται προς την αντίθετη κατεύθυνση. Πάνω απ ‘όλα, όταν πρόκειται για τροποποίηση εταιρειών και άσκηση μεγαλύτερης πίεσης στις εταιρείες.
Οπως επιβεβαιώθηκε από την Τράπεζα της Ισπανίας, υπάρχει σημαντικό έλλειμμα στο επίπεδο κατάρτισης των Ισπανών εργαζομένων και επιχειρηματιών σε σχέση με τον μέσο όρο της ευρωζώνης.
Επίσης, «το βάρος των μεσαίων ή μεγάλων επιχειρήσεων είναι μικρότερο από ό,τι σε άλλες χώρες». Συγκεκριμένα, «περίπου το 35% της απασχόλησης είναι σε επιχειρήσεις με περισσότερους από 50 εργαζόμενους, ποσοστό που ανέρχεται στο 66% στη Γερμανία».
Οι οικονομολόγοι θεωρούν δεδομένη την πτώση της εργασιακής απόδοσης σε περίπτωση που ευδοκιμήσει η πρόταση PSOE-Sumar. Επιπλέον, παρέχει έναν πρώτο υπολογισμό της ποσοστιαίας μείωσης που είναι πιο προβλέψιμος.
«Η μείωση της εβδομαδιαίας εργάσιμης ημέρας από 40 σε 37,5 ώρες αντιπροσωπεύει μείωση 6,25%. Για κάθε 1% που μειώνονται οι πραγματικές ώρες εργασίας, υπάρχει παράλληλη πτώση της παραγωγικότητας ανά ώρα κατά 0,87%», όπως ποσοτικοποιήθηκε από τους ειδικούς.
Ακολουθώντας αυτή τη λογική, η απόδοση της αγοράς εργασίας είναι σε θέση να συρρικνωθεί σχεδόν κατά 5,5%. Αυτά είναι τα συμπεράσματα μετά την ενδελεχή εξέταση των στατιστικών εργασίας των τελευταίων 15 ετών, ακριβώς εκείνων στα οποία το πρόβλημα της ισπανικής παραγωγικότητας έχει γίνει πιο πιεστικό.
Η ουσία του ζητήματος είναι ότι η συζήτηση δεν μπορεί πλέον να αντιμετωπιστεί με τόσο απλούς όρους. Η ισπανική εργασιακή πραγματικότητα είναι πολύ περίπλοκη, καθώς χαρακτηρίζεται από παράγοντες όπως η προσωρινότητα και το υψηλό επίπεδο ανεργίας των νέων.
Υπό αυτές τις συνθήκες, προβλέπονται επίσης ζημίες που προκύπτουν από τη μείωση της εργάσιμης ημέρας εάν δεν ληφθεί υπόψη ένας βασικός παράγοντας όπως «η βελτίωση της ποιότητας του ανθρώπινου κεφαλαίου που διαθέτει η οικονομία», καταλήγει στο άρθρο του ο Economista.