Εκατό χρόνια συμπληρώνονται από την Ιδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας, τού σύγχρονου κοσμικού κράτους που έστησε στα πόδια του ο Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, σχεδόν ένα χρόνο μετά την Μικρασιατική Καταστροφή.
Τέσσερις ειδικοί, αποτυπώνουν τις απόψεις τους για τη θέση της Τουρκίας σήμερα, τη στρατηγική της, τους στόχους και τις προσδοκίες της διπλωματικής της πολιτικής.
Ανιχνεύουν και ανατέμνουν τις βαθιές αντιφάσεις της τουρκικής κοινωνίας, τα ίχνη της κεμαλικής παρακαταθήκης, την καταγωγική της υπόσταση, την αναζήτηση ρόλου.
Του Ιωάννη Ν. Γρηγοριάδη
Ενας παράδοξος αντιεορτασμός
Η εκατονταετία από την ίδρυση της σύγχρονης Δημοκρατίας της Τουρκίας, την 29η Οκτωβρίου 2023, θα συγκέντρωνε υπό φυσιολογικές συνθήκες το έντονο ενδιαφέρον της τουρκικής πολιτείας και κοινωνίας των πολιτών.
Θα ανέμενε κανείς τη διεξαγωγή συνεδρίων και άλλων εκδηλώσεων με τη συμμετοχή κρατικών αξιωματούχων και εκπροσώπων της πνευματικής ηγεσίας της χώρας, με σκοπό την ανάδειξη των επιτευγμάτων αλλά και των αστοχιών του τελευταίου αιώνα και την προαγωγή ενός διαλόγου για το πού θα έπρεπε να στοχεύει η Τουρκία κατά τον δεύτερο αιώνα από την ίδρυσή της. Αντ’ αυτού επικρατεί ως επί το πλείστον σιωπή.
Είναι πρωτοφανής η αδιαφορία των υπό κυβερνητικό έλεγχο κρατικών και ιδιωτικών μέσων ενημέρωσης. Οι υπό τον έλεγχο της αντιπολίτευσης μητροπολιτικοί δήμοι προσπαθούν να κινηθούν αντιθέτως προς το ρεύμα. Το ηθικό, ωστόσο, των αντιπολιτευομένων είναι πλέον επηρεασμένο από το οδυνηρό για την αντιπολίτευση αποτέλεσμα των διπλών προεδρικών και βουλευτικών εκλογών του Μαΐου και τις μάλλον δυσοίωνες προοπτικές των δημοτικών εκλογών οι οποίες αναμένεται να διεξαχθούν τον Μάρτιο του 2024.
Πώς ερμηνεύονται η σιωπή και η αδιαφορία; Ο χαρακτήρας και τα επιτεύγματα της Δημοκρατίας της Τουρκίας δεν απολαμβάνουν πλέον καθολικής αποδοχής και συναίνεσης. Αντιθέτως έχουν καταστεί πλέον «σημείον αντιλεγόμενον».
Ως πρώτη μιας σειράς μεταρρυθμίσεων που αποσκοπούσαν να απομακρύνουν την Τουρκία από το οθωμανικό της παρελθόν και τη Μέση Ανατολή και να την εντάξουν στο δυτικό πολιτισμικό παράδειγμα και την Ευρώπη, η ανακήρυξη της Δημοκρατίας υπήρξε βαρόμετρο για τις μετέπειτα πολιτικές πρωτοβουλίες του ηγέτη της Τουρκίας Μουσταφά Κεμάλ, ο οποίος πλέον απεκδυόταν τη στολή του αξιωματικού και ανελάμβανε τον ρόλο του μεταρρυθμιστή πολιτικού.
Η κατάργηση του Σουλτανάτου τον Νοέμβριο του 1923 και του Χαλιφάτου μερικούς μήνες αργότερα, τον Μάρτιο του 1924, αποσκοπούσε ακριβώς στην αναδιοργάνωση της Τουρκίας στα πρότυπα ενός συγχρόνου έθνους-κράτους, την απάλειψη της παρουσίας του Ισλάμ στη δημόσια σφαίρα αλλά και της εργαλειοποιήσεώς του στην εσωτερική και εξωτερική πολιτική.
Η διαμόρφωση μιας νέας σύγχρονης τουρκικής ταυτότητος απέναντι στην οθωμανική τουρκική ταυτότητα αποτέλεσε θεμέλιο του μεταρρυθμιστικού προτάγματος του Μουσταφά Κεμάλ, το οποίο όμως άρχισε να υπονομεύεται ήδη από τη δεκαετία του 1950, με τη βαθμιαία άνοδο του πολιτικού Ισλάμ μετά την εισαγωγή του πολυκομματισμού.
Οι ρίζες του κύματος νοσταλγίας για την Οθωμανική Αυτοκρατορία μπορεί να βρίσκονται στη δεκαετία του 1980, αυτό όμως απέκτησε ισχυρή πολιτική και κοινωνική νομιμοποίηση μόνον κατά την τελευταία δεκαπενταετία. Ο σουλτάνος Αμπντούλ Χαμίντ Β’ παρουσιαζόταν πλέον ως το «αντίπαλον δέος» του Μουσταφά Κεμάλ.
Η διοργάνωση λοιπόν από την τοπική οργάνωση Κωνσταντινουπόλεως του κυβερνώντος κόμματος το βράδυ του Σαββάτου 28ης Οκτωβρίου συλλαλητηρίου υπέρ της Παλαιστίνης στον χώρο του παλαιού αεροδρομίου Ατατούρκ, με κεντρικό ομιλητή τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και συμμετοχή του Ντεβλέτ Μπαχτσελί και των προέδρων των ελασσόνων κομμάτων του κυβερνητικού σχηματισμού μπορεί να θεωρηθεί και ως ένας παράδοξος «αντιεορτασμός» της επετείου, σε χώρο μάλιστα που εξακολουθεί να φέρει το όνομα του ιδρυτή της σύγχρονης Τουρκίας.
Οι αναμενόμενες αναφορές στα «οθωμανικά δικαιώματα επί της Ιερουσαλήμ», η καταγγελία του Ισραήλ ως «προφυλακής του δυτικού ιμπεριαλισμού» αλλά και η ανάδειξη της Τουρκίας ως «προστάτιδος των διωκομένων μουσουλμάνων ανά τη Μέση Ανατολή και την υφήλιο» θα υπενθυμίσουν σε όλους πόσο αμφισβητούμενος πλέον είναι ο στρατηγικός προσανατολισμός της Τουρκίας έναν αιώνα μετά την ίδρυσή της.
Ο Ιωάννης Ν. Γρηγοριάδης είναι αναπληρωτής καθηγητής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Μπίλκεντ και επικεφαλής του Προγράμματος Τουρκίας του ΕΛΙΑΜΕΠ.
H σύγχρονη εξωτερική πολιτική ενός κράτους 100 ετών
Του Χρήστου Ροζάκη
Ποια μορφή έχει πάρει η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας σήμερα, εκατό χρόνια από τη δημιουργία της; Ας ξεκινήσουμε από τις σχέσεις της με τη Δύση. Η Τουρκία, ευθύς απόγονος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, έχει σήμερα δύο αναμφισβήτητα προσόντα. Από τη μια έχει έναν πληθυσμό που αγγίζει τα 80 εκατομμύρια, από την άλλη έχει μια ζηλευτή στρατηγική θέση: συνορεύει με την Ομοσπονδία της Ρωσίας και είναι γειτονική με κράτη της Μέσης Ανατολής στα νότια σύνορά της. Αυτό σημαίνει ότι γεωπολιτικά είναι μια πολύτιμη χώρα για τα συμφέροντα της Δύσης, η οποία δεν έπαψε ποτέ να επιδεικνύει το ενδιαφέρον της τόσο για τη Ρωσία όσο και για τις χώρες της Μέσης Ανατολής. Παράλληλα ο πληθυσμιακός παράγοντας παίζει κι αυτός τον ρόλο του, καθώς δυνητικά αποτελεί στόχο για τις δυτικές αγορές που διψούν, αν δεν το έχουν ήδη πετύχει, για την επέκτασή τους σε μια τέτοια χώρα.
Η Τουρκία του κ. Ερντογάν γνωρίζει αυτά τα πλεονεκτήματα και τα εκμεταλλεύεται. Πρώτον, με την προσπάθειά της να γίνει η ηγέτιδα δύναμη στην προστασία των μουσουλμάνων, ανεξαρτήτως κατηγορίας (σουνίτες, σιίτες) και εθνικότητας. Στην προσπάθειά της αυτήν έχει ως κύριο αντίπαλο την Αίγυπτο και δευτερευόντως τη Σαουδική Αραβία, δύο χώρες που παραδοσιακά διεκδικούν την πρωτοκαθεδρία του αραβικού κόσμου, πράγμα φυσικό αφού κι οι δύο είναι αραβικές χώρες, ενώ η Τουρκία δεν είναι. Επίσης δεν έχει διστάσει να έλθει σε ρήξη με το Ισραήλ και να πάρει το μέρος των Παλαιστινίων. Κι ενώ οι σχέσεις Τουρκίας – Ισραήλ βρίσκονταν στον δρόμο της αποκατάστασης, ύστερα από πολυετή ρήξη λόγω του γνωστού επεισοδίου του τουρκικού πλοίου που μετέφερε πλήθος υποστηρικτών των Παλαιστινίων στη Γάζα, η πρόσφατη υποστήριξη του κ. Ερντογάν στους τρομοκράτες της περιοχής αυτής εξόντωσε κάθε πιθανότητα επαναπροσέγγισης των δύο κρατών.
Θα πρέπει, ωστόσο, να δούμε και τα βήματα φιλοδυτικής πολιτικής της Τουρκίας. Στην προσπάθειά της να κρατήσει ισορροπίες με τη Δύση, η Τουρκία παρουσιάζει τη φιλία της με τη Ρωσία ως αναγκαία τακτική κίνηση προκειμένου να βοηθήσει τη σύμμαχο των Δυτικών, την πολύπαθη Ουκρανία. Ετσι έχει προσπαθήσει να αποκαταστήσει τη ροή σιτηρών, ούτως ώστε να υπάρχει αμοιβαίο όφελος τόσο για τις εξαγωγικές χώρες (Ουκρανία, Ρωσία) όσο και για τους διαφορετικά απειλούμενους από λιμοκτονία πληθυσμούς της Αφρικής. Ταυτόχρονα υποχώρησε ως προς τους ενδοιασμούς της για ένταξη της Φινλανδίας και, πολύ πρόσφατα, της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ. Στο κομβικό αυτό σημείο η διάσταση ανάμεσα στην Τουρκία και τους Δυτικούς έτεινε να πάρει δυσάρεστες διαστάσεις. Η κίνηση αυτή της Τουρκίας, ιδιαίτερα αναφορικά με τη Σουηδία, ενδεχομένως να άρει τις επιφυλάξεις του Κογκρέσου για τα F-16, μια ευχή της Τουρκίας, μετά την άρνηση των ΗΠΑ να την προμηθεύσουν με F-35, το υπερόπλο των αιθέρων.
Βλέπουμε, λοιπόν, ότι η Τουρκία θεωρεί πως αποτελεί μια σημαντική δύναμη στη Μέση Ανατολή και ως εκ τούτου μπορεί να παίξει την εξωτερική πολιτική της ανεξάρτητα από τις προσταγές της Δύσης. Αυτό συγκρούεται με τις υποχρεώσεις της που προκύπτουν από τη συμμετοχή της σε έναν αμυντικό οργανισμό που είναι το ΝΑΤΟ, του οποίου βασικός αντίπαλος είναι, ακόμα, η μετασοβιετική Ρωσία. Εάν δεν είχε τα γεωπολιτικά προσόντα που έχει, θα είχε προ πολλού αποβληθεί από τους δυτικούς μηχανισμούς και δεν θα είχε την παραμικρή ελπίδα να θεωρεί εαυτήν υποψήφια ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Ωστόσο, αν αυτή η πολιτική αποστασιοποίησης από τα δυτικά πρότυπα συνεχιστεί, η ανοχή του δυτικού κόσμου απέναντί της μπορεί να εξαντληθεί, πράγμα δυσάρεστο τόσο για τις πολιτικές ισορροπίες της Ευρώπης, όσο και για την Ελλάδα, που θεωρεί ότι μια προσαρτημένη Τουρκία στη Δύση αποτελεί εγγύηση για την αποφυγή των χειρότερων σεναρίων στα ελληνοτουρκικά.
Η τελευταία παρατήρηση μας φέρνει στο θέμα των ελληνοτουρκικών εξελίξεων. Η Τουρκία επωφελείται για χρόνια του αδιεξόδου της επίλυσης για να προσθέτει νέες διεκδικήσεις ή να διευρύνει τις παραδοσιακές. Πράγματι, αν κανείς κοιτάξει ποιες ήταν οι τουρκικές διεκδικήσεις το 1973 (που πρωτοεμφανίστηκαν) και ποιες είναι σήμερα, θα διαπιστώσει την ποσοτική και ποιοτική μεταβολή τους. Το 1973 ήταν μόνο η υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου. Βαθμιαία προστέθηκαν το εύρος της αιγιαλίτιδας ζώνης, η αποστρατιωτικοποίηση των ακραίων ελληνικών νησιών, το Μειονοτικό της Θράκης, ο διεθνής εναέριος χώρος, το FIR Aθηνών, οι γκρίζες ζώνες, ενώ πρόσφατα προστέθηκαν κατηγορίες για push back μεταναστών και, κυριότατα, επιδιώχθηκε να διασυνδεθεί η κυριαρχία των ακραίων ανατολικών νησιών μας με την παραβίαση του όρου της αποστρατιωτικοποίησης από τη μεριά της Ελλάδας. Μια αρκετά μεγάλη περίοδο του 2021 η Τουρκία μάς απείλησε με πόλεμο.
Από αυτήν την εφιαλτική εικόνα μεταπίπτουμε σε μια κατάσταση ειρηνικής ανταλλαγής που προκλήθηκε από μια συνάντηση του έλληνα Πρωθυπουργού και του τούρκου προέδρου στο Βίλνιους. Εκεί οι δύο ηγέτες διαπίστωσαν ότι οι αψιμαχίες δεν ωφελούν κανέναν κι αποφάσισαν να προσπαθήσουν να λύσουν τις διαφορές τους με ειρηνικό τρόπο. Πράγματι, σήμερα βρισκόμαστε σε ένα τελείως διαφορετικό κλίμα σχέσεων από ό,τι ένα ή δύο χρόνια πριν, με απόλυτη ηρεμία στο Αιγαίο, με την έναρξη των πολιτικών συζητήσεων ανάμεσα στην υφυπουργό κυρία Παπαδοπούλου και τον τούρκο ομόλογό της. Ευελπιστώ πως η προσέγγιση αυτή θα είναι ένα βήμα πριν από την οριστική επίλυση των διαφορών μας, είτε με διμερείς διαπραγματεύσεις είτε και με προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο Δικαιοσύνης της Χάγης ή και με τους δύο τρόπους. Είναι μια ευκαιρία η οποία δεν πρέπει να χαθεί, από τη στιγμή που ο κ. Ερντογάν θεωρεί ότι στην πολυσχιδή εξωτερική πολιτική του (και πολλές φορές αντιφατική) έχει προτείνει τα ελληνοτουρκικά ως ένα δυτικό αντικείμενο στην πλάστιγγα που ζυγίζει προς τα πού κάθε φορά θα στραφεί.
Ο Χρήστος Ροζάκης είναι πανεπιστημιακός και πρώην υφυπουργός Eξωτερικών
Οι τουρκικοί εθνικοί μύθοι και μια επέτειος
Του Ηρακλή Μήλλα
Ο Σεβάν Νισανιάν (Αρμένης διανοούμενος από την Τουρκία ο οποίος πέρσι αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Ελλάδα για λόγους που δεν διευκρινίστηκαν) το 1994 έγραψε «Τη Λάθος Δημοκρατία», μια μελέτη 447 σελίδων που τόλμησε να την εκδώσει ύστερα από δεκατέσσερα χρονιά, όταν η Τουρκία ζούσε ένα διάλειμμα σχετικής ελευθερίας. Το βιβλίο εμπεριέχει 51 ερωτήσεις σχετικά με την τουρκική Δημοκρατία και τις απαντήσεις του συγγραφέα (στην πραγματικότητα χρησιμοποιείται η λέξη Cumhuriyet/Republic, αλλά λείπει η αντίστοιχη λέξη στα ελληνικά). Το όλο εγχείρημα είναι μια απόλυτη αποδόμηση της επίσημης εκδοχής του σύγχρονου τουρκικού κεμαλικού κράτους. Σήμερα, με τη συμβολή του Ρ.Τ. Ερντογάν ο αριθμός των ερωτήσεων σαφώς αυξήθηκε.
Οι εθνικές επέτειοι σε όλο τον κόσμο εμπεριέχουν και κάποια υπερβολή και αρκετούς μύθους. Η τουρκική περίπτωση κάπως ξεχωρίζει επειδή οι μύθοι έχουν αποκτήσει χαρακτήρα ταμπού, αλλά και επειδή η Δικαιοσύνη είναι ελάχιστα ανεκτική σε κριτική στα εθνικά στερεότυπα.
Τι υποστηρίζει ο Νισανιάν στις οκτώ ενότητες του βιβλίου του; Πρώτα ότι το κεμαλικό κράτος ιστορικά δεν είναι παρά ένα ακόμη καθεστώς όπως τα δικτατορικά των δεκαετιών 1920-1930. Στη δεύτερη ενότητα μας δείχνει ότι το καθεστώς δεν έχει σχέση ούτε με τη δημοκρατία ούτε με τη «ρεπουμπλίκ», δηλαδή με τον κοινοβουλευτισμό. Η τρίτη ενότητα αναφέρεται στα πολιτισμικά και αποφαίνεται ότι το καθεστώς καλλιέργησε την προσωπολατρία και την υποταγή. Μετά εμβαθύνει στις βασικές «μεταρρυθμίσεις» και υποστηρίζει ότι στην πράξη δεν έχουν επιφέρει θετικά αποτελέσματα. Η πέμπτη ενότητα είναι αφιερωμένη στην πολυδιαφημισμένη «δυτικοποίηση». Μύθος και αυτό. Στις δύο επόμενες ενότητες αποδομείται ο μύθος της κοσμικότητας του κράτους και παρουσιάζονται οι παρελκύσεις από έναν υγιή εθνικισμό.
Η τελευταία ενότητα θα ενδιαφέρει περισσότερο τον έλληνα αναγνώστη. Σχετίζεται με τον τουρκικό εθνοαπελευθερωτικό αγώνα, δηλαδή βασικά με τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1919-1922. Η επίσημη θέση είναι ότι σε αυτόν τον αγώνα η Τουρκία πολέμησε «κατά των στρατών των Μεγάλων Δυνάμεων». Ο Νισανιάν αναφέρει ότι η Γαλλία και η Ιταλία μάλλον ενίσχυσαν με στρατιωτικό υλικό τα κεμαλικά στρατεύματα και ότι η Αγγλία εγκατέλειψε αβοήθητη την Ελλάδα. Ο πόλεμος κερδήθηκε από μια χώρα που ήταν πληθυσμιακά τέσσερις φορές μεγαλύτερη.
Εμείς μπορούμε να προσθέσουμε τα νεότερα: Οθωμανικός μεγαλοϊδεατισμός, παρανοϊκή ξενοφοβία και την υποτέλεια της Δικαιοσύνης στον αρχηγό – αν και αυτό δεν είναι και πολύ νέο, απλώς πλέον επεκτάθηκε σε μια μεγάλη μερίδα του πληθυσμού. Μπορούμε να προσθέσουμε και τη στενότητα της οικονομίας.
Αυτή η Δημοκρατία γιορτάζει τα 100 της χρόνια. Να τα χιλιάσει! Ευχόμαστε καλύτερα χρόνια στον τουρκικό λαό, που δεν είναι ο υπεύθυνος της κατάστασης, αν και σε μεγάλο βαθμό είναι ο υποστηρικτής της.
Ο Ηρακλής Μήλλας είναι πολιτικός επιστήμονας, πολιτικός μηχανικός και μεταφραστής
Οι ευαίσθητες ισορροπίες και η κεντρόφυγος δύναμη
Του Σωτήρη Ρίζα
Η Τουρκική Δημοκρατία ήταν συνέπεια της οριστικής επίλυσης του ανατολικού ζητήματος, της διάλυσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Συνιστούσε ένα νέο υπόδειγμα που αντλούσε νομιμοποίηση από την έννοια του έθνους και της κοσμικής εξουσίας. Αποκήρυσσε τον ανατολικό κόσμο της παράδοσης και της ακινησίας και φιλοδοξούσε να ενσωματωθεί στον νεωτερικό κόσμο της Δύσης, της κίνησης.
Ο απολογισμός δεν είναι σαφής. Στη ρύθμιση των κοινωνικών σχέσεων εισήχθησαν δυτικοί κώδικες και οι κρατικές δομές προσαρμόστηκαν στο πρότυπο του νεωτερικού συγκεντρωτικού κράτους. Η θρησκευτική επιρροή παρέμεινε όμως ισχυρή, ιδίως στην Ανατολία.
Λόγω των σοβιετικών πιέσεων στα Στενά, η Τουρκία συντάχθηκε μόνιμα με τη Δύση και τις Ηνωμένες Πολιτείες μετά το 1947. Παράλληλα, η συντηρητική κοινωνική ροπή έγινε έκδηλη στην τουρκική πολιτική όταν η χώρα απέκτησε πολυκομματικό καθεστώς την επαύριον του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η επικράτηση του καθ’ όλα φιλοαμερικανικού Δημοκρατικού Κόμματος το 1950 οφειλόταν εν πολλοίς στην υποστήριξη του ευσεβούς λαϊκού στοιχείου των επαρχιών.
Κατά τις δεκαετίες του ’60 και του ’70 την πολιτική ζωή της Τουρκικής Δημοκρατίας διέτρεξαν και κοινωνικά/ταξικά σχίσματα, συνέπειες της αστικοποίησης και της εκβιομηχάνισης καθώς και εντάσεις στα πανεπιστήμια, απότοκες μιας περισσότερο μαζικής εκπαίδευσης και της απήχησης των μαρξιστικών ιδεών στις νεότερες γενιές.
Η πόλωση αυτή οδήγησε σε σκληρές συγκρούσεις ένοπλων ομάδων της Ακρας Δεξιάς και της Ακρας Αριστεράς οι οποίες αποτέλεσαν και το υπόβαθρο του πραξικοπήματος του 1980, του τελευταίου σε μια σειρά στρατιωτικών επεμβάσεων που πραγματοποίησαν οι ένοπλες δυνάμεις παίζοντας τον ρόλο του θεματοφύλακα του κεμαλισμού.
Σε μακρά ιστορική διάρκεια εντούτοις το μόνιμο στοιχείο στη ζωή της Τουρκικής Δημοκρατίας ήταν η ένταση μεταξύ του κοσμικού κεμαλικού κατεστημένου που κυριαρχούσε στη διοίκηση, τον στρατό και την εκπαίδευση και το ισλαμικό λαϊκό στοιχείο.
Η πόλωση αυτή δεν ήταν ενδεχομένως προδιαγεγραμμένη. Ο Οζάλ, ο οποίος ανέλαβε το 1983 να πραγματοποιήσει την επιστροφή στον κοινοβουλευτισμό μετά την τελευταία στρατιωτική επέμβαση, επιχείρησε να συμφιλιώσει τον ισλαμισμό με το κράτος και να μειώσει τον ρόλο του στρατού στην πολιτική. Συμβολικά το πέτυχε εκλεγόμενος ο ίδιος πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο πρώτος μη στρατιωτικός ύστερα από δεκαετίες.
Η στρατηγική του απέτυχε στο τέλος της δεκαετίας του ’90 λόγω του κατακερματισμού των πολιτικών δυνάμεων και της βαθιάς οικονομικής κρίσης που έπληξε τα λαϊκά στρώματα της Ανατολίας αλλά και της Κωνσταντινούπολης, η οποία είχε γίνει πόλος έλξης της εσωτερικής μετανάστευσης.
Η εξέλιξη αυτή ευνόησε το νέο πολιτικό Ισλάμ το οποίο εξέφρασε ο Ερντογάν. Επωφελήθηκε κατά την πρώτη δεκαετία της μακράς διακυβέρνησής από την οικονομική ανάπτυξη που έφερε ευημερία στα λαϊκά στρώματα της Ανατολίας. Κατόρθωσε να εξουδετερώσει τον στρατό λόγω της βαθμιαίας χειραφέτησης μιας κοινωνίας η οποία είχε βρει πολιτική έκφραση και δεν ανεχόταν τη στρατιωτική κηδεμόνευση.
Η ευρωπαϊκή επιλογή, άλλωστε, την οποία εγκολπώθηκε το πολιτικό Ισλάμ κατά την πρώτη κρίσιμη πενταετία της διακυβέρνησής του ήταν ασύμβατη με την προοπτική στρατιωτικών επεμβάσεων.
Αυτό που συνιστά σήμερα πρόβλημα για τη Δύση είναι η πορεία της Τουρκίας στον κόσμο. Η βεβαιότητα του Ψυχρού Πολέμου δεν υφίσταται πλέον.
Τουλάχιστον έως πρόσφατα ο Ερντογάν παρέπαιε μεταξύ ενός νεο-οθωμανικού αυτοκρατορικού οράματος και της επιδίωξης επιρροής εκ μέρους μιας ενδυναμωμένης οικονομικά και δημογραφικά χώρας.
Δημιουργούσε επίσης ερωτήματα σχετικά με την προοπτική εγκατάλειψης της Δύσης προς όφελος κάποιου ευρασιατικού οράματος. Το οικονομικό συμφέρον επιβάλλει στην Τουρκία τη διατήρηση δεσμών με τον δυτικό κόσμο. Αλλά και στρατηγικά, εάν η Αγκυρα επιθυμεί να συνομιλεί ισότιμα με τη Ρωσία και να είναι παράγων στη Μέση Ανατολή και την Ασία, οφείλει να διατηρεί έρεισμα στη Δύση.
Η έντονη θρησκευτική ροπή που χρωματίζει όμως την τουρκική εξωτερική πολιτική στη Μέση Ανατολή, η ταύτιση με το φονταμενταλιστικό Ισλάμ και η αντιπαράθεση με το Ισραήλ είναι μια κεντρόφυγος δύναμη η οποία μπορεί να υπονομεύσει τις ευαίσθητες ισορροπίες στις οποίες στηρίζεται ο ούτως ή άλλως αδιευκρίνιστος ρόλος της Τουρκίας στον κόσμο.