Οι εικόνες από τη Γάζα κόβουν την ανάσα. Μικρά παιδιά καλυμμένα στη σκόνη με θανατηφόρα ή μικρότερα τραύματα στέλνουν με τον πόνο και τον θρήνο τους ένα μήνυμα κατά του πολέμου, στο οποίο κανείς δεν μπορεί να γυρίσει την πλάτη.
Οι ειδήσεις από την παλαιστινιακή πόλη εξίσου απογοητευτικές. Ο Μπενιαμίν Νετανιάχου δηλώνει αποφασισμένος «οι δολοφόνοι να πληρώσουν για τη σφαγή», ενώ η Χαμάς ξεκαθαρίζει ότι θα απελευθερώσει τους ομήρους μόνο αν πάρει πίσω ελεύθερους τους κρατουμένους της στις ισραηλινές φυλακές.
Δυο εβδομάδες και πλέον τώρα ο κόσμος φοβάται την έναρξη της χερσαίας επέμβασης του Ισραήλ στη Γάζα και παρακολουθεί με τρόμο την κατακόρυφη αύξηση των θυμάτων σε περισσότερα από 7.000 άτομα από τα χειρουργικά χτυπήματα στην περιοχή που δεν έχουν σταματήσει ούτε λεπτό. Με ανάλογη ταχύτητα κινείται και η διπλωματία, που πιέζει από κάθε κατεύθυνση για να αποφευχθεί μια γενίκευση του πολέμου στη Μέση Ανατολή, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι όλοι οι εμπλεκόμενοι, αλλά και οι παρατηρητές, στη σύγκρουση δεν ετοιμάζονται για να αντιμετωπίσουν το χειρότερο δυνατό σενάριο.
Ποια τα πιθανά σενάρια
Είναι όμως ο πόλεμος η μόνη πιθανή εξέλιξη ή υπάρχουν κι άλλες επιλογές;
Ένας πόλεμος που θα τραβήξει σε μάκρος είναι στα χαρτιά, απαντά το Al Jazeera, χωρίς να αποκλείει όμως και το ενδεχόμενο η διπλωματία, έστω και την τελευταία στιγμή, να δρέψει τους πολυπόθητους καρπούς της ειρήνης. Ως πιο ακραίο παρουσιάζεται το σενάριο της ανακατάληψης του ελέγχου της Λωρίδας από τους Ισραηλινούς και η εκδίωξη των Παλαιστινίων από τα εδάφη της, γιατί πολύ απλά δεν μπορεί να υπάρχει γη χωρίς ανθρώπους. Και πάλι όμως αναπάντητο παραμένει το ερώτημα, ποιο από τα δύο πρώτα τελικά θα επικρατήσει.
Μια χερσαία επέμβαση στη Γάζα θα μοιάζει με τη μάχη του Στάλινγκραντ τη δεκαετία του 1940, του Γκρόζνι στην Τσετσενία τη δεκαετία του 1990 και αυτό που ξεκίνησε τον περασμένο χρόνο στην Ουκρανία, επιχειρηματολογεί ο στρατηγικός αναλυτής Ζόραν Κούσοβατς. Θα τραβήξει σε μάκρος και είναι πιθανότατα αυτό που επιθυμεί ο Μπενιαμίν Νετανιάχου για να διατηρήσει την ηγετική «ασυλία» του και να γλιτώσει τη φυλακή από τις κατηγορίες διαφθοράς που τον βαρύνουν.
Επίσης, με αυτά τα τραγικά συμβάντα, έχουν σιγήσει οι εβδομαδιαίες διαμαρτυρίες εναντίον της δικαστικής μεταρρύθμισης που προωθεί η κυβέρνηση του με τον ίδιο σκοπό, εκτιμά από την πλευρά του ο Χάιμ Μπρεσίθ, καθηγητής στη σχολή School of Oriental and African Studies (SOAS) στο Λονδίνο και συγγραφέας του βιβλίου «An Army Like No Other: How the Israel Defense Forces Made a Nation».
Το σημαντικότερο, ωστόσο, είναι ότι ένας τέτοιος μακροχρόνιος πόλεμος εκτός από τη χερσαία επιχείρηση θα εξελιχθεί σε πόλεμο των πόλεων, τον χειρότερο τύπο πολέμου με τρομαχτικό αριθμό ανθρώπινων απωλειών, επισημαίνει ο Κούσοβατς.
Το παράθυρο της διπλωματίας
Στο πεδίο της διπλωματίας, ο Ζάκαρι Φόστερ, ιστορικός επί των παλαιστινιακών επιδιώξεων στο Πρίνστον, εκτιμά ότι κερδίζει πόντους κάθε μέρα που το Ισραήλ επιλέγει να μην ξεκινήσει την χερσαία επιχείρηση του.
Το Τελ Αβίβ σκέφτεται και ξανασκέφτεται το όλο θέμα, όχι μόνο εξαιτίας των εξωτερικών πιέσεων, όπως από τις ΗΠΑ, αλλά και γιατί ένας παρατεταμένος πόλεμος θα οδηγούσε σε τεράστιες απώλειες και μεταξύ των ισραηλινών στρατευμάτων. Ο πόλεμος αυτός, άλλωστε, μπορεί πάρει μια πορεία που το Ισραήλ θέλει να αποφύγει πάση θυσία, δηλαδή με την εμπλοκή της Χεζμπολάχ στο νότιο Λίβανο.
Αν στα παραπάνω συνυπολογιστεί ο σίγουρος ανταρτοπόλεμος της Χαμάς που μπορεί να μην κερδίζει την ισραηλινή υπεροπλία, αλλά είναι βέβαιο ότι θα καταφέρει καίρια και πολύνεκρα χτυπήματα γίνεται κατανοητό, γιατί η ελπίδα για μια διπλωματική λύση της σύγκρουσης συντηρείται ακόμα ζωντανή.
Και ναι, θα είναι επίσης μια διαδικασία που θα τραβήξει σε μάκρος με δεδομένα τα αντιθετικά αιτήματα των δύο πλευρών, αλλά και τους ηγέτες του αραβικού κόσμου που θα πρέπει να κρατηθούν υπόλογοι, επειδή εγκατέλειψαν τον παλαιστινιακό σκοπό το τελευταίο χρονικό διάστημα. Φυσικά, σε αυτό συμβολή έχει και όλος ο υπόλοιπος κόσμος, που μοιάζει ανέτοιμος να κρατήσει μια συγκεκριμένη στάση στο ζήτημα, όπως απέδειξαν τα πρόσφατα βέτο εντός του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, καταλήγει η Λορελάι Χαν Χερέρα από το κέντρο SOAS’s Centre for Palestine Studies.