Κυριακή μεσημέρι, μετά το φαγητό: καναπές, τηλεκοντρόλ, «Φιλαράκια» – ακόμα κι όταν ήξερες το επεισόδιο απέξω και ανακατωτά. Πόσες γενιές Ελλήνων έχουν μεγαλώνοντας την ίδια ιεροτελεστία; Πόσοι άνθρωποι στον πλανήτη γελούν εδώ και χρόνια με τα ίδια αστεία; Για όλους αυτούς, ο θάνατος του Μάθιου Πέρι δεν είναι μια ακόμα είδηση στην οθόνη του κινητού, για έναν βασανισμένο χολιγουντιανό αστέρα που δεν μπόρεσε να διαχειριστεί τη δημοσιότητα και γι’ αυτό ταλαιπώρησε τον εαυτό του, επιβαρύνοντας το σώμα του. Ο Τσάντλερ, που κανείς δεν έχει καταλάβει τι δουλειά κάνει, συνεχίζει να μιλάει στην ψυχή νεαρών ενηλίκων που μόλις ξεκινούν να διαχειρίζονται τη ζωή τους. Διαμορφώνει το χιούμορ τους, συνομιλεί με τις ανασφάλειες και την εξέλιξή τους.
Υποτιμάται πολύ εύκολα η ποπ κουλτούρα: είναι ελαφριά και μαζική, είναι επιφανειακή από επιλογή, δυτικογενής από ανάγκη, επιτηδευμένα χαρούμενη. Ειδήσεις σαν τη χθεσινή, όταν εκατομμύρια διαφορετικά πρόσωπα, με διαφορετικές εθνικές και πολιτισμικές καταβολές, με άλλη μητρική γλώσσα, θρήνησαν έναν χαρακτήρα κολλημένο για πάντα μεταξύ 25 και 35, δείχνουν την πραγματική δύναμή της. Η ποπ κουλτούρα καταφέρνει να μετατρέπει τη συλλογική οικειότητα σε κοινωνική ασπίδα απέναντι σε έναν κόσμο που μετράει τη μια κρίση μετά την άλλη. Φόντο, σημείο αναφοράς, αποκούμπι, αφορμή για συζήτηση σε ένα βαρετό πρώτο ραντεβού. Οσο πιο έξυπνη είναι, όσο πιο πολύ αντιλαμβάνεται τον ρόλο της, τόσο πιο επιδραστική αποδεικνύεται – οι παραγωγοί πίσω από τα «Φιλαράκια» προέβαλαν το επόμενο επεισόδιο μετά τη 11η Σεπτεμβρίου χωρίς καμία αλλαγή, παρά μόνο με μια αφιέρωση στους κατοίκους της Νέας Υόρκης στο τέλος του μισαώρου.
Η μέρα που πέθανε ο Τσάντλερ φέρει την αίσθηση της απώλειας με τρόπο που δεν καταφέρνει ο πόλεμος στην Μέση Ανατολή. Δεν είμαστε πια στο γύρισμα του αιώνα. Η λέξη «αλλαγή» δεν έχει πια την ίδια θετική χροιά, φέρει πάνω της τα σημάδια της εποχής. «Γεια, είμαι ο Τσάντλερ Μπινγκ. Λέω αστεία όταν νιώθω άβολα»: συμβαίνει πια διαρκώς, σε όλους.