Είναι μια άχαρη συζήτηση, αλλά είδα ότι και φέτος έγινε προσπάθεια να ξαναγίνει: γιατί άραγε δεν γιορτάζουμε και εμείς, στην Ελλάδα, το τέλος του πολέμου, όπως κάνουν και στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης; Η απάντηση είναι απλή. Επειδή οι Ελληνες ήταν όλοι μαζί όταν ξεκίνησε ο πόλεμος, ανταποκρινόμενοι στο Οχι του Μεταξά, ενός δικτάτορα ο οποίος εν προκειμένω εξέφρασε το φρόνημα του λαού. Αντίθετα, όταν εκδιώχθηκαν οι Γερμανοί από την Ελλάδα, ο πόλεμος δεν τελείωσε. Συνεχίστηκε, επειδή στο όνομα του λαού έγινε προσπάθεια η χώρα να ενταχθεί στο κομμουνιστικό στρατόπεδο.
Στην πραγματικότητα, στην Ελλάδα ο πόλεμος τελείωσε στις 30 Αυγούστου 1949, με την κατάληψη από τον Εθνικό Στρατό του υψώματος Κάμενικ, στον Γράμμο, μία ημέρα μετά την αποχώρηση των ηττημένων δυνάμεων του λεγόμενου Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας προς τις κομμουνιστικές χώρες. Το μετεμφυλιακό κράτος, πάντως, που θεμελίωσε σημαντικές διακρίσεις κατά των ηττηθέντων, δεν γιορτάζει τη νίκη του. Αντίθετα, η Αριστερά ακόμη συντηρεί την πεποίθηση της ρεβάνς: η μαθητική παρέλαση, προχθές, στο Χαλάνδρι του δημάρχου Ρούσσου, στον ρυθμό του ύμνου του ΕΛΑΣ (που το 1940 δεν υπήρχε), δείχνει ότι, για διάφορους ιδεοληπτικούς «της προόδου», το όπλο βρίσκεται ακόμη παρά πόδα. Οι ιδέες αυτών που νομίζουν ότι το νόημα της εθνικής εορτής βρίσκεται στον Εμφύλιο δεν είναι πολύ συμπεριληπτικές (επιτέλους, έγραψα τη λέξη της μόδας). Δεν είναι λίγοι, είναι πολλοί όσοι συντηρούν την εμφύλια κουλτούρα. Θα μπορούσε να είναι η λεγόμενη προοδευτική παράταξη, από την Κεντροαριστερά μέχρι τον ΣΥΡΙΖΑ (που έκανε μια πρόβα εμφυλίου για να ανεβεί στην εξουσία, την περασμένη δεκαετία) και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, του ΚΚΕ συμπεριλαμβανομένου (ο γενικός γραμματέας του οποίου, Δημήτρης Κουτσούμπας, έσπευσε στη σύγκρουση του Ισραήλ με τη Χαμάς να διαλέξει το στρατόπεδο των τρομοκρατών).
Η παράταξη αυτή έχει πολιτευτεί αλλά, όπως όλα δείχνουν, συνεχίζει να πολιτεύεται όπως τα χρόνια του Εμφυλίου. Την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, ο στόχος ήταν κατά έναν τρόπο η ένταξη στο στρατόπεδο της Ανατολικής Ευρώπης, που στις πολιτικές εκφράσεις αυτής της σχολής εμφανιζόταν ως ο στρατηγικός χώρος στον οποίο έπρεπε να ανήκουμε. Η εμβληματική φράση του Κωνσταντίνου Καραμανλή (του κανονικού Καραμανλή) ότι «ανήκομεν εις την Δύσιν» έδωσε, και μεταπολιτευτικά, το στίγμα αυτού του χώρου. Δύση ήταν η Αμερική, Δύση ήταν και η Ευρώπη: το μπλοκ του ιμπεριαλισμού του επίσης ψευδώνυμου ειρηνιστικού κινήματος (που ήταν πολιτικό εργαλείο των Σοβιετικών). Ο προοδευτισμός δεν ήθελε τη δημοκρατική Ευρώπη, ήθελε τη λάγνα Ανατολή.
Από εκεί κατάγεται η οριενταλιστική προσέγγιση του κόσμου από την Ελλάδα, αφού ο ελληνικός προοδευτισμός δεν θελγόταν μόνο από τις κομμουνιστικές χώρες αλλά και από τις μπααθικές χώρες της Ασίας και της Αφρικής. Ο μπααθισμός ήταν, εκτός των άλλων, μετωνυμία του καλυμμένου αντιεβραϊσμού που ενδημούσε σε όλους τους χώρους, άλλωστε όταν τα μπααθικά καθεστώτα, που στο κάτω κάτω διέπονταν από πολιτικό αυταρχισμό, εξέλιπαν, εύκολα οι πολιτικοί χώροι που διαχειρίζονταν τον προοδευτισμό άρχισαν να εκφράζουν τη συμπάθειά τους στις θεοκρατίες. Αρκούσε που ήταν αντιδυτικές. Η συμπάθεια στις θεοκρατίες και σε κάθε είδους αυταρχικά και ολοκληρωτικά καθεστώτα, που είναι η σημερινή μετάφραση του αντιδυτικισμού, δεν είναι απλή γραφικότητα. Είναι μια τάση στις κοινωνίες που αποκτά παγκόσμια εμβέλεια και έχει ανοιχτό πολεμικό μέτωπο με τη Δύση, δηλαδή τη δημοκρατία και τον πολιτισμό της – την ελευθερία, την ανοχή, την πραγματική πρόοδο και τα αγαθά της, την ευημερία που απολαμβάνουν οι κοινωνίες μας.
Μία αποχή, πολλές απορίες
Ως γνωστόν, στην ψηφοφορία για την έγκριση σχεδίου ψηφίσματος αραβικών χωρών στο πλαίσιο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, με στόχο να κηρυχτεί εκεχειρία στη Λωρίδα της Γάζας, η Ελλάδα ψήφισε λευκό. Η ψήφος αυτή επικρίθηκε από την αντιπολίτευση – και από τον ΣΥΡΙΖΑ και από το ΠΑΣΟΚ, οι θέσεις των οποίων εξαρχής είναι «με την Παλαιστίνη», ενώ αρνούνται να συνυπολογίσουν τη βάρβαρη επίθεση κατά αμάχων της Χαμάς στο Ισραήλ ούτε τους επίσης άμαχους ομήρους που κρατούνται.
Ως φαίνεται, όμως, στο υπουργείο Εξωτερικών δεν αντέχουν την επίκριση. Γι’ αυτό και δόθηκε άτυπη ενημέρωση, σύμφωνα με την οποία «η αποχή στο πλαίσιο του ΟΗΕ δεν ισοδυναμεί σε καμία περίπτωση με καταψήφιση. Αντιθέτως, είναι δημιουργική, υπό την έννοια ότι η χώρα δεν προσμετράται στους παρόντες και άρα διευκολύνεται η επίτευξη ειδικής πλειοψηφίας των δύο τρίτων». Τι μας λένε, δηλαδή, από το υπουργείο Εξωτερικών; Οτι, εντάξει, αποφύγαμε να ταυτιστούμε με όσους επικρίνουν το Ισραήλ, αλλά εντάξει, βρε κουτά, μη μας χτυπάτε, το κάναμε με πονηριά – αφού το λευκό μας στην ουσία ήταν υπέρ του ψηφίσματος που έφεραν οι αραβικές χώρες, η Ρωσία, το Ιράν και άλλοι καλοί άνθρωποι που νοιάζονται για την παγκόσμια ειρήνη. Οταν οι πολιτικοί φοβούνται να αναλάβουν την ευθύνη της επιλογής τους, ε, ακόμα και η διπλωματία μπορεί να θυμίζει υλικό κωμωδίας.