Την αγαπημένη του στολή, εκείνη του υπερασπιστή του παλαιστινιακού αγώνα και του αραβικού δρόμου, ενδύθηκε ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν το Σάββατο, εξαπολύοντας δριμύ κατηγορώ εναντίον τόσο του Ισραήλ όσο και της Δύσης στη διάρκεια ομιλίας που απηύθυνε σε μια συγκέντρωση-μαμούθ στην Κωνσταντινούπολη υπέρ των Παλαιστινίων. Με μια παλαιστινιακή κεφίγια γύρω από τον λαιμό, ένα μικρόφωνο στο χέρι και χωρίς σημειώσεις μπροστά του, ο τούρκος πρόεδρος κατηγόρησε τη Δύση ότι είναι «ο μεγαλύτερος υπεύθυνος για τη σφαγή στη Γάζα» και το Ισραήλ ότι είναι «εγκληματίας πολέμου», ενώ επανέλαβε τη θέση του ότι η Χαμάς «δεν είναι τρομοκρατική οργάνωση». Φρόντισε έτσι να κυριαρχήσει εκείνος, με αυτό το κόρτε στην ισλαμιστική πολιτική του βάση, στα χθεσινά πρωτοσέλιδα των τουρκικών εφημερίδων και όχι η συμπλήρωση 100 χρόνων από την ίδρυση της σύγχρονης, κοσμικής Δημοκρατίας της Τουρκίας. Μάλιστα χθες, παρακολουθώντας ναυτική παρέλαση στον Βόσπορο, ανακοίνωσε ότι «Θα ξανακάνουμε συμφωνία με τους Ισπανούς και ελπίζουμε ότι θα αυξήσουμε τα αεροπλανοφόρα μας σε δύο».
Λαοθάλασσες διαδηλωτών
Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι διαδήλωσαν και αυτό το Σαββατοκύριακο σε πολλές πόλεις της Ευρώπης, της Μέσης Ανατολής και της Ασίας εκφράζοντας την υποστήριξή τους στον παλαιστινιακό λαό, η διαδήλωση που πραγματοποιήθηκε όμως στον χώρο του παλιού διεθνούς αεροδρομίου της Κωνσταντινούπολης ήταν μία από τις μεγαλύτερες που έχουν γίνει από όταν ξεκίνησε ο πόλεμος Ισραήλ – Χαμάς – για ενάμισι εκατομμύριο συμμετέχοντες μίλησε ο Ερντογάν. Ο πρόεδρος της Τουρκίας είχε αρχικά καταδικάσει τη σφαγή εκατοντάδων ισραηλινών αμάχων από τη Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου, καλώντας τις επόμενες ημέρες σε αυτοσυγκράτηση. Σταδιακά ωστόσο άλλαξε τόνο, καταγγέλλοντας «γενοκτονία» των Παλαιστινίων στη Γάζα. Την περασμένη Τετάρτη ανακοίνωσε ότι ακυρώνει όλα τα προγραμματισμένα ταξίδια στελεχών της κυβέρνησής του στο Ισραήλ και στηλίτευσε την ανικανότητα της Δύσης να σταματήσει τον πόλεμο. «Η Χαμάς δεν είναι τρομοκρατική οργάνωση», αλλά μια «απελευθερωτική οργάνωση που προστατεύει τη γη της», διακήρυξε πυροδοτώντας την οργισμένη αντίδραση του Ισραήλ. Την ίδια θέση επανέλαβε και χθες – «Χαίρε, Χαμάς! Χαίρετε, ταξιαρχίες Αλ Κασάμ!» φώναξε – αφού πρώτα θύμισε την έκταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και το γεγονός ότι η Γάζα ήταν τότε «αναπόσπαστο κομμάτι της πατρίδας».
Ρωτούσε και απαντούσε
Πιστός στο στυλ του, o πρόεδρος της Τουρκίας έθετε ο ίδιος τις ερωτήσεις που απαντούσε. «Τι ήταν η Γάζα και η Παλαιστίνη το 1947 και τι είναι σήμερα; Ισραήλ, πώς έφτασες ώς εδώ; Είσαι ένας κατακτητής. Αλλά δυστυχώς, κάθε χώρα της Δύσης σού χρωστάει, δεν μπορούν να μιλήσουν γιατί σας χρωστάνε, έρχονται να σας επισκεφθούν και να παρακαλέσουν για συγχώρεση (…) αλλά η Τουρκία δεν σας χρωστάει τίποτα, για αυτό σας μιλάμε έτσι. Εμείς είμαστε με την πλευρά των καταπιεσμένων» διακήρυξε. «Με την εξαίρεση ορισμένων συνειδήσεων που ύψωσαν τη φωνή, αυτές οι σφαγές [στη Γάζα] είναι εξ ολοκλήρου έργο της Δύσης» πρόσθεσε. Και συνέχισε: «Χύσατε δάκρυα για τους αμάχους που σκοτώθηκαν στην Ουκρανία, γιατί αυτή η σιωπή απέναντι στα παιδιά που σκοτώνονται στη Γάζα; Εϊ, Δύση! Θέλετε να δημιουργήσετε έναν πόλεμο Ημισελήνου – Σταυροφόρων; Αν έχετε τέτοια πρόθεση, αυτό το έθνος δεν είναι νεκρό, είναι ζωντανό».
Εγκλήματα πολέμου
«Το Ισραήλ διαπράττει ανοιχτά εγκλήματα πολέμου. Και θα σας ανακηρύξουμε εγκληματίες πολέμου στον κόσμο. Προετοιμαζόμαστε για αυτό» διαβεβαίωσε ο Ερντογάν. «Πώς έχουμε γράψει έπη στην Ιστορία; Αυτό το έθνος είναι έτοιμο να γράψει νέα έπη με την άδεια του Αλλάχ» πρόσθεσε. Παρόντες στη διαδήλωση ήταν και οι επικεφαλής των συμμαχικών εθνικιστικών και ισλαμιστικών κομμάτων που τον βοήθησαν να εξασφαλίσει τη νίκη στις εκλογές του Μαΐου. Οσο για την τουρκική αντιπολίτευση, «δυστυχώς», δήλωσε ο τούρκος πρόεδρος, «υπάρχουν άσχετοι μεταξύ των πολιτικών της χώρας μου που λένε ότι όπως ακριβώς είναι τρομοκράτης ο Νετανιάχου, έτσι και η Χαμάς είναι τρομοκράτης. Ντροπή τους». Λιγότερο από δύο ώρες μετά το τέλος της 50λεπτης ομιλίας του, το ισραηλινό υπουργείο Εξωτερικών ανακοίνωσε ότι ανακαλεί διπλωμάτες του από την Τουρκία ώστε να προχωρήσει «σε επανεξέταση» των διμερών σχέσεων.