«Περίφημη», «αγία», «αντιφατική», «βαλκανική», αλλά και «μοντέρνα». Τι συμβαίνει τέλος πάντων με την «ελληνική οικογένεια» για να αξίζει όλους αυτούς τους χαρακτηρισμούς κι άλλους τόσους; Η παράσταση «Ναπάλμ χάσταγκ Φάμιλι: μια οικογενειακή ιλαροτραγωδία» χρησιμοποιεί ως αφετηρία μία σημαδιακή ημέρα: την επέτειο γάμου των γονιών, όταν κάποιοι γιορτάζουν, ενώ κάποιοι άλλοι εύχονται να μην είχε υπάρξει ποτέ. Είναι ο απολογισμός μιας κομβικής ημερομηνίας, με άξονα τρία γεύματα γύρω από ένα τραπέζι, όπου αναπαρίσταται η πραγματικότητα της ελληνικής οικογενειακής συνθήκης. Ο νεαρός σκηνοθέτης Πάνος Κούγιας, που έχει σπουδάσει υποκριτική στη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης Κάρολος Κουν και σκηνοθεσία στη Δραματική Σχολή του Εθνικού θεάτρου, μιλάει για το ανέβασμα.
Τι κρύβουν οι τρεις λέξεις – συστατικά του τίτλου της παράστασης;
Οι λέξεις αυτές επιλέχθηκαν γιατί συσπειρώνουν το θέμα της παράστασης, χωρίς καμία διάθεση απόκρυψης ή εξωραϊσμού. Επιθυμία μου ήταν να υποδηλώνεται άμα τη εμφανίσει στον θεατή πως η παράσταση αφορά μια οικογένεια σε κρίση, έτοιμη να εκραγεί. Οχι ως μυστικό το οποίο προοδευτικά θα του αποκαλυφθεί, αλλά ως δεδομένο. Θα ήθελα αυτό το ειλικρινές «κατηγορώ» ήδη από τον τίτλο να τον οδηγήσει σε μια επί της ουσίας εμβάθυνση των αιτιών και όχι απλά σε ένα γενικό συμπέρασμα για τις σχέσεις.
Στο «όνομα της ελληνικής οικογένειας» συμβαίνουν μικρά εγκλήματα, λάθη, κακοποιητικές συμπεριφορές, που απλώς μπαίνουν κάτω από το χαλί;
Σαφώς. Είναι γνωστό πως η ελληνική οικογένεια κρατά τα ηνία αυτής της παράδοξης ομερτά στην οποία όπως λέει και η παροιμία, αν δεν ακούς, δεν μιλάς και δεν βλέπεις, μπορείς να επιβιώσεις εκατό χρόνια. Εκείνο που συνεχίζει να μου προκαλεί αμηχανία είναι η έκπληξη που έρχεται και μας βρίσκει, κάθε φορά που μια πόρτα ελληνικού νοικοκυριού ανοίγει και οι φήμες γίνονται ξαφνικά γεγονότα. Είμαστε συντηρητικός λαός. Δεν μιλάμε και δεν διαχειριζόμαστε τα τραύματά μας – είτε ατομικά είτε ιστορικά – με αποτέλεσμα αυτή η εσωτερίκευση να μας καταντά τρομοκράτες οτιδήποτε καινούργιου. Ακόμα και σήμερα, είναι «καινούργιο» για τους έλληνες άντρες πως μια γυναίκα δεν τη διακόπτεις όταν μιλάει, δεν της εξηγείς γιατί αισθάνεται έτσι, δεν συνεχίζεις όταν σου λέει «κατάλαβα» ή «φτάνει». Οι Ελληνες πολύ συχνά μεταφράζουν τον μισογυνισμό και άλλες ασθένειες του καιρού μας σε πεποιθήσεις, παράδοση και ιδεολογία. Ομως είναι λεπτή η απόσταση μεταξύ παράδοσης και εγκλήματος. Και τα θύματα δυστυχώς παραμένουν οι μη προνομιούχες κοινότητες.
Υπάρχουν, από την άλλη, οι αγαπητικές χειρονομίες που μας κρατάνε όρθιους και θα πρέπει να τις πιστώσουμε στον δεσμό της οικογένειας, όποια μορφή κι αν έχει αυτή;
Αυτό είναι επίσης ένα ζήτημα στο οποίο η Ελλάδα αρνείται να συμβαδίσει. Ενας υγιής κοινωνικός οργανισμός οφείλει να εξελίσσεται, διαφορετικά είναι καταδικασμένος να πεθάνει. Και τα δικά μας αντανακλαστικά μοιάζουν τόσο κουρασμένα και απρόθυμα να ακολουθήσουν την οποιαδήποτε εξέλιξη. Προτιμάμε να βαφτίσουμε τον φόβο μας «κανονικότητα», δημιουργώντας ένα στρατόπεδο πολιτών δεύτερης κατηγορίας, από το να κοιτάξουμε λίγο «ψηλότερα» και να αναγάγουμε την αποδοχή σε θεμελιώδες συστατικό του πολιτισμού μας. Αυτή τη στιγμή υπάρχουν ομόφυλες οικογένειες όπου αναγνωρίζεται μόνο ο ένας από τους δύο γονείς, ο οποίος αν πάθει κάτι, το παιδί είναι πιθανότερο να καταλήξει σε συγγενείς, πάρα στον δεύτερο γονέα. Υπάρχουν άνθρωποι που για να καταφέρουν να φτιάξουν οικογένεια μεταναστεύουν σε άλλα, πιο φιλικά κράτη, και αν τυχόν επιστρέψουν πίσω μαζί τους, παύουν αυτόματα να υφίστανται ως οικογένεια. Αυτή η καλοζωισμένη αναισθησία μας στη διεκδίκηση του διπλανού μας για λιγοστό χώρο και ορατότητα είναι που με τρομάζει. Και φυσικά η στάση της πολιτείας, η οποία προτιμά να πληρώνει πρόστιμα σε διεθνή δικαστήρια, αντί να συμπεριφερθεί ισότιμα σε όλους της τους πολίτες. Ξέρετε, δεν ζητείται τίποτα περισσότερο από το να σταματήσει η διάκριση εις βάρος μας και εις βάρος αυτών που αγαπάμε. Γιατί η αγάπη είναι σπόρος. Και κανείς δεν μπόρεσε ποτέ να εμποδίσει την άνοιξη να έρθει.
Πώς δουλεύετε ως ομάδα για το αποτέλεσμα πάνω στη σκηνή;
Η αρχική μας πρόθεση ήταν να κατασκευάσουμε από κοινού μια δεξαμενή σκέψεων, βιωμάτων και εμπειριών, από την οποία προκύπτει και η παράσταση. Είναι σημαντικό να υπάρχει αυτό το καθολικό κούρδισμα όλων των συντελεστών γύρω από το θέμα που δουλεύουμε. Να ξέρουμε πού συγγενεύουμε μαζί του και πού όχι. Ομολογουμένως, επενδύω υπερβολικά στη φόρμα που μπορεί να γεννήσει ο ηθοποιός με την ενσυναίσθηση και την ευαισθησία του. Δεν ξέρω να δουλεύω διαφορετικά. Κάνουμε μια δουλειά που μεταχειρίζεται το ευαίσθητο δέρμα αυτής της κοινωνίας, επομένως, με ενδιαφέρει το υλικό που φέρνουν στη σκηνή να προκύπτει από μια αναμέτρηση, από ένα σκάλισμα των εσωτερικών τους τοπίων. Ετσι το όποιο αποτέλεσμα αποκτά μια διάσταση προσωπικής κατάθεσης, μαρτυρίας και όχι μιας απλής ιστορίας. Μιας μαρτυρίας που εμπεριέχει εμάς, τη μυρωδιά μας ως λαού και τη λήθη μας.
Νιώθετε ότι μέσα από τη διαδικασία του θεάτρου έχετε ανακαλύψει μια άλλη «οικογένεια» ή είναι ακόμη νωρίς;
Σίγουρα έχουμε κατακτήσει ένα είδος «εκλεκτικής συγγένειας» με τα παιδιά από τη παράσταση. Και αυτό το θεωρώ σημαντική επιτυχία. Είναι σπουδαίοι άνθρωποι, από διαφορετικά μετερίζια η καθεμία και ο καθένας, που παρά τη συχνή ασχήμια του γύρω φαινομένου, την αποκαρδιωτική καθημερινότητα και τα ελάχιστα χρήματα, εκείνοι/-ες επιμένουν να αντιστέκονται και να μου εμπιστεύονται τους εαυτούς τους στην πρόβα. Πότε άλλοτε προσφέρουν έτσι άδολα οι άνθρωποι, αν όχι σε αυτούς που νιώθουν συγγενείς; Ξέρετε, η πρόβα είναι πράξη αδελφοποίησης. Ενας σκηνοθέτης, οφείλει να αφήνει όλη του τη «σκευή» στο φουαγιέ και να μπαίνει στην αίθουσα της πρόβας απόλυτα ισότιμος, το ίδιο γυμνός και αθώος στη διαδικασία, όσο και ο ηθοποιός. Μόνο η παραπάνω συνταγή μπορεί να επανεφεύρει το υψηλό που τόσο έχουμε ανάγκη.