Η φράση του σημερινού τίτλου έρχεται από μακριά. Από τα άπατα βάθη της δεκαετίας του 1980, μην πω του 1970. Προέκυψε δε ως απάντηση στον ορυμαγδό ψευτοδιανόησης και σοβαροφάνειας που ακολούθησε τη Μεταπολίτευση. Η μία του όψη ήταν οι κυρίες με τα διπλά επίθετα που μας «πυροβολούσαν» από τηλεοράσεως και ραδιοφώνου με έναν ακατανόητο λόγο, γεμάτο από πολυσύνθετες λέξεις που, όμως, δεν σήμαιναν τίποτα. Και η άλλη, η τάση για «επιστροφή στις ρίζες» και σε ό,τι θεωρούσαμε αυθεντικό, η αποποίηση κάθε είδους αμερικανικής παραγωγής και η χρήση μιας γλώσσας που αφορούσε ένα κράμα κομμουνιστικής και λαογραφικής διαλέκτου. Υστερα ήρθε ένα νέο χιούμορ – εκπορευόμενο κυρίως από τις θρυλικές παραστάσεις του Ελεύθερου Θεάτρου και αργότερα της Ελεύθερης Σκηνής – και έβαλε τα πράγματα και τους λεγόμενους «κουλτουριάρηδες» στη θέση τους. Σήμερα, η έκφραση που χρησιμοποιώ ως τίτλο, ακόμη και η λέξη «κουλτουριάρης», μου φαίνεται πολύ ξεπερασμένη, ανάλογη της εποχής της, όσο και αν, τότε, εθεωρείτο εξυπνάδα.

Παρ’ όλα αυτά, από προχθές τριγυρίζει στο μυαλό μου. Αφορμή το side effect που προκάλεσε ο θάνατος του Μάθιου Πέρι ο οποίος υποδυόταν τον Τσάντλερ, τον πιο συμπαθητικό, κατά πολλούς, ήρωα της δημοφιλούς τηλεοπτικής σειράς «Τα φιλαράκια». Ενός ανθρώπου που, στην προσωπική του ζωή, πάλευε με πολλούς δαίμονες όπως κατάλαβα διαβάζοντας, τις τελευταίες ώρες, κάποια αποσπάσματα από τη βιογραφία του «Φιλαράκια, εραστές και το μεγάλο, φριχτό πράγμα» (μετάφραση Θανάσης Χειμωνάς, Μάνος Τζιρίτας, εκδόσεις Αθενς Bookstore). Ταυτόχρονα λοιπόν με τη διακίνηση της είδησης του θανάτου του στο Διαδίκτυο, σηκώθηκε και ένα κύμα σοσιαλμιντιούχων που με πολύ στόμφο, τεράστια έπαρση και, κυρίως, μεγάλη αγωνία μήπως και το διαδικτυακό κοινό δεν τους χαρακτηρίσει αρκούντως διανοούμενους, εστέτ, διαβασμένους και με άποψη, έσπευσαν να ενημερώσουν ότι δεν έχουν δει ποτέ «Φιλαράκια». Προφανώς ως αμερικανιά, υποκουλτούρα, εύκολο θέαμα, «τηλεορασιά». Κι εδώ έρχεται και κολλάει ταμάμ το «Κουλτούρα να φύγουμε» (και όλοι καταλαβαίνουμε στην προστακτική ποιου ρήματος αντιστοιχεί το «κουλτούρα»).

Ούτε εγώ έχω δει «Φιλαράκια». Ποτέ. Οπως, επίσης, δεν έχω δει καθόλου «Game of Thrones», καμία ταινία της σειράς «Matrix», ούτε ένα «Harry Potter» και απολύτως τίποτα από «Πειρατές της Καραϊβικής». Εδώ δεν έχω εντρυφήσει καλά καλά στο «Sex and the City». Οχι από άποψη. Από συγκυρίες και επιλογή. Διότι δεν μου αρέσουν τα κωμικά σίριαλ ούτε οι ταινίες φανταστικών περιπετειών. Ειδικά μάλιστα «Τα φιλαράκια» απευθύνονται στην επόμενη από τη δική μου γενιά, οπότε δεν ήταν και τόσο εύκολο να ταυτιστώ. Το θεωρώ όμως τεράστιο λάθος και αμέλειά μου. Ολα τα παραπάνω αποτελούν βασικά στοιχεία της λεγόμενης ποπ ή μαζικής κουλτούρας των τελευταίων δεκαετιών. Εκ των βασικών διαμορφωτών της. Γυρίζοντας επιδεικτικά την πλάτη σε αυτά, είναι σαν να σνομπάρουμε μια εποχή, σαν να τη θεωρούμε «κακή». Και ξέρουμε ότι δεν υπάρχουν «καλές» και «κακές» εποχές, αλλά άνθρωποι που δεν μπορούν να τις ερμηνεύσουν. Και όσο γι’ αυτούς που διακινούν την ιδέα ότι «Τα φιλαράκια» έφεραν στις ΗΠΑ τον τραμπισμό, πέφτουν στη φάκα των λόγων τους. Διότι, σε αυτήν την περίπτωση, δεν πρόκειται για μια πολύ πετυχημένη σειρά αλλά για έναν «μοχλό» που ανεβάζει και κατεβάζει κυβερνήσεις.

Απενοχοποίηση

Μπορεί μεν να μην έχω δει αυτά που αναφέρω παραπάνω, αλλά συγκαταλέγομαι στους heavy consumers της τηλεόρασης. Καταναλωτής δηλαδή, όχι απλώς θεατής. Βλέπω τα πάντα, ελάχιστα προγράμματα δεν αντέχει το μάτι μου. Ακόμη και αυτά που χαρακτηρίζονται «σκουπίδια», μια χαρά με χαλαρώνουν όταν τα παρακολουθώ στα «κόκκινα κουμπιά» μετά τις δύο τα ξημερώματα.

Μέχρι πριν από λίγα χρόνια ήταν κάτι που δεν το παραδεχόμουν δημόσια. Για τους γνωστούς λόγους. Μέχρι που, σε μια επίσκεψη στο σπίτι κορυφαίας προσωπικότητας των ελληνικών γραμμάτων, διαπίστωσα ότι έβλεπε φανατικά ένα τηλεοπτικό ριάλιτι. «Μα εσείς;», ρώτησα. «Ναι, εγώ», ήρθε η απάντηση. «Εχω διαβάσει τόσο πολύ στη ζωή μου, έχω δει τόσες παραστάσεις, ώστε ακόμη και αν βλέπω αυτό και μόνο μέχρι να πεθάνω δεν απειλούμαι». Αυτό προς γνώση των «Δεν έχω δει ποτέ “Φιλαράκια”».