Η οικονομία των ΗΠΑ τροφοδοτήθηκε σε σημαντικό βαθμό για έναν ολόκληρο χρόνο από τις καταναλωτικές δαπάνες, διαψεύδοντας τις Κασσάνδρες.
Από ποιους ακριβώς, όμως, προέρχονται αυτές οι δαπάνες και κατά πόσο αυτό θα έχει διάρκεια, είναι ερωτήματα τα οποία οι οικονομολόγοι αντιμετωπίζουν με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, γιατί αφορά την επόμενη φάση αυτής της οικονομικής επέκτασης.
Ως προς το πρώτο ερώτημα, μια νέα έκθεση της Morgan Stanley που δημοσιεύθηκε πρόσφατα, κατέδειξε ότι το 25% των υψηλότερων εισοδημάτων ήτοι τα νοικοκυριά στο υψηλότερο 20% των εισοδηματικών βαθμίδων, πραγματοποίησε κάτι λιγότερο από το μισό (45%) των καταναλωτικών δαπανών μεταξύ 2020 και 2022. Το ποσοστό αυτό είναι αρκετά μεγαλύτερο από το 39% στο οποίο κινούνταν από το 2004 μέχρι το 2020.
Συνεπώς, τίθεται το μείζον ζήτημα τι θα μπορούσε να κάνει αυτούς τους πλούσιους να επιβραδύνουν τους ρυθμούς κατανάλωσης.
Γύρω από αυτό, οι οικονομολόγοι της Morgan Stanley παρατηρούν ότι ιστορικά οι πλούσιοι έχουν μειώνουν τον ρυθμό δαπανών όταν τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά τους στοιχεία χάνουν αξία. Αυτό περιλαμβάνει τιμές μετοχών που μπορεί να πέσουν κατακόρυφα, όπως στην περίπτωση της φούσκας στον κλάδο της τεχνολογίας, ή οι αξίες των ακινήτων πέφτουν, όπως κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης του 2008.
Μετά το 2019 οι τιμές των μετοχών και των κατοικιών έχουν αυξηθεί απότομα, γεγονός το οποίο εξηγεί ως έναν βαθμό και την αύξηση της συμμετοχής των δαπανών των πλουσίων στο σύνολο της καταναλωτικής δαπάνης.
Σύμφωνα με την οικονομολόγο της Morgan Stanley, Σάρα Γουλφ, στο βασικό σενάριο θα επιβραδυνθεί η κατανάλωση από την ομάδα των υψηλών εισοδημάτων, καθώς ήδη η μεγάλη ανάκαμψη των υπηρεσιών μετά την Covid δείχνει να επιβραδύνεται.
Πιο συγκεκριμένα, στα στοιχεία που επεξεργάστηκαν οι αναλυτές της τράπεζας όσον αφορά εστιατόρια και brands πολυτελείας, αποτυπώνεται η τάση απόσυρσης των δαπανών για ακριβά γεύματα και πολυτελείς αγορές από την πλευρά του μέσου καταναλωτή.
Ταυτόχρονα, προσθέτουν ότι τα εύπορα νοικοκυριά πλησιάζουν επίσης στον κορεσμό, με αποτέλεσμα οι συνολικές δαπάνες να μειώνουν ταχύτητα. Ακόμη πιο έντονη θα είναι η αλλαγή εφόσον αποτυπωθούν οι συνέπειες των απολύσεων και της απώλειας πλούτου, ιδίως στη στέγαση.
Ουδέν… καλόν αμιγές κακού
Επί των στοιχείων, οι ειδικοί επισημαίνουν ότι κατ’ αρχάς οι ανθεκτικές καταναλωτικές δαπάνες είναι επιθυμητές. Ενδεικτική είναι η πρώτη εκτίμηση του ΑΕΠ τρίτου τριμήνου των ΗΠΑ που δημοσιεύθηκε στις 26 Οκτωβρίου: η καταναλωτική δαπάνη που στηρίζει τη ζήτηση για αγαθά και υπηρεσίες, συμβάλλει στο να συγκρατήσει η αγορά εργασίας και να χρησιμεύσει ως ο κύριος λόγος που η οικονομία δεν έχει (ακόμα) περιέλθει σε ύφεση, σύμφωνα με το yahoo finance.
Από την άλλη πλευρά, αυτή η ανθεκτική δαπάνη είναι ένας από τους παράγοντες που συμβάλλουν στη διατήρηση του πληθωρισμού, ο οποίος πλήττει περισσότερο τα νοικοκυριά με χαμηλότερο εισόδημα.
Όπως τόνισε ο διευθύνων σύμβουλος της McDonald’s (MCD) Chris Kempczinski στην τηλεδιάσκεψη για τα οικονομικά αποτελέσματα της εταιρείας του αυτή την εβδομάδα, μια από τις διαπιστώσεις που έκανε όλος ο κλάδος της εστίασης ήταν ότι δεν μπορεί να βασιστεί στους καταναλωτές χαμηλού εισοδήματος (των 45.000 δολαρίων και κάτω).
Υπάρχει, όμως, ένα τεράστιο «αλλά». Και αυτό, όπως προειδοποιούν οι ειδικοί, είναι ότι η ζημιά για την κατανάλωση από την αδυναμία των χαμηλότερων εισοδημάτων είναι πολύ μικρότερη από το αποτύπωμα που μπορούν να αφήσουν οι πιο εύποροι γενικότερα στην οικονομία εάν μείωναν την κατανάλωση.
Πηγή ΟΤ