Την περασμένη Πέμπτη ανακοινώθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ο νέος, συμπληρωματικός προϋπολογισμός των «27» και ήδη οι προβλέψεις που περιλαμβάνει στη στήλη «Δαπάνες» έχουν προκαλέσει από διαφωνίες έως και έντονες διαμαρτυρίες εκ μέρους πρωθυπουργών και προέδρων των πλέον εύρωστων οικονομικά κρατών-μελών, εκείνων δηλαδή που βάζουν πιο βαθιά το χέρι στην τσέπη για να τροφοδοτήσουν τον κοινό ευρωπαϊκό κορβανά.
Οι «27» έχουν προθεσμία έως το Δεκέμβριο για να συμφωνήσουν στην αύξηση των δαπανών του τρέχοντος προϋπολογισμού για την περίοδο 2021-2027 καθότι, αν και βρισκόμαστε ακόμα στο 2023, έχει καταστεί φανερό ότι τα 1,216 τρισ. ευρώ που έχουν προϋπολογιστεί για να εκταμιευθούν τη συγκεκριμένη περίοδο για να καλύψουν τις δαπάνες της ΕΕ, απλά δεν φτάνουν.
Και δεν φτάνουν όχι μόνο εξαιτίας της έκτακτης βοήθειας των περίπου 71 δισ. ευρώ που υπολογίζεται ότι έχουν συνολικά χορηγήσει προσώρας οι εταίροι στην Ουκρανία (συμπεριλαμβανομένης της στρατιωτικής βοήθειας), αλλά και εξαιτίας της πληθωριστικής κρίσης, που εκτροχίασε και άλλες δαπάνες.
Ο πόλεμος ανέτρεψε τις προβλέψεις
Η Κομισιόν θεώρησε απαραίτητη την έγκριση ενός συμπληρωματικού προϋπολογισμού 66 δισ. ευρώ για να καλυφθούν οι ανάγκες για δαπάνες των «27» έως το 2027. Ευλόγως θα σκεφτόταν κανείς ότι τα επιπλέον κονδύλια που ζητεί το εκτελεστικό όργανο της ΕΕ μετά βίας καλύπτουν την έως τώρα χορηγηθείσα αρωγή στη δοκιμαζόμενη Ουκρανία.
Αλλά οι αναλυτικές καταχωρίσεις στον προϋπολογισμό δείχνουν και άλλα. Εν προκειμένω, σε μήλον της έριδος έχει αναδειχθεί η πρόβλεψη για τη χορήγηση μισθολογικών αυξήσεων συνολικά 1,9 δισ. ευρώ στους υπαλλήλους της ΕΕ.
«Πρέπει να παραδεχθούμε ότι οι υπολογισμοί που είχαν γίνει το 2020 εν μέρει ανατράπηκαν από τον πόλεμο στην Ουκρανία και από τα δισεκατομμύρια ευρώ της βοήθειας που χορηγήθηκε στο Κίεβο. Αλλά η αύξηση των δαπανών του ευρωπροϋπολογισμού που ζητεί η Κομισιόν εξυπηρετεί κατά κύριο λόγο τη χορήγηση μισθολογικών αυξήσεων στους Ευρωπαίους δημοσίους υπαλλήλους», γράφει ο Σαρλ Πλαντάντ της γαλλικής «Le Figaro».
Ολλανδοβελγική οργή
«Η αύξηση του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού είναι “μάλλον” απαραίτητη, όπως απρόθυμα παραδέχεται και ο ολλανδός πρωθυπουργός Μαρκ Ρούτε. Αλλά το να βάλει κανείς το χέρι στην τσέπη απαιτεί άλλη μια φορά μια πρόσθετη προσπάθεια για τις καθαρά συνεισφέρουσες στον κοινό προϋπολογισμό χώρες, όπως είναι η Ολλανδία, η Γερμανία, η Γαλλία και ακόμη και η Ιταλία», γράφει ο Πλαντάντ.
Ωστόσο «οι κύριοι πόροι της ΕΕ προέρχονται από τα μικρότερα και οικονομικά ασθενέστερα κράτη-μέλη. Η συνολική συνεισφορά τους αντιστοιχεί στο 64% του κοινού προϋπολογισμού», παρατηρεί ο πρωθυπουργός του Βελγίου Αλεξάντερ Ντε Κρου.
«Ειδικά από τη στιγμή που όλα τα κράτη μέλη καταβάλλουν πολύ μεγάλες προσπάθειες για να βάλουν σε τάξη τους προϋπολογισμούς τους που εκτροχιάστηκαν τα χρόνια της πανδημικής κρίσης», πρόσθεσε ο Ντε Κρου.
Ο βέλγος πρωθυπουργός εξερράγη με την πρόβλεψη για τις αυξήσεις στους ευρωγραφειοκράτες, σύμφωνα με ρεπορτάζ της βελγικής εφημερίδας «Opinion». «Ζητάμε θυσίες από τους πολίτες των χωρών μας, ζητάμε και από τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα να κάνουν το ίδιο», φέρεται να είπε ο Ντε Κρου χτυπώντας τη γροθιά του στο τραπέζι.
Την οργή του γείτονά του συμμερίστηκε και ο ολλανδός Ρούτε που σημείωσε ότι «όπως προβλέπουμε και στους προϋπολογισμούς, πρέπει από καιρού εις καιρόν να σφίγγουμε τα ζωνάρια και σε απασχολουμένους σε άλλες θέσεις». Πόσω μάλλον αν πρόκειται για προνομιακά καλοπληρωμένους εργαζόμενους, θα πρόσθετε κανείς.
6.500 ευρώ καθαρά το μήνα
Το ζήτημα είναι ότι από τα 66 δισ. ευρώ το 1,9 δισ. προορίζεται για τη βοήθεια εργαζομένων με καθαρό μισθό 6.500 ευρώ μηνιαίως να αντιμετωπίσουν την ακρίβεια στα ράφια των βελγικών σούπερ μάρκετ. Διότι τόσος είναι ο μέσος καθαρός μηνιαίος μισθός ενός ευρω-γραφειοκράτη των Βρυξελλών, σύμφωνα με το emploipublic.fr.
«Διπλάσιος από το μισθό του μέσου Γάλλου δημοσίου υπαλλήλου», γράφει ο «Figaro». Και πενταπλάσιος από το μισθό του Έλληνα συναδέλφου του, θα συμπληρώναμε.
Οι εργαζόμενοι στις υπηρεσίες της ΕΕ σε άλλες χώρες-μέλη αμείβονται συχνά με αρκετά χαμηλότερους μισθούς από αυτούς των περίπου 32.000 που εργάζονται στις Βρυξέλλες. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, και στις άλλες χώρες-μέλη οι υπάλληλοι της ΕΕ αμείβονται πολύ καλύτερα αν συγκριθούν με το μέσο μισθό των εργαζομένων σε κάθε χώρα.
Σημειωτέον ότι οι δαπάνες της ευρωπαϊκής δημόσιας διοίκησης την περίοδο 2021-2027 έχουν προϋπολογιστεί στο επίπεδο-ρεκόρ των 82,5 δισ. ευρώ.
Επικριτικός και ο Μακρόν
Ερωτηθείς σχετικά με την επίμαχη πρόταση της Κομισιόν ο Εμανουέλ Μακρόν ήταν αρκετά επικριτικός, όχι για το σκεπτικό της (οι Γάλλοι έχουν υιοθετήσει από την αρχή της πληθωριστικής κρίσης ένα είδος αυτόματης τιμαριθμικής αναπροσαρμογής των μισθών και στο δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα), αλλά για την «απλοχεριά» της ρύθμισης.
«Το ποσό που προτείνεται σήμερα μάς φαίνεται υπέρογκο. Ως εκ τούτου, ζητήσαμε τη μείωσή του. Αλλά δεν νομίζω ότι αυτή η μείωση θα πρέπει να γίνει εις βάρος των προτεραιοτήτων για την επέκταση της χρηματοδότησης», είπε ο γάλλος πρόεδρος αναφερόμενος εμμέσως στις ανάγκες στήριξης της Ουκρανίας απέναντι στους εισβολείς και αμφισβητίες της εθνικής της κυριαρχίας.
Ο Μακρόν κάλεσε την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να σφίξει και το δικό της ζωνάρι περιορίζοντας όσο είναι δυνατόν και τις δικές της δαπάνες. «Την ώρα που οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες προσπαθούμε να εξοικονομήσουμε κονδύλια για να μπορέσουμε να διατηρήσουμε αμείωτες τις επενδύσεις μας σε τομείς όπως η προάσπιση της εθνικής κυριαρχίας, η άμυνα και άλλοι, καλέσαμε την Επιτροπή να φροντίσει ώστε να μη γίνονται μισθολογικές αυξήσεις σε ορισμένες πολύ καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας», διευκρίνισε ο γάλλος πρόεδρος.