Προφανώς, η Αστυνομία είχε πληροφορίες ότι θα διαπράξουν ακρότητες οι νεοφασίστες από την Ιταλία που με συνοπτικές διαδικασίες απέλασε – και καλά έκανε. Οπως φαίνεται, άλλωστε, η διαμαρτυρία ευρωπαίων ομοϊδεατών της Χρυσής Αυγής για τη συμπλήρωση δέκα χρόνων από την ανεξιχνίαστη δολοφονία Φουντούλη – Καπελώνη από άγνωστους τρομοκράτες κίνησε το ενδιαφέρον μπαχαλάκηδων που οργάνωσαν αντισυγκεντρώσεις ή συγκρούονταν χθες με αστυνομικούς, άρα προείχε η διαφύλαξη της δημόσιας τάξης.
Κατανοώ ότι η διαμαρτυρία της διεθνούς των νεοφασιστικών συμμοριών της Ευρώπης επεδίωξε να θυμηθεί τους δύο νεκρούς για τον λόγο που οι εξτρεμιστικές ιδεολογίες εκμεταλλεύονται απώλειες: επειδή χρειάζεται πεσόντες, θύματα, μάρτυρες. Από την άποψη αυτή, ορθώς η Αστυνομία επόπτευε τις συγκεντρώσεις τους. Υπήρχε ακόμα ένας λόγος: επειδή ήταν μεγάλη και η κινητοποίηση μπαχαλάκηδων του αναρχισμού και όχι μόνο, οι οποίοι χθες έκαναν σε διάφορα σημεία της πρωτεύουσας επίδειξη ισχύος, συγκρουόμενοι με αστυνομικούς και προκαλώντας καταστροφές (στην Πλατεία Βικτωρίας ή στον σταθμό του μετρό στο Μοναστηράκι).
Πέρα από τους πολέμους των ακραίων, όμως, που συγκροτούνται ως συμμορίες και τελικός στόχος τους είναι πάντα τα επεισόδια, υπάρχει και ένα σημαντικό ζήτημα που αναδεικνύει η επέτειος της δολοφονίας του Φουντούλη και του Καπελώνη. Κι έχει να κάνει με το αίσθημα της δικαιοσύνης, που το κράτος οφείλει πάντα να προστατεύει. Το ελληνικό κράτος φάνηκε ανίσχυρο να εξιχνιάσει και αυτές τις δολοφονίες.
Υπάρχει όμως και ένα ακόμα πιο δυσοίωνο συμπέρασμα, που ξεφεύγει από το κράτος και οδηγεί στην κοινωνία, στις οργανώσεις της και ευρύτερα στην κοινωνία των πολιτών. Ούτε η πολιτεία, λοιπόν, ούτε τα κόμματα, ούτε οι πολίτες διεκδίκησαν να βρεθούν οι δολοφόνοι των δύο μελών της Χρυσής Αυγής. Ιδίως ο λεγόμενος προοδευτικός χώρος φέρεται ικανοποιημένος με το αποτέλεσμα αυτό. Λες και υπάρχει διαβάθμιση της αξίας της ανθρώπινης ζωής. Οταν δολοφονούνται εχθροί της ιδεολογίας μας, καλά να πάθουν. Οταν, αντίθετα, δολοφονούνται πρόσωπα που μπορούμε να τα προσγράψουμε στον τρόπο που εμείς βλέπουμε τον κόσμο, τότε είναι εύλογη η έντονη διαμαρτυρία μας.
Ο Φουντούλης και ο Καπελώνης, δύο χρυσαυγίτες χωρίς κοινωνική επιφάνεια, δύο λαϊκά παιδιά χωρίς επαγγελματικές περγαμηνές, αντιμετωπίστηκαν από τον ελληνικό προοδευτισμό διά της σιωπής, έπρεπε να παραδοθούν στη λήθη. Με τον ίδιο τρόπο αντιμετωπίστηκαν και οι δολοφονημένοι της Marfin: οι ένοχοι που πυρπόλησαν την τράπεζα δεν βρέθηκαν ποτέ, ποινές δεν καταλογίστηκαν σε κανέναν, ενώ ακόμα και ο ΣΥΡΙΖΑ σύρθηκε από τον Κυριάκο Μητσοτάκη να τους αποδώσει φόρο τιμής.
Ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει με την ανεξιχνίαστη δολοφονία του δημοσιογράφου Γιώργου Καραϊβάζ. Κόμματα και φορείς πιέζουν συνεχώς το κράτος να βρει τους ενόχους – και κάνουν πολύ καλά.
Το αίτημα όμως θα έπρεπε να είναι πάνδημο: η διερεύνηση, η παραπομπή και η τιμωρία όλων των δολοφόνων όλων των δολοφονιών. Δεν είναι δυνατόν να χωρίζονται όσοι έχασαν τη ζωή τους άδικα σε δικούς μας και εχθρούς. Επειδή καταστατικό χαρακτηριστικό της δημοκρατίας μας είναι ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου, η οποία, συνταγματικώς, είναι πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας.
Στη δημοκρατία, ούτε η ανθρώπινη ζωή είναι α λα καρτ ούτε το κράτος δικαίου είναι μια έννοια σχετική.