Μέσα στα «χρυσά παλάτια» και με τόσο πολυτελή ζωή ήταν γνωστή ως η «πριγκίπισσα του Ουζμπεκιστάν». Ο λόγος για την Γκουλνάρα Καρίμοβα την κοσμογυρισμένη και άλλοτε δισεκατομμυριούχο θυγατέρα του Ουζμπέκου προέδρου Ισλάμ Καρίμοφ, η οποία κατηγορείται ότι καταχράστηκε εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια από την πρώην σοβιετική χώρα και δωροδοκούσε συστηματικά στελέχη επιχειρήσεων και κυβερνητικούς αξιωματούχους σε όλον τον κόσμο. Μεταξύ των κατηγοριών που τη βαραίνουν, και εκείνη του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος μέσω μιας σειράς εταιρειών και τραπεζικών λογαριασμών στην Ελβετία.
Σύμφωνα με τους Financial Times, εδώ και πολλά χρόνια, μια περιουσία ύψους 840 εκατομμυρίων δολαρίων που συγκέντρωσε η Καρίμοβα, «αραχνιάζει» στα θησαυροφυλάκια των ελβετικών τραπεζών – παγωμένη με κυβερνητική εντολή.
Η Γκουλνάρα Καρίμοβα, επί χρόνια ταξίδευε ανά τον κόσμο ως πρέσβειρα του ΟΗΕ (χαίροντας διπλωματικής ασυλίας) και συγχρωτιζόταν με πάσης φύσεως διασημότητες, προωθώντας τα δικά της εμπορικά σήματα μόδας. Σήμερα, όμως, είναι έγκλειστη σε φυλακή της Τασκένδης (από το 2019), πρωτεύουσας του Ουζμπεκιστάν, έχοντας καταδικαστεί για υπεξαίρεση, ενώ από τον Σεπτέμβριο διώκεται στην Ελβετία για διεύθυνση ενός διεθνούς εγκληματικού συνδικάτου.
Πλέον, μετά τον νομικό πόλεμο που διεξάγεται στα πολιτικά δικαστήρια σε όλη την Ελβετία εδώ και χρόνια, μπορεί σύντομα να αποσαφηνιστεί ποιος θα πρέπει να κατέχει τα 840 εκατ. δολάρια. Θα είναι άραγε οι κυβερνήσεις της Ελβετίας και του Ουζμπεκιστάν, οι πιστωτές μιας μεγάλης εταιρείας επενδύσεων που ονομάζεται Zeromax ή η ίδια η 51χρονη Καρίμοβα. Στο δικαστήριο που αναμένεται το προσεχές διάστημα, αναμένεται να βγουν κρίσιμα στοιχεία στο φως και πιο συγκεκριμένα σχετικά με το πού και πώς δημιουργήθηκε αυτός ο πλούτος, αλλά και το πού πρέπει να πάει.
Το κατηγορητήριο
Ήδη, το κατηγορητήριο έχει προκαλέσει νέες νομικές ενέργειες από το στρατόπεδο της Zeromax, η οποία κατέρρευσε το 2010, αφήνοντας χρέη 4,6 δισ. δολαρίων. Τότε ήταν η δεύτερη μεγαλύτερη χρεοκοπία στην Ελβετία, ενώ πριν από αυτό, ήταν ο μεγαλύτερος επενδυτής και εργοδότης στο Ουζμπεκιστάν — και ευρέως πιστεύεται ότι ήταν η βιτρίνα της Καρίμοβα.
Επιπλέον, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, η 51χρονη ηγείτο μιας εγκληματικής οργάνωσης γνωστής ως «Το Γραφείο», που είχε στη δούλεψή της δεκάδες άτομα, ενώ έλεγχε περισσότερες από 100 εταιρείες –όλες με φαινομενικά νόμιμα επιχειρηματικά συμφέροντα–, οι οποίες εργάζονταν εν κρυπτώ και απόλυτα συντονισμένα με στόχο την απόκρυψη των όποιων παράνομων κερδών και τον πλουτισμό των μελών του εγκληματικής οργάνωσης.
Οι πιστωτές της εταιρείας – μια ομάδα που κυμαίνεται από αστέρια του ποδοσφαίρου της Βραζιλίας, μέχρι τεχνίτες στο Μέλανα Δρυμό της Γερμανίας – λένε ότι τα χρήματά θα πρέπει να πάνε σ’ αυτούς ώς αποζημίωση. Οι ίδιοι κάνουν λόγο για μια πολυετή ίντριγκα της ελβετικής κυβέρνησης για να διαστρεβλώσει τη δικαιοσύνη και να υπονομεύσει τον ισχυρισμό τους. Η Βέρνη προσπάθησε να αφαιρέσει την περιουσία της Καρίμοβα και να την στείλει πίσω στην Τασκένδη, με αντάλλαγμα διπλωματικές χάρες από την τρέχουσα κυβέρνηση του Ουζμπεκιστάν, λένε.
Από την πλευρά του, το Ομοσπονδιακό Υπουργείο Οικονομικών της Ελβετίας, κατά του οποίου κατατέθηκε η αξίωση, σημειώνει πως «οι κατηγορίες δεν έχουν καμία απολύτως βάση».
Δηλώνει αθώα
Στο μεταξύ, η ίδια η Καρίμοβα, φωνάζει για την αθωότητά της, τόσο όσον αφορά τη Zeromax όσο και για τις ευρύτερες κατηγορίες εις βάρος της που μιλούν για δωροδοκία. «Αμφισβητεί όλες τις κατηγορίες και θα αγωνιστεί για την αθώωσή της», λέει ο δικηγόρος της, Grégoire Mangeat, με έδρα τη Γενεύη. Τα χρήματα που εξακολουθούν να είναι παγωμένα στις ελβετικές τράπεζες είναι δικά της με νόμιμα μέσα, υποστηρίζει.
Επί χρόνια η Καρίμοβα βρισκόταν στο απυρόβλητο στην Ελβετία χάρη στη διπλωματική ασυλία που έχαιρε, στο πλαίσιο των διάφορων θέσεων που κατείχε στα γραφεία του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών στη Γενεύη. Ωστόσο, μετά την επιδείνωση της υγείας και τον θάνατο του πατέρα της, Ισλάμ Καρίμοφ –ο οποίος κυβέρνησε αυταρχικά το Ουζμπεκιστάν από το 1991 έως το 2016–, απώλεσε την ισχυρή πολιτική προστασία της.
Το 2014, καθώς η εξουσία άλλαζε χέρια στην Τασκένδη, τέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό και το 2017 καταδικάστηκε στο Ουζμπεκιστάν για υπεξαίρεση. Οι δικηγόροι της υποστηρίζουν πως έκτοτε έχει υποβληθεί σε βασανιστήρια, ενώ στερείται βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Την ίδια ώρα, Ελβετοί εισαγγελείς υποστηρίζουν ότι το «Γραφείο» άρχισε να λειτουργεί στην Ελβετία το 2005, με στόχο τη διευκόλυνση της φυγάδευσης και του ξεπλύματος πολλών εκατομμυρίων βρώμικου χρήματος. Αρχική και κύρια πηγή των κερδών της εγκληματικής οργάνωσης φέρεται ότι ήταν μίζες που κατέβαλλαν Δυτικές εταιρείες τηλεπικοινωνιών για την ανάπτυξη του δικτύου επικοινωνιών του Ουζμπεκιστάν στις αρχές της δεκαετίας του 2000.
Σταδιακά, όπως επισημαίνεται, το «Γραφείο» άρχισε να επεκτείνει τις παράνομες και άκρως επικερδείς δραστηριότητές του. Σε ένα διπλωματικό τηλεγράφημα του 2010 που διέρρευσε, το υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ χαρακτήριζε την Καρίμοβα «βαρώνο των ληστών», σημειώνοντας ότι είχε καταφέρει «να αποκτήσει ένα μέρος από σχεδόν κάθε επικερδή επιχείρηση», εκμεταλλευόμενη τη θέση και την ισχύ του πατέρα της. Τον προηγούμενο μήνα η υπηρεσία δίωξης σοβαρών οικονομικών εγκλημάτων της Βρετανίας ανακοίνωσε ότι δέσμευσε τρία ακίνητα συνολικής αξίας άνω των 20 εκατ. στερλινών, που ανήκαν στην Καρίμοβα.