Σε δυσθεώρητα επίπεδα παραμένει η διαφορά μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία, όπως αποτυπώνεται σε νέα δημοσκόπηση που ήρθε σήμερα στο φως της δημοσιότητας, παρά τη συνεχιζόμενη δυσφορία για πολιτικές της κυβέρνησης, με μεγαλύτερη αιχμή την ακρίβεια.
Σύμφωνα με τα ευρήματα της δημοσκόπησης της MRB για λογαριασμό του τηλεοπτικού σταθμού «Open», στην πρόθεση ψήφου η ΝΔ συγκεντρώνει 30,1%, ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ 12%, το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ 11%, το ΚΚΕ 7,6%, η Ελληνική Λύση 6,1%, η Πλεύση Ελευθερίας 3%, η Νίκη 2,7%, το ΜέΡΑ25 2,5% και οι Σπαρτιάτες 2%, ενώ, στο 20,8%, είναι η αδιευκρίνιστη ψήφος.
Τα ποσοστά των κομμάτων εμφανίζονται ως εξής στην αναγωγή επί του συνόλου:
ΝΔ: 38%
ΣΥΡΙΖΑ: 15,2%
ΠΑΣΟΚ: 13,9%
ΚΚΕ: 9,6%
Ελληνική Λύση: 7,7%
Πλεύση Ελευθερίας 3,8%
Κόμμα Νίκη: 3,4%
ΜέΡΑ25: 3,2%
Σπαρτιάτες: 2,5%
Άλλο κόμμα 2,7%
Ως καταλληλότερος για πρωθυπουργός εμφανίζεται ο Κυριάκος Μητσοτάκης με 38,1% και ακολουθούν ο Στέφανος Κασσελάκης με 8,2%, ο Νίκος Ανδρουλάκης με 7,4%, ο Κυριάκος Βελόπουλος με 6,4%, ο Δημήτρης Κουτσούμπας με 5,1% και η Ζωή Κωνσταντοπούλου με 4%.
Τα εν λόγω ευρήματα επιβεβαιώνουν όσα παρουσιάστηκαν και στις προηγούμενες -πρόσφατες- δημοσκοπήσεις που παρουσιάζουν ανάλογες μεγάλες διαφορές μεταξύ του κυβερνώντος κόμματος και των κομμάτων της αντιπολίτευσης. Ένα γεγονός, που ειδικά στον ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία προβληματίζει, καθώς, μετά την εκλογή νέου αρχηγού, δεν έχει καταφέρει δημοσκοπική άνοδο αλλά αντιθέτως, είδε τα ποσοστά του να καταποντίζονται.
Όμως, φυσικά, και στο ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ δεν μπορούν να είναι ευχαριστημένοι, καθώς δεν κατάφεραν να επωφεληθούν ποσοστιαία από την αναμπουμπούλα στον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ με την εκλογή νέου προέδρου ή την κυβερνητική φθορά που είναι μεγάλη εξαιτίας των φυσικών καταστροφών και του τομέα της οικονομίας.
Η ΝΔ σε όλες τις δημοσκοπήσεις διακρίνεται να χάνει ποσοστά, από 8% έως 10% στην πρόθεση ψήφου, χωρίς, όμως, να το έχει καρπωθεί κάποιο -μεγάλο- κόμμα αυτό το ποσοστό.
Δεν κλείνει η ψαλίδα ΝΔ και κοινωνίας
Σημαντικά ευρήματα παρουσιάζονται στην αξιολόγηση της κυβέρνησης από τους πολίτες, με τη δυσαρέσκεια να παραμένει σε υψηλά επίπεδα.
Στη δημοσκόπηση της MRB το 61,5% απαντά πως το υπουργικό συμβούλιο της ΝΔ μετά τις εκλογές είναι χειρότερο από το υπουργικό συμβούλιο που υπήρχε μέχρι τις εκλογές του Μαΐου. Μόλις το 29,5% απαντά πως είναι το ίδιο καλό ή καλύτερο.
Το 63,9% αξιολογεί αρνητικά την πορεία της κυβέρνησης, ενώ το 33,3% την αξιολογεί θετικά.
Αντίστοιχα, σε δημοσκόπηση της ίδιας εταιρείας που δημοσιεύτηκε στα τέλη Σεπτεμβρίου, το 63,8% αξιολογούσε αρνητικά τις επιδόσεις της κυβέρνησης από την εκλογή της έως σήμερα, ενώ το 32,2% αξιολογούσε θετικά τα κυβερνητικά πεπραγμένα, γεγονός που δείχνει μια παγίωση στα αρνητικά συναισθήματα των πολιτών.
Η ακρίβεια το σημαντικότερο πρόβλημα
Στη δημοσκόπηση της Metron Analysis για το «Mega», η ακρίβεια είναι παρουσιάστηκε ως το σημαντικότερο πρόβλημα καθώς την αναφέρει το 36%, με την οικονομία να ακολουθεί με 23% ενώ τους πολιτικούς και το πολιτικό σύστημα αναφέρει το 5%.
Αντίστοιχα και στη δημοσκόπηση της MRB η ακρίβεια κρίνεται ως το σημαντικότερο πρόβλημα. Το 52,2% κρίνει την ακρίβεια ως το σημαντικότερο πρόβλημα και την οικονομική ανάπτυξη της χώρας το 25,4%. Ακολουθεί η υγεία και το ύψος των εισοδημάτων.
Κυριαρχεί η απαισιοδοξία
Απαισιοδοξία κυριαρχεί και στον δείκτη οικονομικής εμπιστοσύνης, που μετρά τον μέσο όρο του ισοζυγίου της αξιολόγησης της οικονομικής κατάστασης της χώρας (θετικές γνώμες – αρνητικές γνώμες) και το ισοζύγιο της πρόβλεψης για την οικονομία (θα καλυτερέψει – θα χειροτερέψει). Το -45% δείχνει ακριβώς ότι η απαισιοδοξία είναι το βασικό συναίσθημα των πολιτών, σύμφωνα με τη δημοσκόπηση της Metron Analysis.
Αντίστοιχα στη δημοσκόπηση της MRB, το 56,3% των ερωτηθέντων κρίνει ότι τα πράγματα στη χώρα πάνε αρκετά ή πολύ κακά, το 26,2% λέει πως δεν πάνε ούτε καλά ούτε άσχημα, ενώ, μόλις το 16,6% λέει πως τα πράγματα πάνε πολύ ή αρκετά καλά.
Στη δημοσκόπηση της Metron Analysis, αρνητικές γνώμες έχουν για την εγκληματικότητα (70%), για την αντιμετώπιση του πληθωρισμού (69%), για την αντιμετώπιση της διαφθοράς (70%) και για την αντιμετώπιση των φυσικών καταστροφών (74% με μόλις 14% να θεωρεί ότι τα πήγε καλά).
Όσον αφορά τη δημοσκόπηση της Pulse, σε 86% των ερωτηθέντων, η ακρίβεια και οι αυξήσεις των τιμών τους απασχολούν πολύ (63%) και αρκετά (23%). Το 9% απαντά «μέτρια», ενώ, μόλις 2% απαντά ότι η ακρίβεια τον απασχολεί «λίγο».
Απαντώντας σε ποια από τις κατηγορίες εξόδων της οικογένειας προβληματίζονται οι πολίτες σήμερα περισσότερο, το 46% απαντά τα τρόφιμα, το 23% το ηλεκτρικό ρεύμα, το 17% για το φυσικό αέριο ή το πετρέλαιο για θέρμανση, το 9% για τα καύσιμα.
Δυσαρεστημένοι με τους χειρισμούς στο Παλαιστινιακό
Ένα ακόμη ενδιαφέρον στοιχείο που παρουσιάστηκε στη δημοσκόπηση της MRB έχει να κάνει με την αξιολόγηση των πολιτών στους χειρισμούς του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στην κρίση Ισραήλ και Παλαιστίνης.
Το 46,3% των ερωτηθέντων απάντησε πως κρίνει τους χειρισμούς ως «σίγουρα αρνητικούς» (25%) ή «μάλλον αρνητικούς» (21,3%). Από την άλλη πλευρά 34,8% κρίνει τους χειρισμούς του Κυριάκου Μητσοτάκη ως «σίγουρα θετικούς» (10,3%) και «μάλλον θετικούς» (24,5%). Σχεδόν 19% δηλώνει «δεν ξέρω/δεν απαντώ».
Έρευνα κόλαφος της ΓΣΕΕ για τις επιπτώσεις της ακρίβειας
Τις επιπτώσεις της ακρίβειας στο βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων και, ειδικότερα, στη μείωση της κατανάλωσης βασικών ειδών διατροφής, την πορεία εξέλιξης των αμοιβών και του χρόνου εργασίας των εργαζομένων, καθώς και την άποψή τους για την αποτελεσματικότερη προστασία των εργασιακών δικαιωμάτων τους, παρουσιάζει η ειδική θεματική έρευνα κοινής γνώμης, που έδωσαν στη δημοσιότητα η ΓΣΕΕ και το Ινστιτούτο Εργασίας.
Η έρευνα υλοποιείται σε συνεργασία με την εταιρεία Alco και απευθύνεται σε εργαζόμενους ιδιωτικού τομέα για την καταγραφή, τη μέτρηση και την αποτίμηση δεικτών σχετικά με την αγορά εργασίας.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας το 90% των εργαζομένων δηλώνει ότι έχει μειώσει την κατανάλωση βασικών αγαθών, εξαιτίας της ακρίβειας. «Πολύ» απαντά το 18%, «αρκετά» το 51% και «λίγο» το 21%. Αντίστοιχα, το 16% δηλώνει «καθόλου». Η κλιμάκωση της μείωσης της κατανάλωσης διαφοροποιείται στις κατηγορίες βασικών αγαθών «ψύξη-θέρμανση», «ψαρικά», «κρέας», «γαλακτοκομικά», «φρούτα – λαχανικά».
Το χαμηλό επίπεδο των διαθέσιμων εισοδημάτων των εργαζομένων αναδεικνύεται από το γεγονός ότι το 30% δηλώνει ότι δεν διαθέτει αποταμιεύσεις και, παράλληλα, ένα 37% αναγκάζεται να χρησιμοποιήσει τις αποταμιεύσεις του, για να καλύψει τις τρέχουσες ανάγκες αγοράς βασικών αγαθών.
Ως προς το αποτελεσματικότερο μέσο για την προστασία του βιοτικού επιπέδου, το 43% δηλώνει ότι είναι η αύξηση των μισθών, το 33% η μείωση του ΦΠΑ και των φόρων κατανάλωσης, το 24% ο έλεγχος τιμών. Η επιλογή «επιδόματα» δεν επιλέχθηκε από κανέναν ερωτώμενο (0%).
Το 48% δεν αμείβεται για τις υπερωρίες
Την ίδια ώρα, το 64% των εργαζομένων σημειώνει ότι δεν έλαβε καμία αύξηση στον μισθό του κατά το έτος 2023 και το 34% επισημαίνει ότι έλαβε κάποια αύξηση. Εκτιμάται ότι η μεγάλη πλειονότητα αυτών που δήλωσαν ότι έλαβαν κάποια αύξηση, είναι αυτοί που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό, ο οποίος αυξήθηκε κατά το έτος 2023.
Το 52% θεωρεί ότι δεν θα λάβει κάποια αύξηση στον μισθό του, μετά την απόφαση για το «ξεπάγωμα» των τριετιών και το 26% θεωρεί ότι θα λάβει. Το γεγονός ότι το 22% επιλέγει την απάντηση «δεν γνωρίζω» καταδεικνύει τη σύγχυση που επικρατεί στους εργαζόμενους σχετικά με το συγκεκριμένο ζήτημα.
«Είναι αναγκαίο να υλοποιηθεί άμεσα ένα μείγμα παρεμβάσεων αύξησης των μισθών και ενίσχυσης των εργασιακών δικαιωμάτων»
Το 72% δηλώνει ότι δεν εργάζεται παραπάνω από το κανονικό ωράριό του, ενώ το 24% δηλώνει ότι εργάζεται παραπάνω.
Το 48% αυτών που αναφέρουν ότι εργάζονται παραπάνω από το κανονικό ωράριό τους δηλώνει ότι δεν αμείβεται για τις υπερωρίες του.
Τέλος, η συντριπτική πλειονότητα των εργαζομένων, με ποσοστό 81%, θεωρεί ότι τα εργασιακά δικαιώματα προστατεύονται καλύτερα με τη σύναψη Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας έναντι του 9% που επιλέγει την ατομική διαπραγμάτευση.
«Η ελληνική οικονομία και κοινωνία, μετά την πολυετή λιτότητα, βρίσκεται μπροστά σε ένα «κύμα» ακρίβειας σε βασικά αγαθά και υπηρεσίες και στασιμότητας των εισοδημάτων, που απειλεί την αγοραστική δύναμη και το βιοτικό επίπεδο πολλών εργαζόμενων νοικοκυριών. Είναι αναγκαίο να υλοποιηθεί άμεσα ένα μείγμα παρεμβάσεων αύξησης των μισθών και ενίσχυσης των εργασιακών δικαιωμάτων, έτσι ώστε να προστατευτεί στον μέγιστο δυνατό βαθμό το βιοτικό επίπεδο μισθωτών και, κυρίως, των χαμηλότερα αμειβόμενων», τονίζει η ΓΣΕΕ.
Και καταλήγει υπογραμμίζοντας πως «η ενίσχυση των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας και της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, μέσω του δικαιώματος της ΓΣΕΕ και των εργοδοτικών οργανώσεων να καθορίζουν τον κατώτατο μισθό, είναι επιτακτική».