Τα αυτοάνοσα δερματικά νοσήματα – όπως είναι η ψωρίαση, η λεύκη και η γυροειδής αλωπεκία – ταλαιπωρούν τους ασθενείς, διαταράσσουν την καθημερινότητά τους, επιβαρύνουν την ψυχολογία τους και εν τέλει επεμβαίνουν στην ποιότητα ζωής τους. Κάθε άλλο παρά σπάνια, δε, οι πάσχοντες βιώνουν το στίγμα και οδηγούνται συχνά σε απομονωτισμό έως και σε κατάθλιψη.

Η Ελληνική Δερματολογική και Αφροδισιολογική Εταιρεία (ΕΔΑΕ), αναγνωρίζοντας το κενό στην ενημέρωση και ευαισθητοποίηση του κοινού αλλά και τις ιδιαίτερες ανάγκες των πασχόντων, διεξήγαγε σχετική καμπάνια στοχεύοντας μεταξύ άλλων στην αποστιγματοποίηση των παθήσεων αυτών.

Στο πλαίσιο αυτό οι ειδικοί της Εταιρείας δίνουν χρήσιμες πληροφορίες για τα πιο γνωστά αυτοάνοσα – αυτοφλεγμονώδη δερματικά νοσήματα αλλά και τις νέες θεραπείες.

«Η έγκαιρη διάγνωση από δερματολόγο, και κατά συνέπεια η συστηματική έναρξη θεραπείας, μπορεί να ελέγξει τα νοσήματα αυτά και τα συμπτώματά τους παρέχοντας μια σημαντικά βελτιωμένη καθημερινότητα, καλύτερη ψυχολογία και ποιότητα ζωής όσων πάσχουν από αυτά» σημείωσε πρόσφατα σε σχετική εκδήλωση ο Ιωάννης Μπάρκης, πρόεδρος της ΕΔΑΕ.

Και έστειλε ένα αισιόδοξο μήνυμα, αναφερόμενος στις «νέες πολλά υποσχόμενες θεραπείες που ήρθαν ή που αναμένουμε μέσα στα επόμενα χρόνια και προσθέτουν στη φαρέτρα των δερματολόγων ακόμα περισσότερα όπλα για να αντιμετωπίσουν τα συγκεκριμένα νοσήματα με μακροπρόθεσμα και καλύτερα αποτελέσματα, και κυρίως με ασφάλεια».

Ψωρίαση

Υπολογίζεται ότι η ψωρίαση αφορά το 2% έως 2,5% του ελληνικού πληθυσμού, περισσότεροι δηλαδή από 200.000 συνάνθρωποί μας ζουν με αυτήν, ενώ παρουσιάζεται εξίσου και στα δύο φύλα. Μπορεί να εμφανιστεί σε όλες τις ηλικίες, αλλά είναι πιο σπάνια στην παιδική ηλικία και πιο συχνή στους ενηλίκους.

Η κληρονομικότητα παίζει ρόλο στην εμφάνιση της ψωρίασης, αν και τα παιδιά ενός γονιού με ψωρίαση μπορεί να μην την εμφανίσουν ποτέ. Επιπρόσθετα, έως και το 30% των ασθενών με ψωρίαση μπορεί να αναπτύξουν ψωριασική αρθρίτιδα.

Η ψωρίαση κατά πλάκας είναι ο πιο συχνός τύπος ψωρίασης, με σχεδόν το 80% των ασθενών να αναπτύσσουν τη συγκεκριμένη νόσο.

Πιο συγκεκριμένα, εμφανίζεται με τη μορφή ερυθηματωδών πλακών που καλύπτονται από χαρακτηριστικά αργυρόχρωμα λέπια και οι συχνότερες θέσεις εντόπισης των ανωτέρω βλαβών είναι οι αγκώνες, τα γόνατα και το τριχωτό της κεφαλής.

Οι χαρακτηριστικές αυτές βλάβες του δέρματος αποτελούν μια δυσάρεστη εικόνα και έχουν σημαντικά αρνητική επίδραση στην ψυχολογία των ασθενών.

Είναι ενδεικτικό πως σύμφωνα με μελέτες σχεδόν έξι στους δέκα ασθενείς έχουν πρόβλημα με την ερωτική τους ζωή λόγω της ψωρίασης, ενώ ο ένας στους τρεις αισθάνεται ότι οι άλλοι τον αποφεύγουν στη διάρκεια περιόδων έξαρσης της νόσου.

Σχεδόν όλοι, εξάλλου, έρχονται συστηματικά αντιμέτωποι με την άγνοια του κόσμου. Η ήπια ψωρίαση αντιμετωπίζεται κυρίως με τοπικά σκευάσματα (τοπικά ανάλογα βιταμίνης D, κορτικοστεροειδή), ενώ για τη μέτρια και σοβαρή ψωρίαση ενδείκνυνται οι συστηματικές θεραπείες. Η θεραπευτική φαρέτρα της ψωρίασης έχει εμπλουτιστεί τα τελευταία χρόνια με την εμφάνιση νέων στοχευμένων θεραπειών, των βιολογικών παραγόντων, καθώς και νέων μικρών μορίων.

«Οι θεραπείες αυτές παρουσιάζουν μακροχρόνια αποτελεσματικότητα και σταθερό προφίλ ασφάλειας, ενώ βασικό τους πλεονέκτημα είναι ο έλεγχος της ψωρίασης και των συννοσηροτήτων που σχετίζονται με αυτήν» εξηγούν οι ειδικοί.

Ατοπική δερματίτιδα

Πρόσφατες επιδημιολογικές έρευνες προσδιορίζουν την ατοπική δερματίτιδα κοντά στο 3% των δερματοπαθειών και στο 20%-25% των παιδιών ηλικίας μέχρι 4 ετών. Συνήθως στο 50% των περιπτώσεων η ατοπική δερματίτιδα υποχωρεί μέχρι το 5ο έτος της ζωής, στο 90% κατά την εφηβεία και στο υπόλοιπο ποσοστό εμφανίζεται κατά τη διάρκεια της υπόλοιπης ζωής. Εντούτοις, καταγράφεται τις τελευταίες δεκαετίες αύξηση της συχνότητάς της στις μεγαλύτερες ηλικίες.

Η νόσος χαρακτηρίζεται από έντονο κνησμό με ή χωρίς εξάνθημα και από εξάρσεις και υφέσεις. Το εξάνθημα, όταν υπάρχει, εντοπίζεται κυρίως στο πρόσωπο, στον λαιμό και στις κοιλότητες των αγκώνων και των γονάτων. Είναι δυνατόν όμως να καλύπτει και όλη την επιφάνεια του σώματος.

Αναφορικά με τη θεραπεία, η σύγχρονη αντιμετώπιση της νόσου περιλαμβάνει την τοπική και συστηματική αγωγή, καθώς και τα γενικά μέτρα, τα οποία πρέπει να ληφθούν, καθώς έχουν εντοπιστεί ορισμένοι επιβαρυντικοί παράγοντες που προκαλούν ή επιδεινώνουν τη νόσο – όπως λοιμώξεις, τροφές, κλιματικές συνθήκες, ρουχισμός, ουσίες από το περιβάλλον, διάφορα φάρμακα και ψυχική υπερένταση.

Η ουσιαστική όμως αλλαγή στη θεραπευτική αντιμετώπιση της νόσου, όπως σημειώνουν οι ειδικοί, «ξεκίνησε με την καλύτερη γνώση της αιτιοπαθογένειάς της και με την ανακάλυψη των βιολογικών παραγόντων, τα οποία είναι μονοκλωνικά αντισώματα που δεσμεύουν συγκεκριμένες κυτταροκίνες που συμμετέχουν στην αιτιοπαθογένεια της ατοπικής δερματίτιδας». Και συνεχίζουν: «Επίσης, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν, εκτός από τους βιολογικούς παράγοντες, και μικρά μόρια που βρίσκονται σε ερευνητικό στάδιο ή ήδη κυκλοφορούν και στη χώρα μας μετά από ειδική διαδικασία, όπως οι αναστολείς των JAK κινασών, οι οποίοι ανακουφίζουν πολύ γρήγορα από τον κνησμό».

Γυροειδής αλωπεκία

Η γυροειδής αλωπεκία προκαλεί απώλεια μαλλιών. Οι περισσότεροι άνθρωποι χάνουν τρίχες στο τριχωτό της κεφαλής ή στην περιοχή της γενειάδας τους, αλλά ουσιαστικά η απώλεια τριχών μπορεί να συμβεί οπουδήποτε στο σώμα. Πρόκειται ουσιαστικά για αυτοάνοσο (αυτοφλεγμονώδες) νόσημα, για το οποίο συχνά υπάρχει και γονιδιακή προδιάθεση. Αυτά τα νοσήματα εμφανίζονται όταν το ανοσοποιητικό σύστημα θεωρεί ένα μέρος του σώματος ξένο και του επιτίθεται. Συγκεκριμένα στη γυροειδή αλωπεκία, το ανοσοποιητικό μας σύστημα επιτίθεται για άγνωστους λόγους στους θύλακες των τριχών, από όπου αναπτύσσονται οι τρίχες.

Συνήθως η νόσος ξεκινά στην παιδική ηλικία ή στη νεαρή ενήλικο ζωή, αλλά μπορεί να εμφανιστεί και σε οποιαδήποτε άλλη ηλικιακή ομάδα. Επίσης, άτομα όλων των φύλων και των φυλών μπορεί να εμφανίσουν γυροειδή αλωπεκία. Είναι αξιοσημείωτο, δε, πως περίπου το 10% έως 20% των ανθρώπων που έχουν γυροειδή αλωπεκία βλέπει αλλαγές στα νύχια του. Τα θαμπά, τραχιά νύχια, με μικροσκοπικά βαθουλώματα, η λεγόμενη τραχυονυχία, είναι η πιο συνηθισμένη εικόνα.

Οι επιστήμονες αναφέρουν πάντως πως παρότι στο παρελθόν τα θεραπευτικά μέσα που διαθέταμε είχαν φτωχά αποτελέσματα, «σήμερα έχουμε στη διάθεσή μας φάρμακα με πολύ υψηλές αποδόσεις, ακόμα και για εκτεταμένες, σοβαρές μορφές της νόσου».

Λεύκη

Η λεύκη είναι ένα επίκτητο αυτοάνοσο δερματικό νόσημα που εκδηλώνεται με την εμφάνιση λευκών κηλίδων στο δέρμα. Πέρα από την αλλαγή στο χρώμα, το δέρμα παραμένει φυσιολογικό στη σύσταση και την υφή του. Προσβάλλει εξίσου και τα δύο φύλα και η συχνότητά της υπολογίζεται στο 1%-2% του γενικού πληθυσμού. Συνήθως εμφανίζεται σε άτομα από 5 έως 30 ετών, αλλά μπορεί να εμφανιστεί και σε μεγαλύτερα ή νεότερα άτομα. Εμφανίζει κληρονομικό υπόβαθρο σε κάποιον βαθμό, καθώς το 20%-30% των ασθενών αναφέρουν προσβολή από τη νόσο και άλλου μέλους της οικογένειάς τους.

Εως σήμερα θεραπευτική αγωγή που να οδηγεί σε ίαση της νόσου σε όλους τους ασθενείς δεν υπάρχει. Με τις υπάρχουσες αγωγές, οι ασθενείς επιτυγχάνουν την αποκατάσταση του χρώματος των βλαβών σε ικανοποιητικό ποσοστό, αλλά η λεύκη μπορεί να επανεμφανιστεί είτε στα ίδια είτε σε άλλα σημεία του σώματος. Τα καλά νέα όμως είναι ότι τους επόμενους μήνες το «οπλοστάσιο» των δερματολόγων θα ενισχυθεί με μία ακόμα πολλά υποσχόμενη θεραπευτική επιλογή. «Επιπλέον, πολλοί νέοι παράγοντες βρίσκονται σε ερευνητικό στάδιο και, συνεπώς, τα επόμενα ένα-δύο έτη θα έχουμε στα χέρια μας και άλλα φάρμακα για την αντιμετώπιση της νόσου».