Το ζήτημα της ανάπλασης του κέντρου της Αθήνας με την πολυδιαφημισμένη παρέμβαση του «Μεγάλου Περιπάτου» και την πεζοδρόμηση της Βασιλίσσης Ολγας ή της Πανεπιστημίου, που στην πορεία άλλαξε, απασχόλησαν τους πολίτες και τους επισκέπτες της πρωτεύουσας επί μακρόν, με την «κόντρα» να φουντώνει ιδίως στην αρένα των social media. Η όψη της πόλης και η ζωή των κατοίκων της αναστατώθηκε και κάπου εκεί έρχονται να αλλάξουν και πάλι τα δεδομένα, καθώς το μέλλον της Βασιλίσσης Ολγας παραμένει έωλο.
Κατά τη διάρκεια της τηλεμαχίας των υποψήφιων δημάρχων Αθηναίων, ο νεοεκλεγείς Χάρης Δούκας δεσμεύτηκε ότι θα ανοίξει η Βασιλίσσης Ολγας, επαναλαμβάνοντας την υπόσχεση και στις πρώτες του δηλώσεις μετά την εκλογή. Στον αντίποδα, ο απερχόμενος Κώστας Μπακογιάννης υπεραμύνθηκε της απόφασής του, σημειώνοντας πως δεν ήταν «καπρίτσιο» και όλα έγιναν βάσει μελετών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου.
«ΤΑ ΝΕΑ» κλείνουν σήμερα τον διάλογο που άνοιξαν στην αρχή της εβδομάδας με τοποθετήσεις ειδικών για το αν ο κεντρικότατος οδικός άξονας των μόλις 500 μέτρων που πεζοδρομήθηκε πρέπει να δοθεί ξανά στην κυκλοφορία ή να παραμείνει ως έχει.
«Θα μπορούσε να ανοίξει μερικώς»
Σύμφωνα με τον καθηγητή και πρόεδρο του Τμήματος Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Πανεπιστημίου Πατρών Γιάννη Αίσωπο, η Βασιλίσσης Ολγας θα μπορούσε να ανοίξει μερικώς ως δρόμος ήπιας κυκλοφορίας – όπως είναι και η πρόταση Δούκα. «Το πρόβλημα όλων αυτών των πεζοδρομήσεων που έκανε ο απερχόμενος δήμαρχος ήταν ότι δεν είχαν αρχιτεκτονική, δηλαδή ήταν ουσιαστικά λειτουργικά έργα που έλεγαν “εδώ θα γίνει πεζόδρομος, εδώ ποδηλατόδρομος”, αλλά δεν είχαν αρχιτεκτονική πίσω τους, κάτι για να μπορέσει ένα έργο να το οικειοποιηθεί και να το αγαπήσει ο πολίτης. Υπήρχε μια απόσταση και δεν μπόρεσαν να λειτουργήσουν για τον σκοπό για τον οποίο ουσιαστικά δημιουργήθηκαν» τονίζει χαρακτηριστικά.
«Εγώ είχα πει ότι θα μπορούσε κανείς να συζητήσει την ενδεχόμενη παρουσία μιας λωρίδας κυκλοφορίας αυτοκινήτων για να μην υπάρχει και αποκοπή από τις δύο πλευρές της πόλης μέσω του έργου αυτού» αναφέρει ο Γιάννης Αίσωπος και προσθέτει πως «ήταν ένα έργο το οποίο ουσιαστικά το βαφτίσαμε πεζόδρομο και ποδηλατόδρομο, χωρίς να γίνει κάποια ουσιαστική αρχιτεκτονική παρέμβαση». Αλλωστε, ο ίδιος σημειώνει πως για να κάνεις έναν ποδηλατόδρομο χρειάζεται συνέχεια και συνέπεια. «Πρώτα τοποθετείς το δίκτυο, δίκτυο ποδηλατοδρόμων για παράδειγμα. Δεν έχει νόημα να κάνεις την προσπάθεια τμηματικά, γιατί αυτός που έχει το ποδήλατο θα έχει πρόβλημα».
«Το πρόβλημα δεν περιορίζεται στη Βασιλίσσης Ολγας»
Από την πλευρά του, ο Κωνσταντίνος Μωραΐτης, αρχιτέκτονας και ομότιμος καθηγητής στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο αναφέρει πως στην περίπτωση της Αθήνας έχουμε ένα ακόμη πολιτικό αντικείμενο προς διαπραγμάτευση: «Τη σχέση μας με ένα τοπίο που δεν παραπέμπει απλά σε θέματα φυσικής ποιότητας, αλλά συνιστά ένα από τα σημαντικότερα “πολιτισμικά τοπία-paysages culturels-cultural landscapes” της παγκόσμιας ιστορίας».
Οπως υπογραμμίζει, «ο σχεδιασμός της πόλης είναι προφανέστατα κεντρικό πολιτικό θέμα και βεβαιότατα η περιβαλλοντική της ποιότητα είναι και αυτή κεντρικό πολιτικό θέμα αφού η φυσική αειφορία δεν μπορεί να υπάρξει παρά συσχετισμένη με την πολιτική “αειφορία” των κοινωνιών». Στο πλαίσιο αυτό, χαρακτηρίζει λυπηρό πως αυτό το κεντρικό θέμα πολιτικού πρώτιστα και επιστημονικού σε δεύτερο επίπεδο διαλόγου υποβιβάζεται σε αντικείμενο κομματικής αντιπαράθεσης. «Δυστυχώς το πρόβλημα, το πολιτισμικό, πολιτιστικό και πολιτικό πρόβλημα της Αθήνας, το πρόβλημα των “οδών” διαφυγής από συγκρουσιακά θέματα δεν περιορίζεται στη Βασιλίσσης Ολγας» τονίζει χαρακτηριστικά ο Κωνσταντίνος Μωραΐτης, βάζοντας στην παραπάνω εξίσωση και άλλες περιοχές, όπως η Ακαδημία Πλάτωνος, ο Ελαιώνας και ο Κολωνός, όπου, όπως λέει, απαιτείται λύση άξια για την πόλη.
Τι θέλουν οι πολίτες
Ιδιαίτερα σημαντικά είναι και τα στοιχεία που παρέθεσε στα «ΝΕΑ» ο Διονύσης Λατινόπουλος, αναπληρωτής καθηγητής του Τμήματος Μηχανικών Χωροταξίας και Ανάπτυξης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Σύμφωνα με έρευνα του Ιδρύματος για τις παρεμβάσεις στην περιοχή του ιστορικού κέντρου της Αθήνας και την εφαρμογή αντίστοιχων ρυθμίσεων/μέτρων, ζητήθηκε η γνώμη των πολιτών ως προς τους βασικούς στόχους. Συγκεκριμένα, οι συμμετέχοντες στην έρευνα κλήθηκαν να ιεραρχήσουν τους σημαντικότερους στόχους. Οπως προκύπτει από τα αποτελέσματα, οι δύο βασικές προτεραιότητες αφορούν α) την αναβάθμιση των δημόσιων συγκοινωνιών (με τη χρήση π.χ. νέων mini buses εντός του ιστορικού κέντρου) και τη βελτίωση των υποδομών προσβασιμότητας των ΑμεΑ. Αντιστοίχως σημαντικοί, δε, φαίνεται να είναι και οι στόχοι αύξησης των ελεύθερων χώρων.
Τέλος, μεταξύ της επιλογής της δημιουργίας χώρων στάθμευσης εντός του ιστορικού κέντρου ή περιμετρικά αυτού, οι πολίτες τάχθηκαν συντριπτικά υπέρ της δεύτερης επιλογής, ενώ συγκρίνοντας τις εναλλακτικές προτάσεις που αφορούσαν τον περιορισμό της κυκλοφορίας ΙΧ εντός του ιστορικού κέντρου φαίνεται ότι προκρίνεται η επιλογή ενός μεγάλης κλίμακας περιορισμού της κυκλοφορίας (έναντι ενός μικρότερης κλίμακας).