Μια σειρά από γεγονότα των τελευταίων ημερών συνιστούν όχι απλώς ανατροπές, αλλά βόμβες στα θεμέλια της δημοκρατίας, σε διεθνές και ελληνικό επίπεδο.
Βόμβα πρώτη: η ήττα του ανθρωπισμού. Συμπληρώθηκαν 21 ημέρες σφαγών στη Μέση Ανατολή και 611 ημέρες πολέμου στην Ουκρανία – έτσι μετράμε πια τον χρόνο στη συγκεκριμένη φάση του τρομερού 21ου αιώνα –, χωρίς την παραμικρή προοπτική επίλυσης ή έστω εκεχειρίας. Τον πόλεμο στην Ουκρανία – κάκιστα αλλά από τη δύναμη της συνήθειας – σχεδόν τον ξεχάσαμε, ο πόλεμος στα εδάφη του Ισραήλ και της Παλαιστίνης λειτουργεί ως νέος, ακόμα πιο καθαρός, καθρέφτης μπροστά στα μάτια της ανθρωπότητας. Τυφλή βία: τουλάχιστον 7.000 νεκροί ως τώρα, από τους οποίους πάνω από 2.500 παιδιά. Αναζήτηση «πολιτικού» αποτελέσματος με πλήρη αδιαφορία για τη μοίρα των λαών: η Χαμάς ήξερε ότι το χτύπημά της θα είχε ως αποτέλεσμα να ματοκυλίσει τη Λωρίδα της Γάζας, την ευρύτερη περιοχή και, τελικά, τον κόσμο ολόκληρο, ενώ η ισραηλινή κυβέρνηση γνωρίζει ότι η «τελική έφοδος» θα καταστήσει τον πόλεμο γενικευμένο και ατελείωτο. Μικρότητα των ηγετών – όχι μόνο του διεφθαρμένου και καταστροφικού Νετανιάχου αλλά και της χορείας των «δυτικών» ηγετών που τον επισκέπτονται μόνο και μόνο γιατί «πρέπει» να τον επισκεφτούν – και αδυναμία διεθνών θεσμών και οργανισμών: εκτός κάδρου Ευρωπαϊκή Ενωση, μπλοκαρισμένες ΗΠΑ, ανήμπορες ανθρωπιστικές οργανώσεις και δικαστήρια, χαμένος στη μετάφραση ΟΗΕ – παρά τις γενναίες επισημάνσεις του γενικού γραμματέα του για «επικό πόνο» και «συλλογική τιμωρία» των αμάχων –, απουσία έγκυρης πληροφόρησης. Ενα ανθρωπιστικό δράμα, οι μαζικοί φόνοι αθώων, στο οποίο προστέθηκε ένα πολιτικό δράμα, η απώλεια της ελπίδας στη Μέση Ανατολή, εντός ενός ευρύτερου δημοκρατικού δράματος, της αδυναμίας να μπει τέλος στη βία και την καταστροφή.
Μπροστά σε τέτοιου μεγέθους γεγονός, φαίνονται σχεδόν ασήμαντες οι δύο ελληνικές – πολιτικές, ευτυχώς, και όχι στρατιωτικές – βόμβες: η αυτοκτονία τού ως χθες κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης και η επίσημη πλέον ανάδειξη της παρανομίας συμμετοχής ενός ολόκληρου κόμματος, των «Σπαρτιατών», στη Βουλή και γενικώς στην πολιτική ζωή της χώρας. Η αυτοκτονία του ΣΥΡΙΖΑ ήταν σχεδόν προδιαγεγραμμένη από τη στιγμή και με τον τρόπο που επελέγη ο νέος αρχηγός, με την ουσιαστική συμβολή, όχι μόνο υπό τη μορφή ανοχής, του προηγουμένου προέδρου του κόμματος. Υπήρξε όμως τρομακτική – υπό διπλή έννοια: και για τους εμπνευστές του εγχειρήματος και για ολόκληρο το πολιτικό σύστημα – η ταχύτητα διάλυσης, και, αντιστοίχως, ανάδειξης ενός δεδομένου που, κανονικά, δεν είχε χρεία απόδειξης: ότι η άσκηση πολιτικής χρειάζεται προσόντα και αρχές, που, αν δεν υπάρχουν, ούτε μπορούν να καλυφθούν, ούτε μπορούν να οδηγήσουν σε οτιδήποτε άλλο παρά σε αδιέξοδο. Από την άλλη, το επίσημο κατηγορητήριο της εισαγγελέως του Αρείου Πάγου εναντίον όλων των βουλευτών των «Σπαρτιατών» και του κόμματος συνολικά, αφήνει άναυδο το κοινωνικό σώμα και τη νομική κοινότητα με τη βαρύτητα και την καθαρότητά του: είναι εξαιρετικά σπάνιο όχι να ζητείται η άδεια της Βουλής για δίωξη βουλευτών, αλλά να χρησιμοποιούνται, για τη δίωξη αυτή, εκφράσεις όπως «η αλήθεια είναι» ότι οι βουλευτές «είχαν επιλεγεί» από το πρώην στέλεχος της Χρυσής Αυγής και νυν υπόδικο, ότι τον «αναγνώριζαν ως αρχηγό» και τους «καθοδηγούσε από τις φυλακές», ότι οι «Σπαρτιάτες» μπήκαν στη Βουλή «εξαπατώντας το εκλογικό σώμα» και λειτουργώντας ως «μανδύας» του συγκεκριμένου καταδικασμένου και παρεμποδισμένου να συμμετάσχει στις εκλογές προσώπου. Τέτοιες εκφράσεις και τέτοιο κατηγορητήριο, φανερώνουν την ύπαρξη ατράνταχτων στοιχείων, με προφανείς, και προφανώς σημαντικές, επιπτώσεις στο ποινικό, αλλά και στο κοινοβουλευτικό / πολιτικό επίπεδο. Αν δεν ανατραπούν άρδην τα πράγματα, το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, ως «Εκλογοδικείο», θα έχει στη διάθεσή του μια πεντακάθαρη εικόνα και για τη συμμετοχή των «Σπαρτιατών» στις τελευταίες εκλογές και για τον μόνο δρόμο δημοκρατικής ανάταξης.