Να τι έγραφε το 1946, ακριβώς την επαύριο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμο, ο Γιώργος Σεφέρης:
Τα σπίτια που είχα μου τα πήραν. Έτυχε
νά ‘ναι τα χρόνια δίσεχτα· πολέμοι χαλασμοί ξενιτεμοί…
Είναι οι εναρκτήριοι στίχοι από το ποίημα «Κίχλη» (κυκλοφόρησε το 1947). Ο Σεφέρης ήξερε για ποιο πράγμα έγραφε: πολέμοι, χαλασμοί, ξενιτεμοί υπήρξαν συλλογικές εμπειρίες για τους Ελληνες στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Ο Γεώργιος Σεφεριάδης (για να θυμηθούμε το πραγματικό του όνομα) τα είχε ζήσει όλα. Μεγαλωμένος στη Σμύρνη, περνώντας τα καλοκαίρια της παιδικής του ηλικίας στο ειδυλλιακό παραθαλάσσιο χωριό της Σκάλας του Βουρλά, ήταν μόλις 12 ετών όταν άρχισαν να μαζεύονται οι σκιές. Καθώς πλησίαζε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, πύκνωναν και οι επιθέσεις σε βάρος των ελληνικών κοινοτήτων στη δυτική Μικρά Ασία.
Η οικογένεια Σεφεριάδη εγκατέλειψε τη Σμύρνη για να βρει ασφαλές καταφύγιο στην Αθήνα λίγο πριν ξεσπάσει ο πόλεμος το 1914. Οκτώ χρόνια αργότερα η ήττα του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία το 1922 και ο εκτοπισμός όλου του ελληνικού ορθόδοξου πληθυσμού από τη νεότευκτη Δημοκρατία της Τουρκίας σήμαιναν ότι η εξορία της οικογένειας θα ήταν παντοτινή. Οπως θα έγραφε πολλά χρόνια αργότερα ο Σεφέρης σε ένα φίλο του (τρία μετά το ποίημα που παρέθεσα στην αρχή): «Θα σου φανεί . . . παράξενο . . . αν σου πω πως το γεγονός που μ’ επηρέασε το περισσότερο από όλα τα άλλα είναι η Μικρασιατική καταστροφή. . . . [Α]πό 13ών χρόνων δεν έπαψα να είμαι πρόσφυγας» ([Γ [ιώργος] Σεφέρης και Τ [ίμος] Μαλάνος, Αλληλογραφία 1935 – 1963, επιμ. Δημήτρης Δασκαλόπουλος, Αθήνα, Ολκός, 1990, 238: ΓΣ προς Μαλάνο, 13 Μαΐου 1944).
Ο Γιώργος Σεφεριάδης ήταν διπλωμάτης όταν συνέταξε το επίσημο ανακοινωθέν για να διανεμηθεί στον ξένο Τύπο στις 6 Απριλίου 1941, ημέρα κατά την οποία οι χιτλερικές δυνάμεις χτύπησαν την Ελλάδα:
Βεβαίως, γνωρίζομεν – μας το είπαν τοσάκις – ότι υπάρχει μία νέα ευρωπαϊκή τάξις. Βεβαίως, η νέα αυτή τάξις σημαίνει ότι πρέπει να δολοφονούν τον αδύνατον, ότι δύνανται να μεταχειρίζωνται τα πλέον βδελυρά ψεύδη διά να δολοφονούν τους μικρούς λαούς, ότι πρέπει συστηματικά να εξολοθρεύουν με όλα τα μέσα της συγχρόνου επιστήμης τους λαούς τους οποίους θέλουν να υποδουλώσουν.
Εμείς οι Ελληνες, συνέχιζε, είμαστε ένας λαός μικρός, αλλά με πολλές εμπειρίες. Ο πόλεμος εκείνος (Β’ Παγκόσμιος), ανέφερε, θα ήταν ένας πόλεμος απέναντι σε «ωρισμένας δυνάμεις του κακού»:
Όταν ήρχισαν αι συναθροίσεις αύται, σας εξήγησα τους ηθικούς λόγους της αποφάσεώς μας [εννοεί, την 28η Οκτ. 1940]. Οι ίδιοι λόγοι ισχύουν και σήμερον. Πιστεύομεν ότι το δίκαιον θα κατισχύση εν τέλει. [εμφάσεις επιπρόσθετες] [Γ. Σεφέρης, Χειρόγραφο Σεπ. ’41, Ικαρος, 1972, σσ. 65-6]
Τρεις ημέρες αργότερα τα γερμανικά τανκ εισέβαλαν στη Θεσσαλονίκη: το τραύμα της Κατοχής μόλις άνοιγε. Κι έτσι ξεκίνησε η δεύτερη εξορία του Γιώργου Σεφέρη. Καθώς το όνομά του βρισκόταν στη λίστα καταζητούμενων των Ναζί, μαζί με τη σύζυγό του, Μαρώ, εγκατέλειψαν τη χώρα ακολουθώντας την ελληνική κυβέρνηση και περνώντας το μεγαλύτερο τμήμα της εμπόλεμης περιόδου στο Κάιρο. Εκεί εργάστηκε ως διευθυντής του Γραφείου Τύπου για την εξόριστη κυβέρνηση. Ηταν στο τέλος αυτής της δεύτερης εξορίας όταν ο Σεφέρης έγραψε τον στίχο «Τα σπίτια που είχα μου τα πήραν».
Κατά την επιστροφή του στην Ελλάδα, τον Οκτώβριο του 1944, θέλησε να συμπυκνώσει εκείνη την εμπειρία του ξεριζωμού:
Ερχόμαστε απ’ την Αραπιά, την Αίγυπτο την Παλαιστίνη τη Συρία·
το κρατίδιο
της Κομμαγηνής πού ‘σβυσε σαν το μικρό λυχνάρι
πολλές φορές γυρίζει στο μυαλό μας,
και πολιτείες μεγάλες που έζησαν χιλιάδες χρόνια
κι έπειτα απόμειναν τόπος βοσκής για τις γκαμούζες
χωράφια για ζαχαροκάλαμα και καλαμπόκια.
[Τελευταίος σταθμός, Οκτ. 1944]
Ακόμη και τότε, με τις δυνάμεις του ναζισμού ηττημένες, ο διπλωμάτης Σεφεριάδης και οι Ελληνες της Κύπρου έμελλε να βιώσουν και μια άλλη σύγκρουση στη δεκαετία του 1950 – και παρόλο που ο ίδιος δεν έζησε για να τον δει, θα ερχόταν ένας ακόμη εκτοπισμός ελληνικού πληθυσμού το 1974. Ο Σεφέρης είχε ερωτευτεί το νησί της Κύπρου και τους ανθρώπους του κατά τη διάρκεια δύο μεγάλων επισκέψεών τους εκεί με τη Μαρώ το 1953 και το 1954. Η συλλογή ποιημάτων που γνωρίζουμε ως Ημερολόγιο καταστρώματος Γ’ είναι αφιερωμένη «Στον Κόσμο της Κύπρου, Μνήμη και Αγάπη». Τα ποιήματα ήταν ήδη ολοκληρωμένα πριν ξεκινήσει ο ένοπλος αγώνας των Ελληνοκυπρίων τον Απρίλιο του 1955, με σκοπό την ένωση με την Ελλάδα (θα δημοσιεύονταν την τελευταία ημέρα εκείνης της χρονιάς). Με εξαιρετική ακρίβεια ο Σεφέρης είχε προβλέψει το πιθανό αποτέλεσμα καθώς η αδιαλλαξία της βρετανικής αποικιοκρατικής διοίκησης συναντούσε την αποφασιστικότητα των υπηκόων:
Δεν αργεί να καρπίσει τ’ αστάχυ
δε χρειάζεται μακρύ καιρό
για να φουσκώσει της πίκρας το προζύμι,
το κακό για να σηκώσει το κεφάλι,
κι ο άρρωστος νους που αδειάζει
δε χρειάζεται μακρύ καιρό
για να γεμίσει με την τρέλα …
[Σαλαμίνα της Κύπρος – «Νοέμβρης ’53»]
Οι στίχοι αυτοί διαβάζονται συνήθως σαν μια όχι-και-τόσο-κωδικοποιημένη προειδοποίηση του Σεφέρη προς τους βρετανούς φίλους. Σίγουρα, όμως, είναι και μια προειδοποίηση για τη διαβρωτική επίδραση που θα μπορούσε να έχει το φούσκωμα της «πίκρας» εις βάρος των ίδιων των ανθρώπων του.
Η σύγκρουση, η οποία έως και σήμερα αναφέρεται κατ’ ευφημισμόν ως «Επείγουσα Κατάσταση Κύπρου», γνώριζε την κορύφωσή της όταν ο πρεσβευτής Σεφεριάδης, που μόλις είχε προαχθεί στην ανώτερη βαθμίδα του πρέσβη, ανέλαβε τα καθήκοντά του εδώ, στο Λονδίνο, στις 15 Ιουνίου 1957. Ηταν η πιο σκοτεινή ώρα για τις διπλωματικές σχέσεις των δύο κρατών, που μετρούσαν 200 χρόνια και σε γενικές γραμμές ήταν στενές με θετικό αποτύπωμα. Ο Σεφέρης ως ποιητής είχε κάθε λόγο να θεωρείται καλός φίλος της Βρετανίας. Αγαπούσε πολύ την αγγλική ποίηση, ενώ οι φιλίες του με βρετανούς συγγραφείς και διανοούμενους ήταν συνήθως βαθιές και διαρκείς. Ως εκπρόσωπος της χώρας του, ωστόσο, δεν μπορούσε να συγχωρήσει την πολιτική και τις ενέργειες της τότε βρετανικής κυβέρνησης και την αποικοκρατική διοίκηση της Κύπρου. Με εξαιρετική διακριτικότητα, αλλά επίσης με ευθύτητα και ηθική δέσμευση –στοιχεία που δεν ανήκουν πάντα στο «οπλοστάσιο» ενός επαγγελματία διπλωμάτη–, ο Σεφέρης αποφάσισε να παίξει προσωπικό ρόλο για την επίλυση της ανεπίλυτης σύγκρουσης. Η έκβαση είναι γνωστή, ακόμη και αν ορισμένες λεπτομέρειες παραμένουν απόρρητες μέχρι σήμερα.
Στο τέλος του 1958 ο πρέσβης Σεφεριάδης ανέφερε στον Υπουργό του, Ευάγγελο Αβέρωφ, ότι δεν μπορούσε να συμφωνήσει με τις προτάσεις που κατέθεταν τότε οι αντιπρόσωποι της Τουρκίας, της Ελλάδας και της Μεγάλης Βρετανίας για μια ανεξάρτητη Κύπρο. Για άλλη μια φορά, με καίρια διορατικότητα, εξέφρασε τους λόγους για τους οποίους η προτεινόμενη κοινή διοίκηση της ελληνοκυπριακής και τουρκοκυπριακής κοινότητας δεν θα ήταν λειτουργική και πιθανότατα θα οδηγούσε σε διαίρεση του νησιού. Για έναν διπλωμάτη καριέρας ήταν μια ασυγχώρητη παράβαση πρωτοκόλλου. Αλλά ο πρεσβευτής Σεφεριάδης δεν έπαυε να ήταν ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης, που είχε αφιερώσει το τελευταίο του βιβλίο «στον Κόσμο της Κύπρου».
Παρόλο που η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή τον διατήρησε στη θέση του για άλλα τέσσερα χρόνια, μέχρι τον Αύγουστο του 1962, ουσιαστικά η καριέρα του ως πρέσβη είχε ολοκληρωθεί. Αργότερα θα του κολλούσαν τη ρετσινιά ότι πούλησε την Κύπρο για να πάρει το Νομπέλ. Η αλήθεια ήταν η αντίθετη: από το τέλος του 1958 και μετά ο Σεφέρης απαξιωνόταν συστηματικά από την κυβέρνηση Καραμανλή. Οταν έφτασε η είδηση για το Νομπέλ, στις 24 Οκτωβρίου 1963, φαινόταν ότι η ελληνική κυβέρνηση υποτιμούσε τη σπουδαιότερη διεθνή τιμή που κέρδιζε η Ελλάδα.
Σήμερα αντιμετωπίζουμε νέους πολέμους, χαλασμούς, ξενιτεμούς: στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή. Ενα τόξο μικρότερων συγκρούσεων και εμφύλιων συρράξεων εκτείνεται από το Αφγανιστάν έως το Σαχέλ μέσω της Ισημερινής Αφρικής. Ολα αυτά έχουν με τη σειρά τους προκαλέσει εκτοπισμούς σε μια πρωτόγνωρη κλίμακα. Εάν ο Σεφέρης επέστρεφε στο γραφείο του, τον Οκτώβριο του 2023, δεν θα ένιωθε πιθανότατα καμία έκπληξη. Ηξερε για πόσα φοβερά πράγματα ήταν ικανή η ανθρωπότητα. Αλλά είχε επίσης μια αταλάντευτη πίστη στην ανθρωπιά, με την οποία εννοούσε το ίδιο το ανθρώπινο είδος και την ευρύτερη ιδέα, την οποία ανίχνευε έως τους έλληνες φιλοσόφους του γενέθλιου τόπου του: τη Μικρά Ασία στην ακτή του Αιγαίου.
Στις 10 Δεκεμβρίου 1963, κατά το επίσημο δείπνο που ακολούθησε την τελετή απονομής στη Στοκχόλμη, ο Σεφέρης παρέδωσε μία σύντομη ομιλία στα γαλλικά. Εκεί κατέληγε ως εξής;
Σ’ αυτό τον κόσμο, που ολοένα στενεύει, ο καθένας μας χρειάζεται όλους τους άλλους. Πρέπει ν’ αναζητήσουμε τον άνθρωπο, όπου και να βρίσκεται.
Όταν, στο δρόμο της Θήβας, ο Οιδίπους συνάντησε τη Σφίγγα, κι αυτή του έθεσε το αίνιγμά της, η απόκρισή του ήταν: ο άνθρωπος. Τούτη η απλή λέξη χάλασε το τέρας. Έχουμε πολλά τέρατα να καταστρέψουμε. Ας συλλογιστούμε την απόκριση του Οιδίποδα. [Γ. Σεφέρη, Δοκιμές, τόμ. Β΄, σ. 161]
Ο Ρόντρικ Μπίτον είναι ομότιμος καθηγητής της Εδρας Νεοελληνικής και Βυζαντινής Ιστορίας, Γλώσσας και Λογοτεχνίας «Κοραής» του King’s College London, πρόεδρος της Βρετανικής Σχολής Αθηνών και μέλος της Βρετανικής Ακαδημίας. Το κείμενο αυτό, που παραχώρησε για δημοσίευση στα «ΝΕΑ», είναι ο λόγος που εκφώνησε στα εγκαίνια της Μόνιμης Εκθεσης Σεφέρη στην ελληνική πρεσβευτική κατοικία στο Λονδίνο, στις 24 Οκτωβρίου 2023